Σβηστές Οθόνες

Ακατάσχετοι ήχοι συνεχείς. Αναβόσβησμα της οθόνης τόσο γρήγορο που να μην το αντιλαμβάνεται ο αμφιβληστροειδής .

Λεπτομέρειες. Ασήμαντες λεπτομέρειες. Μια παλινωδία εικόνων, Μια απουσία. Ένα βλέμμα. Το παράδοξο της επικοινωνίας. Χαμένος στην ηλιθιότητά τους. Κοφτές κουβέντες σαν φέτες άνοστου ψωμιού που δεν προλαβαίνεις να καταγράψεις. Αποκυήματα ενός ιδεολογικά κενού μηχανισμού. Θαρρείς πως είτε κοιτάς ένα κενό τοίχο που υψώνεται μπροστά σου και σ’ εμποδίζει γενικά να σκεφτείς είτε μια παλαβά κινούμενη εικόνα ανάπηρη ωστόσο, ως ουσιαστικό  περιεχόμενο κάνει το ίδιο. Πόσο επιθύμησε τη σιωπή. Η ακατάσχετη ομιλία του εκφωνητή στάζει σαχλή αισιοδοξία. Αλήθεια; Είναι δυνατόν; Ένα παράξενο ιντερμέδιο κι ύστερα τίποτα. Αλλαγή κεφαλαίου.

Δεν ήταν σίγουρος πως έπρεπε να σπρώξει με τα χέρια το σκοτάδι για να βγάλει μια μικρή φλογίτσα, δεν θυμάται αν έπρεπε  να πει κάτι, ούτε τη φράση που έπρεπε να πει. Ο άλλος, ο Αντρέας άρχισε να μιλά για να διώξει το σκοτάδι απ' το καθιστικό του. Να πάει επιτέλους παραπέρα. ''Κάποτε...'', είπε και η μία φράση έφερε την άλλη, και το σκοτάδι στάθηκε στο πλατύσκαλο περιμένοντας να σταματήσει, επιτέλους, να μιλά. Ήταν η ευκαιρία του να ορμήσει ξανά μέσα στο βουβό σπίτι. Αλλά αυτός δεν σταματούσε, έλεγε τη μία παλιά ιστορία μετά την άλλη. Όλες άρχιζαν με το ''κάποτε''. Αλλά αυτό το ''κάποτε'' και όλες τις ιστορίες δεν τις είχε ζήσει. Τις κατέβαζε απ' το κεφάλι του. Σταματούσε και ξεκινούσε σαν μια αλάδωτη μηχανή, ώσπου δε θυμόταν πια τίποτα. Κι έμενε ακίνητος. Τίποτα κι αυτή. Και δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Μόνο κουραστικές επαναλήψεις κι ενώ όλα ήταν εντάξει πριν λίγες ώρες, όλα υποτίθεται ήταν στη θέση τους ως εκείνο το απότομο σβήσιμο. Όλα σώπασαν και οι άνθρωποι κοιτούν τις σβηστές οθόνες με το στόμα μισάνοιχτο και μια συλλαβή παγωμένη και δαγκωμένη ανάμεσα στα δόντια τους. Ξαφνικά δεν λειτουργούσε τίποτα και η συλλαβή χώθηκε στο λαρύγγι του Αντρέα.  Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τη τη φράση που ήθελε να πει: ''θα 'θελα να ήμουν όπως ήταν μια φορά ένας άλλος''.