Déjà-vu

Όταν της έλεγα να σωπάσει ήταν γιατί μέσα σ' αυτό το σύννεφο της σιωπής της που μεγάλωνε και καταλάμβανε όλο το χώρο του δωματίου ήθελα να γραφτεί με μεγάλα γράμματα σαν κέντημα πάνω στο χιόνι, σαν  δακτυλογραφή πάνω σε θολό τζάμι, πάνω σ' ένα βουναλάκι άμμο, δυο λέξεις, δύο μόνο: Σ' αγαπώ.

Ήξερα ότι τις λέξεις μου θα τις έπαιρνε το κύμα και θα μάκραιναν στον απέναντι ορίζοντα και ίσως να μην σταματούσαν εκεί, αλλά να συνέχιζαν το υποβρύχιο ή το επιφανειακό κολύμπι τους ως τη Μαδαγασκάρη, τα Ιόνια νησιά, τη Μήλο, την Καραϊβική (που εκείνη επέμενε να τη λέει Καραβαϊκή), ή ως στις Βρυξέλλες της δεκαετίας του '50 όπου ο Ζακ Μπρελ με λεπτή γραβάτα, κάτασπρο πουκάμισο και γκρίζο σακάκι με στενά πέτα θα τραγουδούσε  Ne me quitte pasIl faut oublier...

Φοβόμουν πως η γραφή με το δάχτυλο πάνω στα τζάμι δε θα είχε κρατήσει για πολύ. Ίσως μόνο τόσο, όσο ο ατμός από τη χύτρα ταχύτητας γέμιζε την κουζίνα με υγρασία, όπως το κορμί της  όταν ιδρώνει. Κι όταν το δείπνο θα ήταν έτοιμο δυο πιάτα, τα πιρούνια να αντικρίζουν το ένα τ' άλλο και τα μαχαίρια στα δεξιά ν' απειλούν να κόψουν το κοκκινιστό κρέας.

Κοιτώντας με, έκοβε μικρά κομμάτια απ' το κοκκινιστό κρέας όπως ακριβώς το έκοβα εγώ λίγα δευτερόλεπτα πριν από 'κείνη. Είχα την αίσθηση ότι με κορόιδευε ή έβλεπα τον θηλυκό εαυτό μου απέναντί μου σαν σε καθρέφτη. Ήμουν εγώ δυο φορές. Εκείνος που έτρωγε απέναντί της και εκείνη που έτρωγε απέναντί μου, σαν να έτρωγε κομμάτια από το σύννεφο του δωματίου, σαν να έπινε αφαλατωμένο το νερό της θάλασσας, σαν να με πότιζε και να με τάιζε.

Ήταν σαν ένα déjà-vu. Ένα δείπνο που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά αφού προηγουμένως και οι δυο μαζί το είχαμε ετοιμάσει.

Κι όταν ο αέρας διέλυσε το σύννεφο και το πρώτο Σ' αγαπώ εξατμίστηκε εγώ συνέχισα να ανοιγοκλείνω τα χείλη λέγοντάς το ξανά και ξανά και ξανά, έτσι που μ' ένα μαγικό τρόπο το κύμα επανέφερε τις δυο λέξεις στο βουναλάκι της άμμου, ο ατμός ξαναέκανε υγρό το τζάμι που ξαναθόλωσε και η γραφή ξαναεμφανίστηκε.

Μόνο το σύννεφο με δυσκόλεψε λίγο, αλλά είχα προνοήσει να το δέσω με σχοινί έτσι που μεταμορφώθηκε σε αερόστατο  τρύπησε την οροφή του δωματίου και ταξίδεψε με μας τους δυο να κοιτάμε το έδαφος να απομακρύνεται και το σπίτι όπου δειπνούσαμε να γίνεται μικρό σαν κουκίδα ή σαν το μαύρο κεφάλι ενός σπίρτου που είσαι έτοιμος να το σύρεις στο πλάι του σπιρτόκουτου. Αυτό έκανα κι εγώ και όταν πια είχαμε ψηλώσει αρκετά, και η νύχτα είχε πέσει, είδα στο φως του, το πρόσωπό της να σωπαίνει.