Τόσο επόθησα

Το λέει ο ποιητής, και μου πες να το γράψω. Τι να σου γράψω όμως; Εγώ που επόθησα να φύγω κάποια μέρα και δεν τα κατάφερα. Δεν έχω τι να γράψω. Θάλασσα δεν εγνώρισα. Φύσηξα μόνο τη χρυσόσκονη από τα γένια του Μαγγελάνου και του Μάρκο Πόλο. Πέταξα πάνω από τον ποταμό Yara - Yara, πνίγηκα στις Εβρίδες. Στο Νότο κόντεψα να γδάρω τις σάρκες μου για να δροσιστώ κι είπα πως έφυγα και ας μην είχα φύγει γιατί η φυγή είναι απλώς μια επιθυμία. Κάποτε σφοδρή και όσο σφοδρότερη είναι, τόσο αυτοί που τη νιώθουν δεν την πραγματοποιούν.

Κι ο άλλος, ο ποιητής, ο Αλεξανδρινός, μας λέει πως είμαστε δεμένοι με μια πόλη, μ' ένα μόνο τόπο και αν φύγουμε η πόλη θα βάλει φτερά, θα αφήσει όλους τους άλλους που δε το 'χουν σκοπό να φύγουν και θα με κυνηγήσει. Κι εγώ που επόθησα να φύγω κάποια μέρα το ανήγγειλα, το είπα, το ‘γραψα, το συλλάβισα, αλλά δε το 'κανα. Άλλοι το 'καναν για μένανε, οδηγοί και μύστες, θαλασσοπόροι, ταξιδευτές, ναύτες, που ξεδιψάνε τη δίψα τους στα πόρτα στα μπορντέλα. Ούτε στη Μασσαλία πήγα ποτέ. Τι λέω; Ούτε στη Σαλονίκη. Πιο πέρα από την πόλη μου δεν τόλμησα να πάω. Θεωρώ πως είναι τολμηροί όσοι φεύγουνε για εξωτικούς τόπους, και μακρινές θάλασσες. Μα εγώ που τόσο επόθησα να φύγω κάποια μέρα συνάντησα εσένα, έβαλα το χέρι αντήλιο γιατί ο ήλιος του απογεύματος με τύφλωνε και έκανε το πρόσωπό σου και το σώμα σου οπτασία ...

''Πώς τη λένε; Fata Morgana’’. Μετάλαβα όμως στίχους ξωτικούς. Εύκολο μου φαινόταν να τους γράψω κι ένας κάποιος ποιητής που δεν κουνήθηκε ποτέ απ' το δωμάτιό του και πάντα κοιτούσε τα σχήματα που νόμιζε πως ήταν σχηματισμένα στο μεγάλο χαλί του Χάνου έγραψε καταπληκτικά εξωτικά ποιήματα που μιλάνε για εραστές που δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ κι όταν ξαναβρέθηκαν ήσαν άλλοι. Μιλάνε για τη Λι. Εκείνη τη μικρή κινέζα κι εγώ

''ώρες πολλές εκοίταζα τα σκοτεινά της μάτια

κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σ' αυτά

τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους

και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά''.

Κι εγώ που δεν ετόλμησα ποτέ μου για να φύγω, σκέφτηκα πως θα ‘ταν καλύτερα ούτε ποιήματα να γράψω, αφού δεν τα κατάφερνα να φύγω δεν θα κατάφερνα και να γράψω και ‘’εσύ αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου’’ τι θα σκεφτόσουν άραγε; Φαντάζομαι το ίδιο. Κι η Σίβυλλα θα σώπαινε. Οι Σίβυλλες σωπαίνουν και ο αχός όταν ακούστηκε δεν ήταν η φωνή της, ούτε η Σαλώμη ήτανε. Ήτανε ο πέλεκυς μοναχά που καρατόμησε τον άμοιρο Ιωάννη κι εγώ που τόσο επόθησα να ταξιδέψω μες στην υγρή έκταση σαν ‘’ποιητής της αμαρτίας, της ντροπής’’, δεν τα κατάφερα ούτε ανάγνωση να μάθω. Μόνο το βοτάνι της αγάπης, μόνο αυτό μπόρεσα να φυλάξω στα φύλλα της καρδιάς. Μόνο τη δροσιά του μπόρεσα να σου προσφέρω. Έτσι δεν είναι; Αλλά σκέφτομαι όσο μου διάβαζες τα ποιήματά του πως θα μπορούσα κι εγώ να γύριζα όλο τον κόσμο και να μην έβλεπα τίποτα, αν και δε νομίζω να άφηνα μια τέτοια ευτυχία στους άλλους.

''Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό/ στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου/σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο αλγερινό,/ που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνιάζεται το φως. / Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι / Κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός, / Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό,(…) / Άγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια. / Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο / όνομα’’: Έντυ απ' τη Χαλκίδα, μάγισσα απ' την Αμάρυνθο, κρασί απ' τη Βουργουνδία. Αντινομίες πολλές με πλήγωσαν, κραυγές και πόνοι και η σκόνη του χρόνου θα μας σκεπάσει κάποτε, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε και μετά απ' αυτό. Και μετά το τέλος γιατί τέλος δεν υπάρχει και όλα μένουν ατέλειωτα και μεις ''ξαναγενήκαμε με μιας τα ρούχα που φοράμε''. Μίλια μακριά σε πάω, δε σε προδίδω. Μόνο δεν μπόρεσα να φύγω κι είμαι εδώ, σιμά σου.