Μου λένε

μου λένε στο αυτί ψιθυριστά  τη νύχτα στον ύπνο μου, ότι

βαρέθηκαν να ακούν τόσα χαμένα λόγια-λόγια του αέρα, φθόγγους τυραννικούς, συλλαβές ασύλληπτες, λέξεις ξύλινες, φράσεις πριόνια, προτάσεις ποτάμια ρηχά,

μου ξαναλένε, ότι

έτσι άρχισαν οι λωβοί τους να μακραίνουν από ανία, να ακολουθούν τα ενώτια κατά μήκος, τα εύθαυστα πτερύγια να κινδυνεύουν στη βορά του ανέμου, οι ρηχές κοιλάδες να βαθαίνουν από λύπη,

και συνεχίζουν να λένε, ότι

οι μικρές όχθες στεγνώνουν βουβές, κινδυνεύει η ζωή τους, μαραζώνουν σαν πέταλα ανθών που σε λίγο θα πέσουν χλωμά στη γη,

και λένε πάλι στον άλλον ύπνο, ότι

μόνο στην κραυγή ξυπνούν, ξαναγεννιούνται, χαμογελούν , κινούνται σαν πεταλούδες, νιώθουν εύρωστα, ευάγωγα, εύστροφα, στην κραυγή,

μου ξαναλένε δυνατά στον ίδιο ύπνο, ότι

στην κραυγή μιας ασυμμόρφωτης χαράς, ενός ερωτικού καλέσματος, μιας βαθειάς οδύνης, της επίκλησης βοήθειας ή ενός εκστατικού χορού, ενός δυνατού πάθους, ζωντανεύουν

κι εγώ κλείνω τα δικά μου, με ξεκουφαίνουν έτσι που κραυγάζουν