Δυστοπία

Υπήρχε κάποτε μια ευτοπία και οι άνθρωποι επέμεναν να την μπερδεύουν με την ουτοπία, αλλά ου είναι όχι και στην προκειμένη περίπτωση εκτός-ένας τόπος δηλαδή που ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε. Ένα χωροχρονικό ά-τοπο σ’ ένα τόπο που τα’ όνομά του ήταν μια συλλαβή, γη. Το άλλο της όνομα με περισσότερα γράμματα είναι γαία σαν το εγγλέζικο επιφώνημα που παρατείνει την ικανοποίηση του yes! Αυτή η ευτοπία ήταν πιο πιθανό να υπάρξει επάνω στη γη απ' ότι η ουτοπία. Και στις δύο πάντως το φως ήταν διαρκές δεν έσβηνε ποτέ, έκαιγε μέρα νύχτα και το όνομά της στην προκειμένη περίπτωση ήταν Φωτεινή και το άλλο της όνομα Φανή και όταν την έψαχναν το άλλαζαν με το ομόηχο ρήμα βάζοντας μπροστά ένα πότε θα φανεί... Τώρα στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας που δεν έχει σκαλοπάτια, δηλαδή αναβαθμούς, αλλά συχνότητες στις οποίες μπορεί να πιάσει κανείς απίστευτες μυστικές συνομιλίες που τα κράτη και τα κατασκοπευτικά τους όργανα είναι υποχρεωμένα να κρύβουν για ευνόητους λόγους.

Κάποιος όμως πήγε και κατέβασε τη σκάλα αυτή τη  χωρίς σκαλοπάτια, αλλά με συχνότητες και την οριζοντίωσε στο έδαφος. Ας σημειωθεί ότι τώρα το όνομά της είχε γίνει Αχ ! Ήταν φανερό πως είχε χτυπήσει πέφτοντας και ένα ρυάκι από αίμα πηχτό στο χρώμα της καρμίνας έτρεχε από το γδαρμένο της γόνατο. Μην ξεχνάμε πως μ' αυτό το γόνατο γονάτιζε μπροστά στο Δία η Ήρα. Του έπιανε το σαγόνι και του ζητούσε λαγούς με πετραχήλια και επειδή λαγοί δεν υπήρχαν και μάλιστα με πετραχήλια, αυτός της έδινε ό,τι διέθετε και κείνη φυσικά όταν έφευγε από κοντά του ήταν πλήρως ικανοποιημένη αφού την είχε γεμίσει με το σπέρμα του.

Ας γυρίσουμε όμως εκεί απ' όπου είχαμε φύγει για να πάμε στον Όλυμπο. Τι πρέπει άραγε να κάνουμε για να ικανοποιήσουμε τους θεούς ή μάλλον όχι, απλώς για να τους δούμε. Πώς μπορούμε να δούμε τους θεούς και να τους φωνάξουμε με το όνομά τους; Αν έχουν μορφή τότε εμφανίζονται στην όρασή μας αν δεν έχουν - πράγμα συνηθέστερο - τότε τους αισθανόμαστε με τη γνώση. Ο άλλος λέει πως θεοί δεν υπάρχουν είτε με μορφή είτε χωρίς αυτήν, αλλά αυτός δεν ξέρει τι λέει, γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να σκέφτονται πως υπάρχει πάντα ένας θεός που τους επιβραβεύει ή τους τιμωρεί, γιατί δεν έχουν καμιά απολύτως εμπιστοσύνη στην ύπαρξή τους, η οποία είναι έωλη, ξεκρέμαστη ή μπορεί αν κρέμεται σ' ένα σχοινί μπουγάδας  κι από κάτω να χάσκουν τα χάη, πράγμα το οποίο επίσης έχει μία σχέση με την αγγλική κατάσταση: Είμαι στα χάη μου! που καμία σχέση δεν έχει με τα χάη αλλά με το χάπι που λέγεται έκσταση και ανακαλύφθηκε την εποχή των ρέιβ- πάρτι, ή μάλλον η κατάσταση αυτή, η έκσταση δηλαδή ανακαλύφθηκε την εποχή του Ομήρου απ' τον Όμηρο, τον τυφλό ποιητή που επειδή ήταν τυφλός δεν μπορούσε φυσικά να δει τους θεούς που είχαν μορφή, μπορούσε όμως να δει αυτούς που δεν είχαν, γιατί βέβαια ήταν γεμάτος γνώσεις. Άσε που αυτός ήταν θεός ή μάλλον θεϊκός.

Στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα, όπως λέει ο δικός μας ποιητής Δισεγγονόπουλος -έτσι τον λέγαν στις επιθεωρήσεις τον καημένο τον Εγγονόπουλο που δεν πρόλαβε να δει τα εγγόνια του- δεν μπορούμε να έχουμε πια ευτοπία.

Ο τόπος έχει στενέψει. Η ώρα πέρασε και επίσης αυτά με τα οποία τρέφονται οι άνθρωποι είναι μεταλλαγμένα και το κλίμα πάσχει από σχιζοφρένεια, αρρώστια που του μετέδωσαν οι ηγεμόνες όπου γης: π.χ. Ντόναλντ Τραμπ - είναι το πιο ηχηρό όνομα, αλλά και οι άλλοι δε πάνε πίσω, μόνο που εγώ δεν έχω διαπασών για να ηχήσω ένα όνομα όπως Μακρόν κ.ά.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων τα πράγματα γύρισαν ανάποδα. Θυμάστε τη φράση που λέει δε σε πιστεύω ακόμα και αν σε δω κρεμασμένο ανάποδα; Ε, λοιπόν σήμερα το πρωί που βγήκα να πάω στη δουλειά μου και περίμενα το τρόλεϊ είδα στα σύρματα όπου εφαρμόζουν οι τρολέτες 7 ανθρώπους κρεμασμένους ανάποδα και όλοι τους κοιτούσαν ανάποδα κι αυτοί. Τρεις παλιάτσοι άρχισαν να κάνουν κωλοτούμπες στη μέση του δρόμου, δύο οδηγοί εγκατέλειψαν τα οχήματά τους και φώναξαν πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος: ξέρεις ποιος είμαι γω ρε! Πως δε ξέρω είπε ο ένας παλιάτσος - ένας βλάκας και μισός - κι ήταν τόσο βλάκας που έψαχνε γύρω του τον μισό (βλάκα). Καλά, έλεγε ο Αϊνστάιν ότι η βλακεία είναι ανίκητη αλλά δεν είναι μόνο αυτή είναι κι ο καπιταλισμός ηλίθιε!

Και λέγοντας αυτά μπήκαμε στη χώρα του Ποτέ- Ποτέ! δηλαδή τη δυστοπία ΜΗΤΣΟ-ΤΑΚ, η οποία όμως είναι άηχη, διότι τα γκλοπ των αστυνομικών είναι καινούργια και όταν έρχονται σε επαφή με τα κεφάλια των διαδηλωτών κάνουν έναν γλου-γλου ήχο. Όλα τα αξεσουάρ της αστυνομίας οι αστυνομικοί οι ίδιοι και η ίδια η αστυνομία ονομάζονται ΧΡΥΣΟ- ΧΟΥ ΕΙΣ ΧΟΥ.

Και για να τελειώσουμε αυτήν την ευτράπελη δυστοπία μ’ ένα χαλασμένο κεφάλι που λέει ό΄,τι του κατεβαίνει από το δεξί του τσουλούφι…