Καθώς οι λέξεις στεγνώνουν στην όχθη
14/01/2021
«Γεννήθηκα (...)
στων πλάνων ψεύτικων θεών τα χρόνια».
Αυτό αρκεί για αρχή. Όταν δεν ξέρεις τι να πεις για ένα τόσο δύσκολο θέμα μπορεί να ξέρεις πώς να το πεις. Πλαγίως μιλώντας. Αμαρτωλός και εσύ με όλους τους κολασμούς απάνω σου, σαν όλους τους κολασμένους, κολασμένος.
Λες: ''ποιητής εγώ 'μουν κι έψαλλα (...)
μα εσύ γιατί γυρνάς με τόση πίκρα''.
Κάθομαι κι εγώ στο θρονί μου και σου μιλώ: Άκουσα τους τριγμούς της γέννησης του κόσμου, πώς να μη γίνω ποιητής; Άκουσα τη διήγηση των περιπλανήσεων του Οδυσσέα. Άκουσα με τ' αυτιά μου ''άνδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον''. Αλλάζουμε θέσεις μαζί της. Η Μούσα κάθεται στο θρονί μου κι εγώ πειθήνιος στα πόδια της. Θέλω το μύθο το δικό μου να ιστορήσω, έτσι καθώς πήρα το δρόμο το λιγότερο ταξιδεμένο.
''Στη μέση του ταξιδιού της ζωής μου βρέθηκα σ' ένα σκοτεινό δάσος, ο δρόμος χανόταν''. Κι ύστερα τίποτα. Η μοναξιά μου μόνο. Να 'ξερες τι ναι μοναξιά. Μερικές φορές τη νιώθω να με συντροφεύει αλλά αυτή είναι άπιστη κι όταν την χρειάζομαι πραγματικά σηκώνεται και φεύγει.
''Κι όντας το αχνό κορμί μου ακραναπαύτη
την έρμη ανάπηρα πλαγιά, με πάντα
πιο χαμηλά το στειρωμένο πόδι
(...)
Η ώρα ήταν πια που το πουρνό διαφώταε
κι ανηφορούσε ο γήλιος με τ' αστέρια
που 'ταν μαζί του οπότε η θεία
τις ομορφιές ετούτες πρωτοκίναε
τόσο, που δίκια με 'καναν να ελπίζω''.
Αρκεί η ελπίδα να μην είναι «ελπίδα για το στραβό το πράγμα». Ελπίζω πριν πέσω χάμω υπνοκρουσμένος η αίσθησή μου να νικήσει και ο τόπος βουρκωμένος να με δεχτεί στην αγκαλιά του κι ας είναι η κόλαση η ίδια. Κάπου έπρεπε να πάω. Τώρα κάπου πρέπει να μείνω. Εδώ δεν έχει φύλλα δάφνης να στολιστώ μόνο κάτι ξερόκλαδα. Κι ως είμαι στη μέση μόνο του ταξιδιού μου - ή μάλλον στην αρχή του - δεν έχω πει τίποτε ακόμα κι η Μούσα μου βουβή ας μου παραστέκει.
Ακολουθώντας την ''αισθαντική, ατημέλητη τέχνη της νόησης'' ίσως παραγγείλω ένα γενναίο γεύμα γιατί όπως λέει η Γουλφ, ''αν κάποιος δεν έχει κοιμηθεί καλά δεν έχει φάει καλά δεν μπορεί τίποτα να φτιάξει'' κι εγώ θέλω οπωσδήποτε να γράψω το έργο που έχω συλλάβει. ''Ένα «έργο εν Προόδω». Σαν τον κύριο Τζόυς που με γυμνά πόδια μεθυσμένος από τη φαντασία του σαν ο πρώτος άνθρωπος που έγραψε ποτέ ξεκίνησε το ''Στήβεν ο ήρωας''. Αυτό ήταν, ''η ψυχή μοιάζει πολύ μ' ένα κουβά νερό''. Κι εγώ λέω πως δεν έχω κάτι τέτοιο παρά μόνο ένα κλεφτοφάναρο για να φωτίσω ό,τι φωτίζεται και να διαφωτιστώ. Το Πεπρωμένο. Πώς να μιλήσω για κάτι τόσο μεγάλο κι άγνωστο. Η Τύχη. Πώς να μιλήσω κι γι' αυτή; Άπιαστη! Η Μοίρα. Κι ακόμα ο Θεός, η Πρόνοια και η Ελευθερία. Τα δάση της ειρωνείας δεν με βοηθάνε. Η γνώση που απόχτησα στεγνή, στενή και κουρασμένη. Έτσι καθώς τα ίδια και τα ίδια αναμασάω. Πρέπει επιτέλους να πω κι εγώ κάτι καινοτόμο, να γράψω αν θέλετε κάτι μεγάλο. Μα πρέπει να μου παραστέκουν η Τύχη και η Ανάγκη.
«Ο κίνδυνος έγκειται στην τελειότητα των συνταυτίσεων. Η αντίληψη της φιλοσοφίας και της φιλολογίας σαν ένα ζεύγος νέγρων τροβαδούρων που ξεπήδησαν από το Teatro dei Piccoli είναι αρκούντως καθησυχαστική όπως ακριβώς η στοχαστική ενατένιση ενός καλά διπλωμένου χάμπουργκερ». Έτσι λέει αυτός που κολύμπησε στις θάλασσες της ειρωνείας όπου του έμαθε κολύμπι ο κύριος Τζόυς. Ποιος είναι αυτός; Ο Σάμιουελ Μπέκετ που καθόταν μαζί με τον κύριο Τζόυς και τους Γουίλιαμς Κάρλος Γουίλιαμς, Εζεν Ζολά, Στιούαρτ Γκίλμπερτ και Ρόμπερτ Μακ Άλμον και ο νεανικός φίλος του Μπέκετ, Τόμας Μακ Γκρήβυ. Θα 'πρέπει λοιπόν, χωρίς αμφιβολία να βρούμε κάτι καινοτόμο για να πούμε προς τέρψιν των αναγνωστών, των λογιστών, των νέων και των σπουδαίων. Όλα καλά μας τα 'πε ο Ιερός Αυγουστίνος και η μεταφορά προϋπήρξε των αφηρημένων όρων και προϋπήρξε ακόμα από το τραγούδι του λόγου. Δύσκολο να ξεκινήσεις όταν είσαι στην αρχή, αλλά «η ποίηση, λέει, γεννήθηκε από την περιέργεια, την κόρη της άγνοιας. Οι πρώτοι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να δημιουργήσουν ύλη με τη δύναμη της φαντασίας τους, και 'ποιητής' σημαίνει, ακριβώς, 'δημιουργός'. Η ποίηση ήταν η πρώτη λειτουργία του ανθρώπινου νου και χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει σκέψη. Οι βάρβαροι ανίκανοι για να ανάλυση ή αφαίρεση, πρέπει να χρησιμοποιούσαν τη φαντασία τους για να εξηγήσουν αυτό που η λογική τους δεν μπορεί να κατανοήσει».
''Καταγής ξαπλωμένα δύο κορμιά λευκά, καθένα στο ημισφαίριό του. (...) Όλα τόσο λευκά από φως δίχως ορατή πηγή''.
Οπισθοχωρώ πριν η φαντασία νεκρωθεί και μ' αφήσει κι αυτή μόνο, αφού οι παρατρεχάμενοι του κυρίου Τζόυς λάκισαν. Εγώ διαλέγω καλύτερους παραστάτες: Ντάντε, Μπρούνο, Βίκο, Τζόυς, Προυστ, Μπέκετ. Ως εκεί που η γωνία συναντά την καμπύλη, ως εκεί που το φως πνίγεται στο σκοτάδι, ως εκεί που η Τύχη με ευνοεί. Φανταστείτε πριν η φαντασία νεκρωθεί, πριν το τέλος της πτώσης τελειώσει, πριν η αρχή της ανόδου ξεκινήσει. Πριν η σκάλα για τ' αστέρια υψωθεί. Τώρα μπορείτε να πηγαίνετε κύριοι! Ο καθένας εφ' ω ετάχθη. Ο Ντάντε στο δοξασμένο θρόνο του, ο Μπρούνο στη πυρά, το Βίκο δεν τον ξέρω, ο κύριος Τζόυς μου κλείνει πονηρά το μάτι καθώς εκθειάζει την Νόρα στον Μακ Γκρήβυ. Μισότυφλος σχεδόν, και βλέπει τα πάντα. Ανοιχτομάτης! Γι' αυτό λέει: ''θες να δεις; κλείσε τα μάτια'' Κλείνω τα μάτια και βλέπω το κάρο με όλη τη πραμάτεια νύχτα στο έρημο σοκάκι, οι ρόδες τρίζουν, ο κύριος Τζόυς σίνιορ, πάλι δεν είχε να πληρώσει το νοίκι και τους ξεσπίτωσε όλους, τους έβαλε στο κάρο με κάτι μισοχαλασμένα πράγματα, την επίπλωση, και τους πήγαινε μακριά από το προηγούμενο σπίτι τους. Δεν ήταν μόνο το νοίκι που δεν υπήρχε, ούτε φαΐ είχαν, τα παιδιά κοιμόντουσαν νηστικά, αλλά η ανάσα του πατέρα μύριζε ουίσκι, ιρλανδέζικο, κακής ποιότητας, φθηνό σερβιρισμένο στη μπάρα του μπαρ στο δρόμο για το ποτάμι, εκεί που άφησε το κεφάλι του ο κύριος Μπέκετ και έφυγε μακριά από την Ιρλανδία όπως και ο Τζόυς χωρίς το κύριος πια, πάμφτωχος και ανεπρόκοπος, πότης, παίκτης και φαντασιόπληκτος. Ίδιος ο πατέρας του. Πήγε στο Λονδίνο, ζήτησε βοήθεια από τον συμπατριώτη του τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αλλά δε την πήρε. Έφυγε και από κει. Φαντασία μου φαντάσου την ώρα με το χέρι ανάμεσα στα σκέλια του να τον κάνει για πρώτη φορά άντρα. Ω. θέ μου!
«Μόλις σήμανε μία'', της γράφει, ''Μπήκα σπίτι στις 11.30. Από εκείνη την ώρα κάθομαι σε μια πολυθρόνα σαν χαζός. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν ακούω παρά τη φωνή σου. Σαν χαζός σ' ακούω να με φωνάζεις 'αγαπημένε'. Πρόσβαλλα δυο ανθρώπους σήμερα, τους άφησα στα κρύα του λουτρού. Ήθελα ν' ακούω τη δική σου φωνή, όχι τη δική τους.
Όταν είμαι κοντά σου αφήνω κατά μέρος την καταφρονητική, καχύποπτη φύση μου. Μακάρι να ένιωθα τώρα το κεφάλι σου στον ώμο μου. (...) Δεν θα υπογράψω καν γιατί δεν ξέρω πώς να ορίσω τον εαυτό μου».
Αυτό ήταν τότε το 1904; Κάτι τέτοιο. «Τώρα 'θα δοκιμάσω να αναμετρηθώ με τις εξουσίες του κόσμου. Τα πάντα είναι ασταθή, εκτός από την πίστη στη ψυχή που αλλάζει όλα τα πράγματα και φωτίζει την αντιφατικότητά τους. (...) Δεν έχω ακόμα βρει άνθρωπο με πίστη σαν τη δική μου'» έτσι σκεφτόταν δύο χρόνια πριν το 1902 κι ίσως να είχε διαβάσει εκείνο εκεί που είχε πει ο Κίρκεγκωρ για τον ερχομό στον κόσμο της Μεγάλης Νύχτας, όταν χαθεί η Πίστη. Και η πίστη χάθηκε αλλά οι μεγαλομανείς μείνανε πίσω να πιστεύουνε και ο κύριος Τζόυς ήταν ένας μεγαλομανής, Μπορούσες όμως να τον αποκαλέσεις βλάκα. Πως όμως θα μπορούσες να φτιάξεις τέτοια πρόταση χωρίς τη βοήθεια της ειρωνείας; ‘’Κύριε Τζόυς είστε ένας βλάξ;’’ Κι αν έβρισκε τον στόχο η μπουνιά του θα ‘τρωγες μια στο αριστερό ζυγωματικό σου γιατί ήταν και καυγατζής ο κύριος Τζόυς και ας διάβαζε ωφελιμιστές φιλόσοφους και ακόμα Σπινόζα, Λοκ και Μακιαβέλι, α! και κείνον τον συγγραφέα της ‘’Νέας Επιστήμης’’ μιας ουτοπίας χιλίων σελίδων και βάλε, τον Τζιανμπατίστα Βίκο.
Η ζωή πρέπει να είναι ανθρώπινη, η ελάχιστή θερμότητα ισούται προς το ελάχιστο ψύχος.
«Η αρχή (το ελάχιστο) του ενός αντιθέτου κινείται βάσει της αρχής (του μεγίστου) του άλλου. Επομένως, όχι μόνο τα ελάχιστα συμπίπτουν με τα ελάχιστα και τα μέγιστα με τα μέγιστα, αλλά και τα ελάχιστα με τα μέγιστα, κατά τη διαδοχή των μεταλλαγών. Η μέγιστη ταχύτητα είναι μια κατάσταση ακινησίας. Το μέγιστο της φθοράς και το ελάχιστο της γένεσης είναι ταυτόσημα: Καταρχήν, η φθορά είναι γένεση. Και τα πάντα, τελικά, ταυτίζονται με το θεό, την παγκόσμια μονάδα τη Μονάδα των μονάδων. Με αφετηρία αυτή τη συλλογιστική ο Βίκο ανέπτυξε μια επιστήμη και φιλοσοφία της Ιστορίας. Εμείς τι κάνουμε;
''Ο κ. Τζόυς έχει κάτι να σας πει:
''το να αφοσιωνόμαστε αποκλειστικά στην κυριολεκτική σημασία, ή ακόμα και στο ψυχολογικό περιεχόμενο οποιουδήποτε κειμένου, αγνοώντας παράλληλα τα συγκείμενα γεγονότα που το περιβάλλουν, είναι εξίσου επιζήμιο, κλπ.''.
Αν όλα βασίζονταν εκεί που θα 'πρεπε να βασίζονται τότε θα μιλάγαμε για το Χρόνο, αλλά επειδή χρόνος δεν υπάρχει, χάνουμε το αντικείμενό μας.
''Χρόνος αυτό το δικέφαλο τέρας της καταδίκης και της σωτηρίας'' διατείνεται ο Μπέκετ προσπαθώντας να μιλήσει σ' ένα νεανικό του δοκίμιο για τον Προυστ. Αυτός ο Ιανός ευκίνητος θεϊκός συνηθισμένος και ασυνήθιστος είναι τρισυπόστατος και ο άνθρωπος χαμένος στις παραμέτρους ενός ρολογιού που είτε είναι κουρδισμένο ή ξεκούρδιστο στέκεται ενεός στο σταυροδρόμι της Τύχης, της Ανάγκης, της Μοίρας και της Πρόνοιας.
Κάτι πρέπει να με κουρδίσει, να σηκωθώ από τη τούτη την κλίνη του Προκρούστη και να πω τα δικά μου λόγια, επαναλαμβάνοντας ή όχι ανάλογα με τους νόμους της μνήμης και ως γνωστόν η άγνοια νόμου τιμωρείται. Είμαστε τιμωρημένοι εκ γενετής και αυτό δεν έχει να κάνει με νόρμες και διαθήκες, με νόμους και εξουσίες, έχει να κάνει με τη φύση μας που θέλει δε θέλει φιλοσοφεί όπως ένα παιδί που παίζει, όπως ο ζητιάνος που υποδύεται το τυφλό για να μαζέψει μερικές δεκάρες στη γωνία. Όταν κάποιος του ρίχνει μια λίρα τη δαγκώνει για να δει αν είναι κάλπικη, δεν είναι σίγουρος πια για τίποτα. Τώρα έχει ένα ακόμη πρόβλημα να λύσει. Την κάλπικη φύση του. Και το παιδί συνεχίζει να παίζει πεσούς, ο Διογένης να σπρώχνει το πιθάρι του και όταν τον ρωτούν γιατί το κάνει αυτός απαντά με το γνωστό φλέγμα του: ''Ντρέπομαι να αδρανώ καθώς οι άλλοι εργάζονται πυρετωδώς''. Ποιος είπε ότι πρέπει να προσφέρεις έργο, αρκεί να δρας. Δράσε πριν αποδράσεις.
Μια μέρα ο Κιν ρώτησε ένα παιδί που τον πλησίασε. Τολμηρό παιδί, κανείς δεν τον πλησίαζε αυτόν, λέει ο Κανέτι. ''Τι σ' αρέσει πιο πολύ; Οι σοκολάτες ή τα βιβλία'' το ρώτησε. Και κείνο αποκρίθηκε, τα βιβλία. Μια απάντηση που δεν τη περίμενε. Μια βιβλιοθήκη ολόκληρη , έργο ζωής. Μια βιβλιοθήκη που την έκαψε. Η γνώση πάει να πει, τυφλώνει. Το παιδί είχε απαντήσει λάθος εσκεμμένα για να τον εντυπωσιάσει. Η ερώτηση περιείχε και την απάντησή της, κανένα άλλο παιδί στον κόσμο δεν θα διάλεγε ανάμεσα στις σοκολάτες και τα βιβλία, τα βιβλία. Εκτός αν ήταν βλαμμένο. Αλλά το παιδί ήταν έξυπνο και θέλοντας να εντυπωσιάσει τον Κιν τον αιφνιδίασε κι αυτός τον πήρε μαζί του. Ο Κιν έπεσε, το παιδί σώθηκε. Η γνώση είναι άκαμπτη, τα ερωτήματα δεν έχουν απαντήσεις. Όποιος ρωτά, κατέχει την απάντηση. Αντίθετα με τα παιδιά και τον Στήβεν Δαίδαλο, τον ήρωα του πρώτου πρώτου βιβλίου που έγραψε ο Τζόυς.
«Ω, το μικρό πράσινο τριανταφυλλάκι
Στο μικρό πράσινο αγρό
Εκείνος τραγουδούσε αυτό το τραγούδι. Ήταν το τραγούδι του.»
Κάτι τις γραμμένο στο περιθώριο-σβησμένο σχεδόν. Δε μπορείς πια να το διακρίνεις.
Στριμωγμένος άγρια ανάμεσα στις λέξεις σου δεν τις ακούς. Τις σκεπάζει ο ρόγχος του νερού. Πήρε πολλές μαζί του το νερό. Τις μούλιασε κι αυτές αρχίσανε να τρέμουν . Άπλωσαν τα βρεγμένα ρούχα τους στην ακροποταμιά να στεγνώσουν. Έπρεπε τώρα να τα βγάλει πέρα με τις στεγνές. Μ’ αυτές καθισμένος στην όχθη πλάι τους επινόησε μια ηρωίδα και την ερωτεύτηκε. Ύστερα την άφησε μόνη της να πορευτεί. Κι αφού πέρασε καιρός ζωγράφισε ένα βέλος στο περιθώριο του τετραδίου του τέντωσε τη χορδή του βέλους του και στόχευσε κατευθείαν στην καρδιά της. Αλλά με πεζές λέξεις βρεγμένες ή στεγνές δε μπορείς να κάνεις Τέχνη. Τέχνη είναι ο Μεγάλος Κανών, η Θεία Λειτουργία της Ομορφιάς.
Μια κυρία κάθεται στο στασίδι της κι ακούει μια γεμάτη ενθουσιασμό φωνή ν’ απαγγέλλει. Η φωνοληψία είναι παλιά, κάπως ανόητη, αλλά στο σωστό τόνο:
«Το μωρό μας με κλωτσάει
«τι θα γίνει με το τσάι
Πνίξε πιτο βασιλιά»
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
Σιωπηλοί γουλιά γουλιά»
Στα εισαγωγικάκείμενα από;
Τν «Θεία Κωμωδία»
Τα «Κουαρτέτα» του Έλιοτ
Το δοκίμιο του Μπέκετ: «{Ντάντε, Μπρούνο, Βίκο. Τζόυς…»
Μπέκετ: «Φαντασία νεκρή Φανταστείτε
Ο Τζόθς γράφει στη Νόρα
Μπέκευ,: «Προυστ»