Ολόλευκο χιόνι

Έλεγε πως είχε ένα ολόλευκο βιβλίο με μπλε εξώφυλλο αλλά οι σελίδες του ήτανε πράγματι λευκές όπως τα κεφάλια των αστών που ήταν κρεμασμένα στη σειρά σαν να ήταν ασπρόρουχα κρεμασμένα στο σχοινί της μπουγάδας. Τα κρέμασε η Μαργαρίτα, η υπηρέτρια. Το πρωί μιας μέρας χωρίς τριαντάφυλλα. Τα είχε πλύνει πριν και μετά τα είχε υποβάλει σε διαγωνισμό φτυσίματος - είχε φωνάξει κάτι καλόπαιδα της γειτονιάς για να κάνουν αυτό το έργο. Έσταζαν όταν τα άπλωσε εκείνο το πρωί που ο Ντεκάρτ είχε αφιχθεί στο Βερολίνο. Δεν ήξερα πως ο Ντεκάρτ είχε κάνει τέτοια τιμή στη Γερμανία.

Ή μήπως ήταν ο Ναπολέων που επιχειρούσε να εισέλθει στην άδεια Μόσχα ή ο Χίτλερ στο Όσλο, τη Στοκχόλμη, την Αθήνα, τις Βρυξέλλες; Την ίδια περίοδο περίπου τότε που το Blitzkrieg του έβγαινε και είχε το θράσος να επιχειρήσει να διασχίσει τις ρωσικές στέπες. Δηλαδή όχι αυτός, αλλά οι Γερμανοί νεαροί φαντάροι που τους είχε στείλει να πολεμήσουν στις αχανείς στέπες.

Χιόνιζε εκείνη την ημέρα και επειδή οι περισσότεροι Ρώσοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί, κάποιοι επιτήδειοι αγρότες είχαν στήσει ολόκληρους λόχους, μπορεί και συντάγματα από χιονάνθρωπους ντυμένους Ρώσους στρατιώτες, δυνατούς και μπρατσωμένους. Μάλιστα, τις στολές τις είχαν πάρει από τους νεκρούς στρατιώτες. Τόσοι πολλοί ήταν οι νεκροί Ρώσοι στρατιώτες. Το χιόνι ήτανε στην αρχή ογδόντα πόντους, ύστερα ενάμιση μέτρο και ύστερα πιο πολύ ακόμα, έτσι που κανένα εκχιονιστικό δεν είχε καταφέρει να μη σκεπαστεί από το λευκό ολόλευκο χιόνι στη προσπάθειά του να ανοίξει δρόμο προς τη Μόσχα.

Τα τρένα είχαν σταθμεύσει μακριά απ' τους σταθμούς γιατί τα αεροπλάνα της Λουφτβάφε βομβάρδιζαν τους σταθμούς των τρένων, αλλά το μοναδικό θύμα τους ήταν κάτι παραφουσκωμένες με άχρηστα χαρτιά βαλίτσες και μία σκευοφόρος που είχε ξεχαστεί σε μια παράλληλη γραμμή που παραδόξως δεν είχε ούτε μια χούφτα χιόνι.

Βλέπω ξημερώνει, και αν έχουμε επιζήσει και αυτό το ξημέρωμα θα είμαστε όμορφοι και ευτυχείς.