ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Χαμ - Κλοβ από "Το τέλος του Παιχνιδιού" του Σάμιουελ Μπέκετ

Χαμ: ''Είναι το τέλος Κλοβ, φτάσαμε στο τέλος.

Δε σε χρειάζομαι πια''.

Σάμιουελ Μπέκετ, Το τέλος του παιχνιδιού

 

Ανασύρω απ' το ντουλάπι της μνήμης ένα ρυτιδιασμένο μέτωπο, μαύρα γυαλιά, ένα στόμα που ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα, δίνοντας εντολές. Αναπηρικό καροτσάκι πότε γυρισμένο αριστερά, πότε σύριζα στον τοίχο, αλλά κυρίως στο κέντρο. Ακριβώς στο κέντρο. Ένας σκούφος, σχεδόν καλογερίστικος, αν και ο Χαμ κάθε άλλο παρά ευσεβής είναι. Ο Χαμ δεν είναι ένας καθημερινός τύπος, ούτε ένας συνηθισμένος ρόλος. Δύσκολος ρόλος ακόμα και για τον Δημήτρη Χατζημάρκο (που τον έπαιξε σε παράσταση του Θεάτρου Τέχνης), ή για τον Αλέξη Μινωτή που  σκηνοθέτησε κιόλας το έργο..

Ο Αλέξης Μινωτής Χαμ κι ο Νικήτας Τσακίρογλου Κλοβ στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1977

 

Ο Χαμ είναι ένας απ' τους τρεις γιους του Νώε. Στο εξωτερικό σκηνικό του έργου βλέπουμε την τελευταία μέρα ενός κατακλυσμού. Ο Χαμ μαζί με τ' αδέρφια του, Σημ και Ιάφεθ σκεπάζουν τον γυμνωμένο πατέρα τους, τον ηρεμούν και αυτός παίρνει την απόφαση να σώσει ό,τι ζωντανό υπήρχε εκείνη τη στιγμή στον κόσμο. 

Επομένως το ένα πρόσωπο του έργου είναι παρμένο από τις ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά εδώ σταματούν οι ομοιότητες ηθελημένες ή όχι. Ωστόσο τα πρόσωπα του έργου που βρίσκονται μέσα στους κούφιους τοίχους αυτού του δωματίου φαίνεται πως είναι οι τελευταίοι επιζώντες ενός κατακλυσμού.

Ο Χαμ του έργου είναι ένας αυταρχικός, τυφλός, ηλικιωμένος άνδρας που δεν μπορεί να κινηθεί και ζει πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι. Μιλά για να πει κάτι, χωρίς σημασία. Όπως ακριβώς στο παιχνίδι της ύπαρξης. Αλλά δεν είναι ο άνθρωπος της περισυλλογής. Τι να περισυλλέξει άλλωστε, αφού λίγα πράγματα έχουν απομείνει πια στον κόσμο εκτός από τους ίδιους. Μόνο  οι αποθήκες του είναι γεμάτες στάρι. Περισυλλέγει  και μερικές παλιές ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους. Εκεί αισθάνεται ασφαλής. Μιλά με ύφος βαρυσήμαντο, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά πράγματα ανιαρά, βαρετά και δυσάρεστα, μόνο και μόνο για να τον ακούσουν οι άλλοι.

Οι άλλοι είναι τρία μόλις πρόσωπα. Όλοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σ' ένα γυμνό δωμάτιο με δύο φεγγίτες όλο κι όλο  ψηλά στους δύο απέναντι τοίχους. Ο Χαμ, είναι ο πατέρας, ο Κλοβ είναι ο θετός του γιος και υπηρέτης του .

Θυμάσαι; - τον προτρέπει να θυμηθεί ό,τι ο ίδιος του έχει σφηνώσει στο κεφάλι. Κι αυτός το επαναλαμβάνει αδιαμαρτύρητα. Αντίθετα με τον Χαμ που δεν μπορεί να κινηθεί ο Κλοβ δε μπορεί να καθίσει. Πηγαινοέρχεται, αν και σιγά σιγά οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Παίρνει κάθε τόσο μια σκαλίτσα, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια ένα ένα, βγάζει το κιάλι του έξω από τον ένα φεγγίτη που βρίσκεται αριστερά και βλέπει τη θάλασσα. Απ' αυτόν δεξιά βλέπει τη στεριά. Το νερό έχει υποχωρήσει, αλλά ο τόπος είναι κατεστραμμένος. Ο Κλοβ επαναλαμβάνει συνέχεια ότι θα φύγει. Πλησιάζει προς την πόρτα, το ξανασκέφτεται και ξαναγυρίζει κοντά στον Χαμ, που δεν θέλει να τον χάσει. Ο Χαμ χωρίς αυτόν θα πεθάνει. Ο Κλοβ αν βγει έξω μπορεί και να πεθάνει.

Μέσα σε δύο σκουπιδοτενεκέδες βρίσκονται οι γονείς του Χαμ. Ο Ναγκ και η Νελ. Είναι χωρίς πόδια. Τα έχασαν σ' ένα ποδηλατικό ατύχημα. Αυτοί είχαν ποδήλατο. Ενώ ο Κλοβ, αν και έκλαψε, χτυπήθηκε κάτω, δεν απέκτησε ποτέ του ένα δίτροχο από τον Χαμ, τον θετό του πατέρα. Αντίθετα, ο πραγματικός του πατέρας  έλαβε για λογαριασμό του Κλοβ, όταν ακόμα ήταν πολύ μικρός για να έχει μνήμη, ένα κομμάτι  ψωμί και δούλεψε στην υπηρεσία του Χαμ.

Όταν ο Κλοβ μεγάλωσε είδε τη θεία Πεγκ να ζητάει λίγο λάδι για το λυχνάρι της, αλλά ο Χαμ δεν της το 'δωσε, ''και η θεία Πεγκ πέθανε από σκοτάδι''.

Ο Χαμ βρίσκεται στο σκοτάδι, όχι μόνο γιατί είναι τυφλός. Το σκοτάδι είναι μέσα του, η καρδιά του είναι γεμάτη σκοτάδι. Υποκρίνεται τον ευεργέτη, αλλά δεν έχει δώσει τίποτα και ποτέ του σε κανέναν. Παίζει το τέλος. Ένα τέλος που δεν έρχεται. Ο Κλοβ μένει μαζί του, χωρίς να ξέρει γιατί. Ο Κλοβ τον μισεί. Είναι γεμάτος συναισθήματα. 

Τουλάχιστον στο "Περιμένοντας τον Γκοντό", κάποιος έχει υποσχεθεί ότι θα έρθει αν και δεν έρχεται. Στο "Τέλος του Παιχνιδιού", κάποιος θέλει να φύγει, αν και δε φεύγει και το τέλος συνεχώς αναβάλλεται.

Στον ''Γκοντό'', παρακολουθούμε το παιχνίδι ενός προσδοκώμενου ερχομού, ώσπου το μοναδικό δέντρο που βρίσκεται στη γυμνή σκηνή μαζί με τον Εστραγκόν και τον Βλαδίμηρο, το ένα από τα δύο ζευγάρια του έργου, χάνει και το μοναδικό του φύλλο, κάτι σαν το φύλλο συκής. Στο ''Τέλος του Παιχνιδιού'', παρακολουθούμε το παιχνίδι της φυγής που όλο αναβάλλεται, αφού ο Χαμ έχει ριζώσει, όπως οι ρίζες του δέντρου στον ''Γκοντό'', μόνο που στο ''Παιχνίδι'', ο Χαμ δεν δίνει καμιά ελπίδα αντίθετα με το γυμνό δέντρο του ''Γκοντό'', που οι ρίζες του έχουν εγκλωβίσει τον Κλοβ, αλλά και τον ίδιο τον Χαμ. Στον ''Γκοντό'' ο ένας απ' τους δύο ήρωες λέει στον άλλο, ''μείνε μαζί μου, μη λες τίποτα''. Στο ''Παιχνίδι'', ο Κλοβ λέει: ''Θέλω να φύγω, Το προσπαθώ από τότε που γεννήθηκα''. Σε κάποια άλλη στιγμή αποθαρρύνεται και λέει: ''Ας σταματήσουμε το παιχνίδι!''.

Ο Χαμ που κάποτε είχε συνείδηση, μπορεί μάλιστα να ήταν ένας ιδεολόγος, αν και εξουσιαστής, αναρωτιέται πόσους ανθρώπους θα μπορούσε να είχε βοηθήσει! Να είχε σώσει. Αλλά πάλι, ξεστομίζει την  περίφημη φράση του έργου που λέγεται και ξαναλέγεται σαν επωδός:

''Στη γη βρισκόμαστε, σωτηρία δεν υπάρχει!''. 

Και την άλλη διάσημη φράση:

''Το τέλος βρίσκεται στην αρχή κι όμως συνεχίζουμε και τη δημοκρείτια φράση: ''Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό απ' το τίποτα΄''.

Και προσπαθώντας να μηδενίσει τα πάντα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να δικαιολογήσει τις ''αμαρτίες'' του, λέει: ''Τελείωσε'', ''θα τελειώσει'' ,αλλά δεν τελειώνει γιατί ο Κλοβ διακρίνει με το τηλεσκόπιο ένα μικρό παιδί να κοιτάει τον αφαλό του, ο Χαμ αναστατώνεται και ζητά από τον Κλοβ να το ξεπαστρέψει, όπως και τον ποντικό που εμφανίστηκε ή το ψύλλο που γαργαλούσε την κοιλιά του Κλοβ. Όλα τα μικροαντικείμενα που βρίσκονταν στο δωμάτιο,  ένα κουτί με παυσίπονα,  οι καραμέλες που ζητάει ο Ναγκ, ο χυλός του δεν υπάρχουν πια, όπως και η φύση, το σκοτάδι και το φως. Όλα είναι γκρίζα. 

Ο Χαμ ελπίζει ότι ο Κλοβ θ' αρχίσει να του μοιάζει, αφού θα τυφλωθεί κι αυτός και δε θα μπορεί να κινηθεί, μόνο που αντί να κάθεται θα στέκει όρθιος. Όταν ο Κλοβ επιχειρεί να τραγουδήσει, ο Χαμ τον αποπαίρνει. Όταν ο Χαμ ζητάει από τον Κλοβ να τον φιλήσει, εκείνος αρνείται. Όταν επιχειρούν να προσευχηθούν διαπιστώνουν ότι θεός δεν υπάρχει.

Στον Κλοβ αρέσει η τάξη, είναι το όνειρό του: ''Ένας κόσμος όπου όλα θα είναι σιωπηλά και ακίνητα και το καθετί θα βρίσκεται στη θέση του σκεπασμένο απ' την έσχατη σκόνη''.

Κι όμως ο ποντικός το σκάει, ο ψύλλος δε βρίσκεται. Το παιδί που κοιτάει τον αφαλό του κάνουν πως το ξεχνάνε. Ο Χαμ ζητάει απ' τον Κλοβ να τον θάψει όταν πεθάνει. Ο Κλοβ αρνείται και λέει: ''Άλλοτε είμαστε όλοι ωραίοι. Σπάνια να μην ήταν κανείς ωραίος κάποτε''. Ο Χαμ ζητάει απ' τον Κλοβ να τον ξεκάνει, αλλά εκείνος και πάλι αρνείται.

Στο τέλος ο Κλοβ παίρνει τη βαλίτσα του και πηγαίνει προς τη πόρτα. Πριν σβήσουν τα φώτα βλέπουμε τον Κλοβ μπροστά στην πόρτα με τη βαλίτσα στο χέρι. Προηγουμένως έχει σκεπάσει μ' ένα λευκό σεντόνι τον Χαμ και πριν απ' αυτό ο Χαμ κρατάει το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει: ένα κουρελάκι.

Κάποτε πρέπει να ήταν ωραία, αλλά τα πράγματα γύρισαν ανάποδα όπως η βάρκα του Ναγκ και της Νελ στη λίμνη του Κόμο, όταν η Νελ κόντεψε να πεθάνει από τα γέλια. Κι όμως ο βυθός ήταν καθαρός τότε, τώρα ο κόσμος είναι έρημος. Και αυτοί οι δύο και οι άλλοι δύο είναι απομονωμένοι από έναν κόσμο που έχει συντελεστεί, δηλαδή έχει τελειώσει. Γι' αυτό ο Χαμ και ο Κλοβ δεν μπορούν να τελειώσουν ένα παιχνίδι που οι κανόνες του είναι ακατάλυτοι κι αυτοί ανήμποροι να τελειώσουν.     

  

Σημείωση: Η μετάφραση του έργου είναι της Ελένης Βαρίκα από το γαλλικό πρωτότυπο των εκδόσεων: "Editions de Minuit" και πρόλογο του Βάσου Βαρίκα σε κοινό τόμο με το "Περιμένοντας τον Γκοντό", εκδόσεις "Δωρικός", 1970.

 

 

Στον επόμενο "Βυθό του Χρόνου" ο Γιόζεφ Κ. από τη "Δίκη" του Φραντς Κάφκα.