ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Άμλετ από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ

 

Ο strovilos.gr ξεκινά τη δημοσίευση μιας νέας σειράς με τίτλο: Στο Βυθό του Χρόνου.Η νέα αυτή σειρά θα παρουσιάσει σπουδαίους ήρωες από σημαντικά λογοτεχνικά και θεατρικά έργα.Σε σχετικά σύντομα κείμενα θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε με ποιητικό πάντα τρόπο τους κεντρικούς πρωταγωνιστές που εμφύσησαν πνοή σε αριστουργήματα της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Δεν πρόκειται για δοκίμια με τη στενή έννοια του όρου, αλλά για ελεύθερες συνειρμικού χαρακτήρα παρουσιάσεις, δηλαδή  ένα είδος ποιητικών δοκιμών.

 

 

  «Ο δρόμος είναι δισταγμός»

Κάφκα

Ο Άμλετ δεν μπορεί να αυτοκτονήσει, αλλά θέλει να πεθάνει. Αφού αδυνατεί να εκπληρώσει τον όρκο προς τον πατέρα. Δεν του μένει παρά να πεθάνει.

Δεν είναι πως ο 'Αμλετ δεν μπορεί να κυβερνήσει. Το παιχνίδι που θ' αρχίσει να παίζεται όταν θα φορέσει το στέμμα θα αποδειχθεί ευκολότερο από το παιχνίδι της ζωής. Ο Άμλετ, λοιπόν, δεν έχει πρόβλημα με το να γίνει βασιλιάς, αφού γι' αυτό γεννήθηκε. Γι' αυτό τον ετοίμασαν. Αυτό παρακολουθούσε  μέσα στο παλάτι παίζοντας με τους φίλους. Αυτό τον πότισε το στήθος της μάνας του. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του. Το καθήκον του. Ο κλήρος του. Άρα μάλλον μπορούσε να  πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο ακόμα κι αν δεν ήταν το όνειρό του.

Ωστόσο ο Άμλετ δεν ήταν ποτέ ξένοιαστος ακόμα και όταν έπαιζε πεσσούς σκεφτόταν. Διανοείτο. Δεν τον ευχαριστούσε τίποτα. Κι όπως δεν ήταν ριψοκίνδυνος δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει άλλη πορεία. Επίσης δεν θα διακινδύνευε να χάσει την Οφηλία αφού εκείνη διακαώς τον επιθυμούσε. Ωστόσο κάτι δεν πήγαινε καλά μ' αυτόν τον νέο. Δεν επιθυμούσε τις διασκεδάσεις. Δεν επιθυμούσε να ερωτευτεί. Δεν επιθυμούσε και να ζήσει. Κι αναρωτιόταν: To Be Or Not To Be, That Is The Question. 'Ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα; Και ο ήρωας αυτός ήταν τόσο διαφανής; Γιατί αφού έχει πέσει στη παγίδα, αφού δεν ζει πια στην άγνοια, αφού γνωρίζει, γιατί δε δρα; Ίσως για τον ίδιο λόγο που δεν επιθυμεί. Γιατί αν δράσει θα πρέπει να σκοτώσει και ανακαλύπτει πως δεν αρκεί να σκέφτεται, πρέπει και να πράττει. Κι αυτό το πράττειν δεν μπορεί παρά να το πράξει στο τέλος του έργου όταν δεν του μένει άλλη διέξοδος.

Αλλά ο Άμλετ θέλει να πεθάνει. Αυτός ο κόσμος του φαίνεται άνομβρος, αβίωτος, ανήθικος, πάσχων, ακατάληπτος, ακατανόητος. Η Οφηλία, πιο απελπισμένη από εκείνον, αφού δεν είναι γι' αυτόν προτεραιότητα, πνίγεται. Αφήνει τα πνευμόνια της να γεμίσουν νερό και παρασύρεται απ' το ποτάμι.

Ω πόσο τούτη η τόσο στέρεη σάρκα να 'λιωνε, ν' άχνιζε, δροσιά να σκορπιζόταν, λέει εκείνος για το δικό του κορμί. Αλλά δεν κάνει τίποτα γι' αυτό.

Είναι όμως νωρίς ακόμα. Αν και οι ψίθυροι έχουν μισανοίξει τα μισόκλειστα στόματά τους και ξεβράζουν μυστικά, υπόνοιες, αποκαλύψεις.

Ας ήταν να μην είχε βάλει κανόνα ο Αιώνιος να τιμωράει τον αυτοχτόνο! και επικαλείται το θεό δυο φορές αμέσως ύστερα. Ο Άμλετ είναι, λοιπόν, Χριστιανός και η θρησκεία του, του απαγορεύει να φύγει από τούτο τον κόσμο, που είναι ένας κήπος γεμάτος ζιζάνια, απ' το δικό του χέρι. Κι ο θεός του είναι θεός τιμωρός. Και τον περιμένει στον άλλον κόσμο με την ρομφαία. Πιστεύει, λοιπόν, στη μετα θάνατον ζωή, απ' τη στιγμή μάλιστα που βλέπει το φάντασμα του πατέρα με τη βαριά του πανοπλία να περιφέρεται χωρίς να μπορεί να ησυχάσει. Έπειτα ο πατέρας είναι νεκρός. Αυτός ο υπέροχος, ο ανυπέρβλητος βασιλιάς, δεν υπάρχει πια. Και η μητέρα, η πολυαγαπημένη του μητέρα μοιχαλίδα και φόνισσα. Το παλάτι έχει γεμίσει αρουραίους, που κατατρώγουν τα έγκατά του. Σε λίγο ο κόσμος θα καταρρεύσει. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.

Το φάντασμα του πατέρα καταδικασμένο να περιφέρεται τη νύχτα, κάθε νύχτα ζητά εκδίκηση και αφού αυτός δε μπορεί να τη πάρει τη ζητά από το γιο του, τον Άμλετ. Ο θείος του Άμλετ, ο αδερφός του πατέρα του, επιθύμησε το θρόνο και τη γυναίκα του, τη μητέρα του Άμλετ και τον σκότωσαν για να τον καρπωθούν.

Αδυναμία το όνομά σου είναι γυναίκα. Αλλά για να εκδικηθεί κανείς πρέπει να σκοτώσει. Και ο Άμλετ διστάζει αφού για να πάρει εκδίκηση πρέπει να σκοτώσει τη μητέρα του, την πολυαγαπημένη του μητέρα, τη μοναδική του μητέρα. Και ο δυστυχισμένος γιος κάνει ό,τι κάνουν οι ηθοποιοί στο θέατρο. Υποδύεται ένα ρόλο. Το ρόλο του τρελού. Πιστεύοντας πως θα κερδίσει χρόνο και δεν θα κινήσει υποψίες πως γνωρίζει τι έχει συμβεί. Προκειμένου να γίνει πιστευτός κρύβεται ακόμη κι από την αγαπημένη του, την Οφηλία:

Ω πόσο ευγενικό μυαλό πως σακατεύθη, μονολογεί εκείνη.

Κι εγώ η πιο άθλια και έρμη (...) να βλέπω το έξοχο, το υπέροχό του πνεύμα σα σήμαντρο γλυκό που ράγισε να γκρινιάζει (...) τ' ανθισμένα νιάτα να τα μαραίνει το ξεφρένιασμα.

Ω μαύρη μου ώρα, 

τι να 'χω δει και τι να βλέπω τώρα!

Και παίζεται το θέατρο εν θεάτρω. Συγγραφέας, σκηνοθέτης και παραγωγός ο ίδιος ο Άμλετ και τα μυστικά αποκαλύπτονται και όλοι καταλαβαίνουν και το ανόσιο ζεύγος αποχωρεί από την παράσταση.

 

Τώρα της νύχτας είναι η ώρα η στοιχειωμένη

που οι τάφοι χάσκουν κι η ίδια η κόλαση χνωτίζει

με μόλυσμα τον κόσμο τώρα θα ρουφούσα

αίμα ζεστό και πράξεις θα ΄κανα τόσο άγριες

που να τις δει να φρίξει η μέρα. Μα σιγά -

τώρα στη μάνα μου. - Ω καρδιά μου, να μη χάσεις

την ανθρωπιά σου. Με στο στέρεο τούτο στήθος

να μην αφήσεις να μπει Νέρωνα ψυχή

σκληρός ας είμαι, αλλ' όχι τέρας, μαχαιριές

να τις της δώσει η γλώσσα μου, καμιά το χέρι

σ' αυτό ψυχή και γλώσσα μου να υποκριθούν

και μ' όσα λόγια η γλώσσα κι αν τη φοβερίσει

ποτέ η ψυχή μου μη δεχτεί να τα σφραγίσει!.

Και τώρα φαίνεται σαν να 'χει πάρει πια την απόφαση και ο δισταγμός να 'χει υποχωρήσει. Αλλά συνεχίζει να στοχάζεται:

Τι 'ναι ο άνθρωπος,

αν μόνη του ευτυχία κι απασχόληση έχει

φαΐ και ύπνο; Είν' ένα χτήνος, τίποτ' άλλο.

(...) όπως κι αν είναι, είτε σαν χτήνος λησμονάω,

είτε σαν άνανδρος διστάζω, επειδή σκέφτομαι

πάρα πολύ ψιλολογώντας τις συνέπειες.

Και ο τρελός, τάχα τρελός, ξαναβρίσκει το μυαλό του, ξαναβλέπει το πρόσωπό του και τρέχει ευθύς στο κοιμητήρι για να ξαναστοχαστεί μπροστά στη νεκροκεφαλή ενός νεκρού φίλου. Αν και πολύ νωρίτερα απαγγέλει τον γνωστότερο ίσως μονόλογο στην ιστορία του θεάτρου, που λίγο πολύ όλοι τον έχουμε ακούσει, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ούτε ένα στίχο από το μεγαλόπνοο αυτό έργο.

Να ζει κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι το ζήτημα

τι δείχνει πιο γενναία ψυχή, να υποφέρεις

πετριές και σαϊτιές μιας άθλιας τύχης,

ή να παίρνεις τ’ άρματα ενάντια σ’ ένα πέλαγο από βάσανα

κι αντιβγαίνοντάς να τους δίνεις τέλος; Ύπνος... θάνατος...

τίποτ’ άλλο και μ’ έναν ύπνο βάζομε τέλος στης καρδιάς τον πόνο

και στα χίλια σωματικά μας βάσανα,

κληρονομία της σάρκας, είναι μια συντέλεια

που να την εύχεσαι θερμά!... Θάνατος... ύπνος...

ύπνος! να ονειρεύεσαι ίσως –ναι αυτού είναι ο κόμπος

γιατί σ’ αυτό τον ύπνο του θανάτου, μας βάζει σε έγνοια

τι όνειρα θα μας έρθουν όταν θάχουμε πετάξει αυτό

το θνητό κουβάρι αυτή η έγνοια κάνει τόσο μακρόζωη τη δυστυχία

γιατί ποιος θ’ ανεχότανε, του χρόνου το ντρόπιασμα και τα χτυπήματα,

του τυράννου την αδικία, την ακαταδεξιά του φαντασμένου,

τον πόνο μιας αγάπης περιφρονημένης, τις αναβολές του νόμου,

της εξουσίας το θράσος και τις κλωτσιές

που η καρτερική αξία τρώει από τον ανάξιο,

αν μπορούσε μόνος του στον εαυτό του την ανάπαψη να δώσει

μ’ ένα μαχαίρι; Ποιος θάθελε τούτα τα βάρη να σηκώνει,

να ιδρώνει και να βογγάει κάτω από μια καταθλιπτική ζωή,

αν ο τρόμος μην υπάρχει κάτι μετά το θάνατο,

στην άγνωστη χώρα, που από την περιοχή της

κανένας ταξιδιώτης δεν γυρίζει, δε σάστιζε τη θέληση

και δεν μας έκανε να προτιμάμε αυτά εδώ τα βάσανα,

παρά να πάμε σε άλλα που μας είναι άγνωστα;

Έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς,

κι έτσι το ροδαλό χρώμα της τόλμης

κιτρινιάζει με τ’ ωχρό αντιφέγγισμα της σκέψης,

κι επιχειρήσεις μεγαλόπνοες και σπουδαίες

σταματούνε την εξέλιξή τους για το λόγο αυτό

και χάνουν τη φήμη της δράσης... Σιωπή τώρα!''. (Πράξη 3, σκηνή 1η, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης)

 

 

Ο Άμλετ μη μπορώντας να πραγματοποιήσει την εκδίκησή του κι έτσι να γίνει αυτός που θά 'πρεπε να είναι κι όχι ο εαυτός του πλησιάζει το χαρακτήρα του αντιήρωα, που είναι σκεπτικιστής, χωρίς Θεό, χωρίς βεβαιότητες, γεμάτος δισταγμό, δηλαδή μοντέρνος.

 

''Αντίο δύστυχη βασίλισσα'', ο Άμλετ πριν αποχαιρετήσει τον κόσμο αποχαιρετά τη μητέρα του και τους άλλους,

''Και σ' όλους εσάς, που έχετε χλομιάσει και τρέμετε

με όσα γίνανε μπροστά στα μάτια σας, σ' εσάς

πρόσωπα βουβά ή θεατές απλοί σ' αυτό το δράμα''.

(μτφρ. Ερρίκος Μπελιές)

 

Και ο Οράτιος ο επιστήθιος φίλος τον αποχαιρετά

Έσπασε τώρα μια γενναία καρδιά -

Καλή σου νύχτα, πρίγκηπα γλυκέ μου.

 

Τα υπόλοιπα είναι σιωπή.

 

 

Σημείωση: όπου δεν αναφέρεται μεταφραστής είναι ο Βασίλης Ρώτας.