Το τρένο που έρχεται

Για πρώτη φορά. Λένε πως πάντα υπάρχει η πρώτη φορά. Αλλά μπορεί και να μην υπάρχει. Πάντως όλα γίνονται μια φορά. Μια φορά μόνο. Εξαιτίας της αιωνιότητας. Εξαιτίας του χωρισμού. Εξαιτίας του ότι προσβλέπει σε κάτι άλλο από αυτό που έχει. Η βροχή πάνω στη στέγη. Ακούω πρώτη φορά τη βροχή πάνω στη στέγη του κόσμου. Έχω πεθάνει. Είναι επείγον να παραδεχτείς πως δεν έζησα ποτέ. Ένας ανόητος φωνάζει. Φωνάζει δυνατά. Η ομάδα του έβαλε γκολ. Αναρωτιέμαι. Ποιο είναι το λάθος; Κι ύστερα η καρδιά της επανάστασης κι ο κόσμος που προσέρχεται στην κηδεία, βουβός και απελπισμένος. Γράφω στίχους, όχι ποιήματα, γράφω πόνους, όχι ευχές. Δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε τίποτα. Το έδαφος είναι σαθρό και αυτοί βαδίζουν στο χαμό τους. Μια Κυριακή στην πλάζ Πιγκάλ και δυο Κυριακές πίσω στην Ορανζερί τον είδα να πίνει καφέ. Έπινε τον καφέ του. Απέναντί του η μικρή μ' ένα κορδελάκι στα μαλλιά λευκό σα τη ψυχή της. Φορούσε καπέλο αυτός, ο ποιητής που έπινε τον καφέ του, ο Ζακ Πρεβέρ στη Ορανζερί. Τότε ήταν ένα γεγονός. Προχθές που πέρασα από κει κανείς δεν τον πρόσεχε. Κανείς δεν τον άκουγε. Η ταινία έπαιζε στο βάθος της σκοτεινής αίθουσας. Είχα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια σου εκεί που το έχω πάντα όταν κάθομαι πλάι σου. Τελεία. Τίποτα δεν είναι τέλειο βέβαιο, αλλά εμείς οι άνθρωποι επειδή δεν μπορούμε να το αντέξουμε ούτε το τέλειο ούτε το τέλος γιατί η ανάσα σου κόβεται καθώς χαϊδεύω τη πλάτη σου καθώς τα μαλλιά σου τσουρουφλίζουν το χέρι μου. Σου το είπα. Δικό σου και έσκασες ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν το είδα, το άκουσα. Πάντα το χαμόγελό σου ακουγόταν χαμογελαστό. Όλα πρέπει να ακολουθήσουν ένα δρόμο κι ο δρόμος είναι πάντα γυρισμός κι ο δρόμος έχει πάντα στροφές και τα κείμενα έχουν πάντα τελείες. Πρώτη φορά που σε είδα να φοράς παντελόνι έτρεχες βιαστική να μπεις στον κήπο. Παραλίγο να σε πατήσει ένα βιαστικό τρόλεϊ. Κάτι μουρμούρισε ο οδηγός μέσα απ' τα δόντια του, αλλά όταν είδε την κόμη σου να ανεμίζει το βούλωσε. Τα ωραιότερα μυθιστορήματα λέει ο άλλος τα πιο επαναστατικά είναι τα ερωτικά μυθιστορήματα. Αυτά που σου χω γράψει εγώ. Για μένα θα λέει. Ξαναγυρίζω, ένα ενωτικό και δύο παύλες συμπιέζουν την πρόταση σαν ξίφη που πρόκειται να διασταυρωθούν. Ξιφουλκώ με τον άνθρωπο εκείνο που επαναστάτησε ενάντια στη μοίρα του. Τόλμησε να επαναστατήσει ενάντια στο ριζικό του. Έτσι καθώς η ουρά του ρο σημαδεύει τον πάτο της σελίδας. Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το πραγματικό. Επειδή το πραγματικό δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πραγματικότητα. Κι έτσι εγώ είμαι στον αέρα. Είμαι ένας μετεωρίτης που θα πέσει με δύναμη πάνω στη γη, αλλά πριν πέσει, τα κομμάτια του θα διασκορπιστούν και οι άνθρωποι μετέωροι στα χάη θα αγαπηθούν επιτέλους. Κλείνω την πόρτα. Όταν βεβαιώνομαι πως είσαι πλάι μου η πόρτα κάνει ένα θόρυβο. Το θόρυβο που δεν κάνουνε ποτέ οι πόρτες. Έξω απ' το σπίτι μας ένα σκυλί. Ναι γαυγίζει, η φωνή του... δεν ξέρω τη συνέχεια, δεν μπορώ να φανταστώ ένα σκυλί που γαυγίζει. Μπορώ μόνο να φανταστώ ένα σκυλί που φεύγει, έναν άνεμο που έρχεται να μας δροσίσει από τη παγωνιά της νύχτας.

Θα περιμένουμε την επανάσταση.

Άκου το σιδηρόδρομο. Το τρένο που έρχεται.