Στο Βυθό του Χρόνου Μερσώ, ο ήρωας του ''Ξένου'' του Καμύ

''Η μητέρα πέθανε σήμερα. Μπορεί και χθες. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος. Πήρα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο: 'Μητέρα σας απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια'. Όμως αυτό δε λέει τίποτε''. Αν και ''Μετά την κηδεία θα 'ναι μια υπόθεση τακτοποιημένη και όλα θα 'χουν μιαν όψη πιο επίσημη''.

Ο ήρωας, ο Μερσώ θέλει να τελειώνει με το θάνατο της μητέρας του όπως τελειώνεις μια εργασία καθημερινή, όπως ξεμπερδεύεις με μια δύσκολη υπόθεση στην οποία σε είχαν περιπλέξει χωρίς εσύ να γνωρίζεις το γιατί. Ο ήρωας ζητάει άδεια απ' τη δουλειά του για να παραβρεθεί στην κηδεία της μητέρας του. Κάνει δηλαδή ότι θα έκανε οποιοσδήποτε γιος που έχανε τη μάνα του. Στη συνέχεια τα πράγματα αλλάζουν. Ο ήρωας δεν κάνει ότι θα έκανε ένας καθημερινός άνθρωπος, ότι θα έκανε ένας νεαρός γιος για τη μητέρα του. Γιατί ο ήρωας φέρεται έτσι;

''Προχωρούσαμε. Σε μια στιγμή, πρόσεξα πως ο κύριος Περέζ κούτσαινε ελαφρά. Το αμάξι πήγαινε όλο και πιο γρήγορα και ο γεροντάκος όλο και ξέμενε. Ένας από τους νεκροπομπούς άφησε κι αυτός να τον ξεπεράσουν και βάδιζε τώρα κοντά μου. Μου έκανε εντύπωση πόσο γοργά ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό''.

Αυτή η παρουσία ενός ανελέητου ήλιου στο μεσογειακό τοπίο είναι που αλλάζει τα πράγματα, είναι που καθορίζει τις σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων, είναι που δημιουργεί τις εντάσεις, τις ψευδαισθήσεις ακόμα και το έγκλημα. Ποιο είναι όμως το έγκλημα του Μερσώ; Το ότι σκοτώνει έναν Άραβα, ανώνυμο μάλιστα, ή ότι φέρεται εντελώς ανάρμοστα στην κηδεία της ίδιας του της μάνας;

 Πίνει καφέ - ολέ, καπνίζει μπροστά στο φέρετρο, ενώ αρνείται να δει το λείψανο της μητέρας του, δεν φαίνεται ούτε στεναχωρημένος, ούτε πολύ περισσότερο συντριμμένος. Το ίδιο βράδυ συνευρίσκεται ερωτικά με τη Μαρί. Πηγαίνει σινεμά, σε μια ταινία με τον Φερναντέλ, αλλά και εκεί δείχνει να είναι απαθής. Θα 'λεγε κανείς ότι δεν του κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη για οτιδήποτε. Την ημέρα της κηδείας ''έπνεε μια πρωινή αύρα που είχε μια ευχάριστη μυρωδιά αλμύρας. Όλα έδειχναν πως η μέρα θα ήταν θαυμάσια. Είχα πάρα πολύ καιρό να βγω στην εξοχή και έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πόσο ευχάριστο περίπατο θα έκανα αν δεν ήταν η κηδεία της μητέρας. (...) Τώρα με την ηλιοπλημμύρα του πρωινού, που έκανε όλα να λάμπουν τρεμουλιάζοντας μες στο λιοπύρι, η εξοχή φαινόταν απάνθρωπη και τυραννική''.

Η Μαρί έμαθε ότι θα πήγαιναν στην κηδεία της μητέρας του από τη μαύρη γραβάτα που τον είδε να φοράει.

''Της εξήγησα ότι πέθανε η μητέρα μου: 'Πότε;' ρώτησε, και απάντησα: 'Χθες'. Δεν είπε τίποτα μολονότι μου φάνηκε πως έκανε κάποιο μορφασμό''. Ο Μερσώ και η Μαρί πήγαν να κολυμπήσουν. Ο σαματάς και οι κραυγές του Ραημόν του φίλου του και της κοπέλας του, τους αναστάτωσαν. Ο Μερσώ παρόλ' αυτά συμφωνεί να παντρευτεί τη Μαρί.

 Ήρθε ''και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Της είπα ότι δεν με πολυένοιαζε. Αν το 'θελε τόσο πολύ να παντρευτούμε...

Τότε εκείνη είπε πως ο γάμος είναι σοβαρή υπόθεση.

Κι εγώ απάντησα: 'Καθόλου' ''.

Ανάμεσα σε μια ομάδα Αράβων με κελεμπίες ξεπετιέται ένας απ' αυτούς και πληγώνει στο χέρι τον Ραημόν. Ο Ραημόν βγάζει πιστόλι και θέλει να σκοτώσει τον Άραβα, αδελφό της κοπέλας την οποία ξυλοφόρτωσε γιατί τον πρόδωσε. Όλοι έχουν όνομα εκτός από τον Άραβα. Ο Μερσώ τον σταματάει, παίρνει εκείνος το πιστόλι και σκέφτεται ψύχραιμα: ''Και τότε μου πέρασε απ' το μυαλό πως μπορεί κανείς να πυροβολήσει ή να μην πυροβολήσει - πράγμα που θα ήταν απόλυτα το ίδιο''.

Ως εδώ τα πράγματα θα ήταν κάπως παράξενα ίσως, αλλά δεν θα είχαν και μεγάλο ενδιαφέρον αν δεν συνέβαινε ένας φόνος.

Η παρέα των Αράβων έχει στο μεταξύ αποσυρθεί προστατεύοντας μ' ένα τρόπο τον θιγμένο αδελφό. Ο Ραημόν φεύγει και ο Μερσώ μένει μόνος του και περπατάει στην αμμουδιά κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο που οι ακτίνες του θαρρείς πέφτουν κάθετα πάνω στο κορμί του και πουθενά αλλού. Ο Άραβας τον πλησιάζει και τραβά το μαχαίρι του:

''Τότε άρχισαν όλα να στριφογυρίζουν μπροστά στα μάτια μου. Μια πυρωμένη πνοή ερχόταν απ' τη θάλασσα και ο ουρανός σχίστηκε στα δυο απ' άκρη σ' άκρη για να χυθούν τεράστιες φλόγες προς τα κάτω. Κάθε νεύρο στο σώμα μου έγινε ένα ατσαλένιο ελατήριο, ενώ η χούφτα μου σφίχτηκε επάνω στο πιστόλι. Η σκανδάλη υποχώρησε και ένιωσα την απαλή καμπύλη του κοντακιού να τραντάζει την παλάμη μου. Όλα άρχισαν ύστερα απ' αυτό τον ξερό εκκωφαντικό κρότο. Τίναξα τον ιδρώτα μου και πέταξα από πάνω μου το ασφυκτικό αγκάλιασμα του λιοπυριού. Ήξερα πως είχα ταράξει την ισορροπία της μέρας, τη μοναδική γαλήνη της αμμουδιάς όπου ένιωθα τόσο ευτυχισμένος. Αλλά τράβηξα τέσσερις ακόμα φορές πάνω στο ασάλευτο κορμί που καρφώνονταν οι σφαίρες δίχως να φαίνονται και κάθε διαδοχική πιστολιά έμοιαζε σαν ένα βιαστικό χτύπημα στην πόρτα του αφανισμού μου''.

Άρα, ο Μερσώ δεν σκοτώνει μόνο τον Άραβα και τον ήλιο που τον ενοχλεί, αλλά καταστρέφει την ευτυχία του, την ησυχία της αμμουδιάς και τη γαλήνη της μέρας. Είναι ίσως η μόνη φορά που παραδέχεται πως νιώθει ένα συναίσθημα.

Η έκθεση της αστυνομίας έχει επισημάνει αυτή τη φοβερή αναισθησία του Μερσώ στην κηδεία της μητέρας του και όταν ο δικηγόρος του τον ρωτά αν ένιωσε τη παραμικρή λύπη για το θλιβερό γεγονός του χαμού της, εκείνος απαντά:

''Τα τελευταία χρόνια είχα σχεδόν χάσει τη συνήθεια να παρατηρώ τα αισθήματά μου κι ήταν πολύ δύσκολο ν' απαντήσω σ' αυτό. Θα μπορούσα ειλικρινά να πω πως αγαπούσα πολύ τη μητέρα, αλλά αυτό δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, πρόσθεσα ύστερα από λίγη σκέψη, λίγο - πολύ επιθυμούν το θάνατο αυτών που αγαπούν κάποτε''.

Φυσικά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά μάλλον το αντίθετο. Όλοι οι κανονικοί άνθρωποι αισθάνονται και αντιμετωπίζουν το θάνατο της μητέρας τους σαν ένα ορόσημο στην πορεία της ζωής τους. Ο Φρόυντ βέβαια θεωρούσε πως έπρεπε κάποτε στην εφηβεία το παιδί να καταφέρει να σκοτώσει συμβολικά τους γονείς τους για να μπορέσει να απελευθερωθεί από την καταλυτική επίδρασή τους επάνω του. Κάτι που βέβαια, κάθε άλλο παρά συνέβαινε στην περίπτωση του Μερσώ. Αυτός ήταν παράξενα αδιάφορος, αφύσικα απαθής και εντελώς αμέτοχος απέναντι σε οποιοδήποτε γεγονός, ακόμα και σε αυτό του φόνου ενός ανθρώπου που δεν τον είχε πειράξει. Γιατί βέβαια δεν έκανε το φόνο αντί για το φίλο του, αλλά γιατί έπρεπε να προστεθεί στην αφήγησή του ένα αμετάκλητο γεγονός, που κοντά στα προηγούμενα θα έδειχνε ότι αυτός ο άνθρωπος αν και ζούσε τόσα χρόνια μέσα σε μια κοινωνία που είχε κανόνες και συμβάσεις, αυτός αντιμετώπιζε τελείως διαφορετικά τα πράγματα, ποδοπατώντας ή αδιαφορώντας γι' αυτούς τους κανόνες. Μ' ένα λόγο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ξένος και τέτοιος θα παρέμενε μετά από ότι είχε συμβεί.

Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με έναν μεσογειακό Γιόζεφ Κ. που ακολουθεί αρκετά διαφορετική πορεία από τον Μερσώ αντιμετωπίζοντας μία δίκη που γίνεται ερήμην του χωρίς να ξέρει το έγκλημα το οποίο διέπραξε και στο τέλος πεθαίνει δολοφονημένος ''σαν το σκυλί''. Ωστόσο απόφαση δικαστηρίου δεν υπάρχει, γιατί η δίκη δεν πραγματοποιήθηκε.

Αντίθετα στην περίπτωση του Μερσώ, το δικαστήριο δεν τον καταδικάζει σε θάνατο για το έγκλημα που διέπραξε, αλλά για την αναισθησία του.

Καθώς περιμένει την εκτέλεσή του, ο Μερσώ αρνείται να δεχθεί τον παππά και την παρηγοριά που θα του προσφέρει:

''Τίποτα, μα τίποτα δεν είχε σημασία και ήξερα πολύ καλά το λόγο, όπως τον ήξερε και κείνος. Από το σκοτεινό ορίζοντα του μέλλοντός μου μια απαλή ασταμάτητη πνοή φυσούσε απάνω μου σ' όλη μου τη ζωή θαρρείς και ερχόταν απ' τα μελλοντικά χρόνια. Και το φύσημα αυτό ισοπέδωνε στο πέρασμά του κάθε ιδέα που οι άνθρωποι είχαν προσπαθήσει να φυσήξουν μέσα μου σ' όλα τα φανταστικά χρόνια που είχα ζήσει. Τι με ενδιέφερε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη μιας μητέρας ή ο θεός του, ή ο τρόπος που αποφασίζει να ζήσει ένας άνθρωπος, η μοίρα που πιστεύει πως διαλέγει, αφού ένα μονάχα πεπρωμένο μπορεί να διαλέξει, όχι μονάχα εμένα αλλά και τις χιλιάδες εκατομμύρια των προνομιούχων ανθρώπων που, όπως αυτός, αποκαλούνται αδελφοί μου. Σίγουρα, μα σίγουρα πρέπει να το καταλαβαίνει. Κάθε ζωντανός άνθρωπος είναι προνομιούχος. Υπάρχει μια μόνο κατηγορία ανθρώπων, η κατηγορία των προνομιούχων. Όλοι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν μια μέρα και αυτός επίσης είναι καταδικασμένος μαζί με τους άλλους. Τι ενδιαφέρει αν κατηγορούμενος για φόνο εκτελεστεί, επειδή δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του μια και όλοι θα έχουμε το ίδιο τέλος;''.

Ο παππάς φεύγει. Ο Μερσώ πέφτει για ύπνο. Η σειρήνα ενός πλοίου τον ξυπνάει:

''Κάποιοι ξεκινάν για ταξίδι σ' έναν κόσμο που είχε πάψει να με ενδιαφέρει για πάντα. Σχεδόν πρώτη φορά για πολλούς μήνες σκέφτηκα τη μητέρα μου... Με το θάνατο τόσο κοντά, η μητέρα μου πρέπει να ένιωθε λευτερωμένη και έτοιμη να ξαναζήσει τη ζωή απ' την αρχή. Κανείς στον κόσμο δεν είχε το δικαίωμα να κλάψει γι' αυτή. Το ίδιο και εγώ. Ένιωθα έτοιμος να ξαναρχίσω τη ζωή απ' την αρχή''.

Ο θυμός που τον κατείχε σκόρπισε όπως και οι ελπίδες του, έτσι που ατενίζει τη σκοτεινή νύχτα που μοιάζει τόσο με τη μοίρα που τον περιμένει. Νιώθει σχεδόν ευτυχισμένος πάλι επειδή είναι. Και εύχεται για να μη νιώθει μοναξιά την ώρα της εκτέλεσης, να είναι πολλοί οι θεατές που θα τον χαιρετάνε ''με ουρλιαχτά κατάρας''.   

Το μυθιστόρημα αυτό έκανε μεγάλη αίσθηση και είναι το ένα απ' τα τρία έργα που όρισαν το ''παράλογο'', (τα άλλα δύο είναι το θεατρικό ''Καλιγούλας'' και το δοκίμιο ''Ο Μύθος του Σίσυφου''). Ο Μερσώ είναι ο ήρωας του περίφημου αυτού μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος (''L' étranger'') που έγραψε το 1940 σε ηλικία 27 χρονών. Το όνομα ''Μερσώ'' είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Καμύ όταν δημοσιογραφούσε. Μία ακόμα ομοιότητα του ήρωα με τον συγγραφέα είναι ότι και οι δύο δούλευαν ως υπάλληλοι.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και αφηγητής και ήρωας συμπίπτουν. Είναι σχετικά σύντομο και έχει πάρα πολλές εντάσεις και σημεία έκστασης που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την απάθεια του ήρωα.

Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ φίλος του Καμύ, θαύμαζε τον ''Ξένο'' και τον θεωρούσε κλασικό έργο, έργο τάξης ''που έχει γραφτεί για το παράλογο και εναντίον του παράλογου''.

Ο Μερσώ παρά την απάθειά του είναι ένας από τους πιο έντονα διαγραμμένους χαρακτήρες της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, αλλά πέρα απ' αυτό, καθόρισε την ''ίδρυση'', αυτού που ο Καμύ ονόμασε παράλογο με αποτέλεσμα ο Μερσώ να ''ζει στο σύνορο πραγματικότητας και μύθου αποκτώντας περισσότερη ενάργεια και αμεσότητα χάρη στον ονειρικό χαρακτήρα του κοινωνικού περιβάλλοντος όπως διατείνεται ο Κόνορ Κρουζ Ο' Μπράιεν, ο οποίος μας υπενθυμίζει κιόλας ότι ο Καμύ την εποχή που έγραφε τον ''Ξένο'' διάβαζε μετά μανίας Κάφκα.

 

 

βοηθήματα:

Αλμπέρ Καμύ, ο Ξένος, μτφρ. Γιώργου Γεραλή, Πάπυρος Πρεσ, ΒΙΠΕΡ, 1971

περ. Διαβάζω, τχ.110, 16/1/85

Κόνορ Κρουζ Ο' Μπράιαν, Καμύ, ανάλυση του έργου του, Δημήτρη Θεοδωρακάτου, Μπουκουμάνης, 1972