Το Δεύτερο Μέρος

Μια πόρτα ανοίγει τόσο λίγο, ίσα για να διακρίνω στο κάθετο αυτό άνοιγμα το πλαϊνό μισοφωτισμένο δωμάτιο, όπου μια βρύση στάζει χοντρές στάλες ιδρώτα από το πρόσωπο του δωματίου. Όλα τα δωμάτια έχουν ένα πρόσωπο στο φως ή το σκοτάδι. Όλα τα πρόσωπα δεν είναι καθαρά. Έχουν σχεδόν πάντα ένα αθέλητο μακιγιάζ. Άλλο είναι καθαρό χωρίς ψιμύθια, άλλο σαχλό, άλλο έχει ένα επίπλαστο χαμόγελο χωρίς δόντια. Αυτά που κοντεύουν να σε δαγκώσουν αν πλησιάσεις πολύ και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνεις. Τον είδα που καθόταν εκεί στην πολυθρόνα του κάτω από τη σβηστή λάμπα - ξεκουράζει τα μάτια του λέει - κι η βρύση στάζει τον ιδρώτα του. Στάζει στιγμές της ζωής του. Οι αναμνήσεις του θολές έχουν αποθηκευτεί σε κλειδωμένη αποθήκη κι αυτός έχει χάσει το κλειδί. Παρελθόν δεν υπάρχει. Το μέλλον του χοντρές στάλες ιδρώτα που κοντεύουν να πλημμυρίσουν το πάτωμα. Τα πόδια του φοβάται να τα κοιτάξει ημίγυμνα μέσα σε κάτι σακατεμένες παντόφλες, αυτός που πάντα φρόντιζε την κομψότητά του μέχρι τη τελευταία λεπτομέρεια. Τώρα παραιτήθηκε, όπως κι απ' τη δουλειά. Έβγαλε τα μάτια του στην οθόνη διορθώνοντας αβλεψίες των άλλων, πίνοντας ακατάπαυστα καφέδες. Καφεϊνομανής, όπως εκείνος ο Έλληνας ποιητής που δεν μπορούσε τώρα να θυμηθεί το όνομά του με κανένα τρόπο. Θυμήθηκε όμως τη φράση ''... πας ανήρ ξηλεύεται''. Κατόρθωμα, αν και ήταν μόνο η μισή φράση. Του άρεσε πάντα το δεύτερο μέρος. Όσο προχωρούσε το πράγμα. Όσο εξελισσόταν η ιστορία. Πριν τα παρατήσει όλα. Έκανε την αρχή νέος ακόμη, πολύ νέος. Τα γερμανικά. Έβρισε. Αν έβριζε στα γερμανικά κανείς δε θα καταλάβαινε. Μόνο τον ήχο έπιαναν και γελούσαν λες και η γλώσσα τους σε ξενόγλωσσους δεν ακουγόταν το ίδιο παράξενα. Πώς γράφεται είπες; Δεν το θέλω έτσι. Έχω συνεννοηθεί σου λέω. Θα βάλουμε λοιπόν στο εξώφυλλο αυτή την εξαμβλωματική φράση. Του είχε βγάλει το λάδι αυτός. Αλλά τι τον ένοιαζε στη τελική; Δεν ήταν δικό του το βιβλίο. Κανένα βιβλίο δεν ήταν δικό του εξάλλου. Μόνο που στον κολοφώνα ανάμεσα σε άλλα θα ήταν τυπωμένο και το όνομά του. Ποιος θα το πρόσεχε όμως; Ποιος θα του την έλεγε; Δεν θα τον περνούσαν και από δίκη. Οι τόνοι και τα πνεύματα. Τώρα πνεύματα δεν υπάρχουν. Ήταν λίγο προβληματικό πάντα αυτό το πράγμα, το πνεύμα. Το δικό του θα έβγαινε σχεδόν από τα περιθώρια κι αυτός περιθώριο δεν είχε. Έκανε κάτι λίγα λεφτά. Στο τέλος όμως τον ανακάλυψαν. Δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να βγαίνει από τα καθορισμένα πλαίσια. Να μην υπερβάλλει. Να μην υπερβαίνει. Να μην...   Άντε στο διάολο! Κάθεται εκεί κάτω από τη σβηστή λάμπα με τα πόδια απλωμένα μπροστά του δύο ή τρία μέτρα μακριά από το φθαρμένο χαλί. Κι αυτός γίγαντας σωστός, δεν χωρούσε στα περιθώρια, στα πλαίσια. Μην ακολουθείτε τίποτα από ό,τι σας λένε ή σας ψιθυρίζουν. Προσπαθούν, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντα μαζί του. Τους ξέφευγε. Ένα ποταμάκι κύλησε. Μια πάπια ξεβράστηκε νεκρή. Εμένα μου λέτε; Αυτοί ήταν που είχαν υπερβεί κάθε όριο. Κάθε απαγόρευση, που οι ίδιοι είχαν επιβάλλει. Δεν είχαν ακούσει τίποτα και κανέναν. Τα 'χαν κάνει όλα άνω κάτω. Κι αυτός προσπαθούσε να συντηρήσει αυτή την ανώμαλη κατάσταση. Να περισώσει ό,τι περισώζεται, περιορισμένος μέσα στα πλαίσια, ακολουθώντας τους κανόνες, υπακούοντας σε νόμους που αγνοούσε. Άλλωστε αυτοί άλλαζαν διαρκώς. Τώρα έπρεπε να πάρει το δικηγόρο του. Δε βαριέσαι. Ποιος νοιάζεται; Ξέρεις πως άμα αρχίσουν θα το τραβήξουν μέχρι το τέλος αυτοί. Να που θυμήθηκε κι άλλη φράση ''Στο σπίτι του κρεμασμένου...''. Σταμάτησε προς στιγμήν. Περίεργο που θυμόταν μόνο το πρώτο μέρος . Στο σινεμά πήγαινε πάντα στη διάρκεια του διαλείμματος. Τον ενδιέφερε μόνο το δεύτερο μέρος. Όταν το έργο βρισκόταν στη δέση του και κατηφόριζε το λόφο με τα ελαιόδεντρα. Το κορμί της ανέμιζε στο φως. Όταν της το είπε του αντιγύρισε πως τα κορμιά δεν ανεμίζουν στον αέρα. Όλο παρασπονδίες κάνεις του έλεγε εκείνη, αλλά γι' αυτό σε θέλω τόσο απελπισμένα όταν σε σκέφτομαι. Τη θυμάται, ωστόσο να στρίβει τη γωνία και να χάνεται στο πολύβουο πλήθος. Τι ανοησία θε μου! να μη φωνάξει το όνομά της, Ελεονόρα. Μείνε σε παρακαλώ. Αλλά πώς; Όταν όλα έχουν τελειώσει. Κι όλα βλέπεις τελειώνουν στο δεύτερο μέρος όποτε αυτός έπρεπε να σηκωθεί και να φωνάξει στην ηρωίδα στο πανί: ''ΜΕΙΝΕ! ΜΕΙΝΕ!'' Λίγο έλλειψε μια φορά που παρασύρθηκε και ξεφώνισε σε μια σκηνή που σύντριψαν το κρανίο μιας Ελεονόρας στο γεμάτο αίμα πλάνο. Το κατάλαβε όμως γρήγορα και κρύφτηκε στο σκοτάδι. Χώθηκε στη πολυθρόνα του όπως τώρα με σβηστό το φως να ξεκουράσει τα μάτια του, να διαγράψει τα πάντα. Σηκώθηκε κάπως αργά, με προσοχή, περπάτησε ως τη μισάνοιχτη πόρτα, την έσπρωξε, έσφιξε τη βρύση που έσταζε ιδρώτα, έπλυνε τα χθεσινοβραδινά πιάτα, έβαλε ένα άδειο πιάτο στο τραπέζι στη θέση που μόνο αυτός μπορούσε να καθίσει, έβαλε κρασί στο νεροπότηρο μέχρι επάνω κι άρχισε να τρώει από το άδειο πιάτο. Ήπιε όλο το κρασί και η Ελεονόρα εμφανίστηκε στην οθόνη του που άνοιξε χωρίς τη μεσολάβηση του remote control.