Ωτακουστής

Δεν το φανταζόταν, έτσι καθώς ήταν όλοι τους συγκεντρωμένοι γύρω από το τραπέζι, αφοσιωμένοι στη συζήτησή τους, πως μπορούσε ένας τυχαίος περαστικός να τους δει και να τους ακούσει από την ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα εκείνου του υπέροχου κήπου με τα εσπεριδοειδή που κάθονταν τις νύχτες με φεγγάρι οι συνδαιτυμόνες και συζητούσαν χωρίς να δίνουν σημασία γύρω τους, παρά μόνο σ' αυτά που έλεγε ο διπλανός ή ο απέναντι τους ή σε ό,τι είχαν οι ίδιοι να πουν: μια αστεία ιστορία, μια ιστορία παράξενη, ένα αλλόκοτο συναίσθημα που κατέλαβε κάποτε τη Μάρθα που ήταν τόσο αλαφροΐσκιωτη όσο κι ένας ποιητής.

Κι όμως ένας τυχαίος περαστικός είχε ακούσει τις κουβέντες τους από την ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα, έτσι που αν το γνώριζαν θα αισθάνονταν σαν να τους είχαν κλέψει τη σκέψη, τα λόγια, τα επιχειρήματα ακόμα και το ίδιο τους το στόμα...