Το βορινό παράθυρο
10/01/2021
Έριξε μια βιαστική ματιά από το βορινό παράθυρο. Το ποδήλατο ήταν κάτω στον κήπο. Κόκκινο. Φόρεσε το μαύρο παντελόνι του πήρε στο χέρι το μπουφάν και κατέβηκε τη σκάλα. Δεν καβάλησε αμέσως το ποδήλατο, πάτησε με το αριστερό του πόδι, όρθιος το πετάλι, σαν να ήταν ακροβάτης σε τσίρκο και το ποδήλατο κινήθηκε μόνο επειδή το έδαφος ήταν κατηφορικό.
Σταμάτησε μπροστά στη σιδερένια πόρτα που έβγαζε σ' ένα αγροτικό δρόμο. Καβάλησε κανονικά, κάθισε πάνω στη σέλα, έβαλε ταχύτητα και πάτησε το πεντάλ. Τότε την άκουσε. Άκουσε τη φωνή της. Η φωνή της έλεγε ένα ρήμα από φι, κάτι σαν φεύγεις; Δεν ήταν φανερό; Ρώταγε κάτι που έβλεπε να συμβαίνει σαν να επρόκειτο να φύγει και να μην ξαναγυρίσει. Σκεφτόταν αν είχε τέτοια πρόθεση. Ποτέ όμως αυτός δεν φανέρωνε τις προθέσεις του. Εκείνη όμως γιατί ανησυχούσε τόσο; Όταν άκουσε τη φωνή της γύρισε το κεφάλι του 180 μοίρες πίσω, κόντεψε να το εξαρθρώσει, πάτησε φρένο για να σταματήσει, αλλά ήταν το μπροστινό και το ποδήλατο κοκάλωσε απότομα και αυτός έπεσε στο πλάι. Άκουσε πάλι τη φωνή της. Χτύπησες; Δεν πρόλαβε καν να το διαπιστώσει εκείνος. Σηκώθηκε γρήγορα όρθιος, τινάχθηκε, γύρισε ολόκληρος προς το μέρος της, προς το μέρος που ακουγόταν η φωνή της, στο βορινό παράθυρο της βίλας Βέρντε. Όχι!, απάντησε. Καλά καημένε δεν ήταν ανάγκη να γυρίσεις πίσω ενώ πήγαινες μπροστά. Αλλά εγώ κρυφογέλασα ξέρεις, ήταν κωμικό το πέσιμό σου, από την άλλη με κολάκεψε που γύρισες αμέσως μόλις με άκουσες.
Που πηγαίνεις; Πουθενά ιδιαίτερα, μια βόλτα μόνο, είπε. θα με περιμένεις; Έχω κάτι μικροδουλειές να κάνω, αλλά θα πάρω το αυτοκίνητο και θα γυρίσω μάλλον πιο γρήγορα από σένα. Μην ξεχάσεις το βράδυ. Το 'χουμε υποσχεθεί. Θα προτιμούσα να μη το είχαμε, είπε εκείνος. Εντάξει δεν είναι και ακριβώς υποχρέωση, άλλωστε μπορούμε να το αναβάλλουμε με ένα απλό τηλεφώνημα. Θες να περάσουμε οι δυο μας τη νύχτα; αντί να πάμε σ' εκείνο το βαρετό πάρτι; Όχι, να πάμε! Να θυμηθούμε τα παλιά, όταν ο καθένας από μας ήταν μόνος του. Και εγώ πήγαινα από το ένα πάρτι στο άλλο για να κάνω καμάκι. Και τι είναι οι γυναίκες; γαρίδες; ή αστακοί; να τις καμακώσεις; Ε! τρόπος του λέγειν. Εσύ έχεις λέγειν, δε λέω, αλλά δεν είναι αρκετό. Θα μιλάμε πολύ ώρα σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, είπε αυτός; Το μόνο που μας λείπει είναι η πέργκολα να αναρριχηθώ σαν φυτό για να σε φτάσω. Και τι είμαι εγώ; είπε εκείνη. Κανένα πρωτόζωο; Έχεις γίνει πολύ έξυπνη από τότε που τα φτιαξες μαζί μου. Πριτς, που είναι έτσι! είπε αυτή. Καλά, πόσο καιρό νομίζεις ότι θα κρατήσει αυτό το μεταξύ μας; Μετά θα ξαναχαζέψεις. Α, νά χαθείς: του φώναξε αγανακτισμένη και κείνος έβαλε τα γέλια, Το γέλιο του πήδηξε, μάλλον έκανε άλματα και έφθασε μέχρι την πλατεία και ύστερα έκανε γκελ σ' ένα παγκάκι και έφθασε στα σκαλιά της εκκλησίας λες και ήταν από κείνες τις μπάλες τις πολύ ευαίσθητες που όταν προσκρούσουν σε μια σκληρή επιφάνεια πέφτουν πάνω σε μια άλλη πιο σκληρή και πάει λέγοντας... Όταν ήμασταν στο σχολείο σκέφτηκε, κάναμε όλο χαζομάρες. Και τώρα μου φαίνεται πως δεν έχουμε μεγαλώσει καθόλου, παρότι έχουμε πιάσει δουλειά, παρά το ότι συγκατοικούμε, πολύ δύσκολο και πίζουλο πράγμα και επομένως η σκέψη που περνάει απ' το μυαλό είναι ότι ενηλικιωθήκαμε που να πάρει ο διάολος!
Αυτή δεν άκουσε καλά τα τελευταία του λόγια και νόμισε ότι αυτήν έστελνε στο διάολο, πράγμα που δε το είχε κάνει ποτέ βέβαια αυτός. Όχι πως δε θύμωνε μαζί της, θύμωνε και πολύ μάλιστα. Αλλά ήταν πάντα υπομονετικός και τρυφερός απέναντί της, μόνο που αυτή το εκμεταλλευόταν και ερχόταν φορές που τον εξόργιζε και όταν έβλεπε να κοκκινίζει το κάτασπρό του πρόσωπο με τα σχιστά μάτια τόσο περισσότερο συνέχιζε να τον εκνευρίζει και όταν έβαζε τις φωνές εκείνος, εκείνη σώπαινε. Και τώρα ήταν σχεδόν σίγουρη πως την είχε στείλει στο διάολο, αλλά γιατί; Αυτή τη φορά δεν είχε προλάβει να τον εξοργίσει ούτε αυτός είχε προλάβει να εξοργιστεί. Δεν ήταν δα και τόσο οργισμένος ούτε πια τόσο νέος, ήταν όμως ορμητικός, αλλά ήταν και αγύριστο κεφάλι. Δεν έκανε ρούπι απ' αυτό που έλεγε. Μιλούσε συνήθως απόλυτα και αυτή η απολυτότητα ήταν που τη τρέλαινε εκείνη. Αμάν! καημένε του έλεγε και εκείνος απαντούσε: Εγώ! καημένος; Πάρτο πίσω αυτό, έτσι; Μη σου πω τίποτα άσχημο... Καλά, καλά δεν το εννοούσα με τη πλήρη σημασία του. Τι τζαναμπέτης που είσαι. Θα φας κουτουλιά ε; Πώπώ! λες και 'χεις παίξει ποτέ σου ποδόσφαιρο καημένε! Και αυτή τη φορά τόνισε το καημένε όσο δεν έπαιρνε άλλο. Εγώ δεν έχω παίξει; Και στις αλάνες τι έκανα; Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου και να μην ασχολείσαι με το τι έχω κάνει ή τι δεν έχω κάνει εγώ. Στο τέλος θα μας πεις ότι δε πήγα και φαντάρος, ότι ήμουν παρθένος, που είμαι, αλλά όχι με την κυριολεκτική σημασία. Ε! καλά τώρα λες και δε σε καταλάβαμε. Κατέβα κάτω, τώρα. Μπα, δε νομίζω να σου κάνω το χατίρι, να φάω κουτουλιά. Εσύ θα κουτουλήσεις τον αέρα, δεν έχεις την παραμικρή ετοιμότητα. Θα ανέβω εγώ, ξέρεις. Καλά που δεν έχουμε πέργκολα. Μέχρι να κάνεις τον κύκλο εγώ θα έχω εξαφανιστεί στα υπόγεια της βίλας Βέρντε. Σιγά μην είναι και το Καπιτώλιο! Κατέβα κάτω αλλιώς θα ανέβω - είπε με σφιγμένα δόντια. Είχε αρχίσει να τα παίρνει, αλλά είχε ξεχάσει γιατί τα είχε πάρει ή μάλλον θυμόταν. Ήξερε. Δε θα κατέβαινε εκείνη και αν τυχόν αυτός έτρεχε στις σκάλες, εκείνη θα έτρεχε στα διπλανά δωμάτια, θα πήδαγε από τη βεράντα του πρώτου ορόφου - το σώμα της ήταν σώμα αιλουροειδούς - και θα του ξέφευγε, ενώ αυτός θα τη περίμενε στο σαλόνι. Λοιπόν, μερικές φορές δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Συμβαίνει από μόνο του. Ο γάμος είναι μια παγίδα αλλά αυτοί δεν σκόπευαν να παντρευτούν. Ήθελαν πρώτα να ζήσουν ελεύθεροι, μαζί, αλλά ελεύθεροι, πράγμα που δε γίνεται. Λοιπόν, άκου ανεβαίνω!Αλλά το ξανασκέφτηκε. Ήταν σίγουρος, άλλωστε ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή της, θα έτρεχε μακριά από το βορινό δωμάτιο. Ήξερε ακόμα πως ήταν παλιά αθλήτρια του στίβου. Πήδαγε τριπλούν και είχε μεγάλο διασκελισμό. Όταν τα τύλιγε γύρω του ένιωθε να το σφίγγουν σαν μέγγενη κι αμέσως ένιωθε το αίμα του να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Κι έπειτα να πλησιάζει ορμητικό το υπογάστριο. Ήταν η ανεπανάληπτη στιγμή της συνεύρεσης τους- άγρια, αχαλίνωτη, χωρίς φραγμό. Η στιγμή που έχαναν τον αληθινό κόσμο και μεταφέρονταν στο δικό τους.
Όχι λοιπόν δεν θα την άφηνε να του βάλει τα γυαλιά. Δεν του άρεσε καθόλου να χάνει από εκείνη. Το ήξερε πως είναι ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι για μεγάλους όμως, ένα παιχνίδι κυριαρχίας που δεν είχε ακριβώς νικητή και ηττημένο, είχε όμως τη λύσσα της διεκδίκησης. Της διαδικασίας- και είχε βέβαια κανόνες, αλλά ποιος σεβόταν τους κανόνες; Η αλήθεια είναι πως αυτός ήταν πεισματάρης όπως και κείνη και έκανε ακριβώς ό,τι έλεγε με συνέπεια, αλλά αυτή τη φορά ήθελε να την πιάσει στα πράσα. Τα πράσα ήταν η αγκαλιά του. Θα πήγαινε λοιπόν, εκεί που υπολόγιζε ότι θα πέσει και θα το ‘παιζε ο πυροσβέστης της. Τάχα ότι εκείνη ήθελε να αυτοκτονήσει, γιατί την είχε απογοητεύσει κι αυτός δεν θα την άφηνε να κάνει το απονενοημένο διάβημα. Θα την αιφνιδίαζε. Κι αυτό το ξάφνιασμα θα τους ξανάφερνε εκεί που έπρεπε να είναι πάντα. Μισό χιλιοστό έπρεπε να απέχει η μύτη η δική της από τη δική του. Έτριβε τα χέρια του όσο το σκεφτόταν.
Σκεφτόταν ακόμα αφού θα πλησίαζαν τόσο πολύ τα πρόσωπά τους θα αλληθώριζαν και θα έσκαγαν στα γέλια. Δεν υπολόγισε όμως πού ακριβώς θα έπεφτε. Έπεσε λίγο παραπέρα από κει που ήταν εκείνος, αλλά και πάλι αιφνιδιάστηκε εκείνη, γιατί μέχρι να συνέλθει απ' το πέσιμο αυτός την είχε πλησιάσει, την είχε αγκαλιάσει, την είχε σηκώσει όρθια, της είχε ξεσκονίσει τη φούστα από τα ξεσκλίδια που είχε πάνω της και της έβαλε χέρι. Τότε ακούστηκε ως απέναντι το κακαριστό της γέλιο. Σφίχτηκε πάνω του και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί που από το μισό του χαμόγελο φαινόταν πως ήταν κάτι πονηρό. Κάτι που μπορούσαν μόνο οι δυο τους να μοιραστούν και που εσείς και εγώ δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ.