10-11-12

        10 γράφει στο πάνω μέρος της σελίδας δεξιά. 10 κάποιου άλλου μηνός, κάποιου άλλου ή αυτού του χρόνου.

Πού να 'σαι, λέω τώρα; Τότε είχες δραπετεύει από κάποιο μισοδιαβασμένο βιβλίο που μιλούσε για το Τορόντο. Τώρα εκεί όλα είναι χιονισμένα και εσύ ήσουν τόσο μα τόσο, δεν μπορώ το επίθετο να ορίσω. Ούτε τη μνήμη να σκαλίσω γιατί πονάει. Θα σε δω το βράδυ. Το μακριά και το κοντά έννοιες σχετικές. Ποιος τις ορίζει;

        Άστεγος από τότε που σε πρωτόδα. Βγάζω σεριάνι το όνειρό μου να σε δω και να πετάξουμε πάνω από τις πόλεις σαν ήρωες του Σαγκάλ.

        11, κι όλα τα άλλα περιττά. Χόρεψε με ό,τι ακολουθεί. Ασύνδετο σχήμα, λες και ό,τι μας συνδέει θα αποσυνδεθεί αν το πεις έτσι όπως λέγεται.

Ένας μουσικός δρόμος δεν είναι ποτέ ασφαλτοστρωμένος. Εξάλλου βρήκα το πτώμα του σκαθαριού της ''Μεταμόρφωσης'' του Κάφκα και εγώ νόμισα πως είχε σαρωθεί και θαφτεί προ πολλού.

        Όχι πως προσπάθησα ποτέ να συνηθίσω κάτι. Αλλά το συνήθισα αυτό το να μη μπορώ να συνηθίσω. -ίζω. Ζω. Και αυτό συνήθεια δεν είναι;

        Είπα: Σε ψάχνω στα sms μου. Στο messenger. Κι όταν σε βρίσκω μια ρανίδα ιδρώτα εμφανίζεται κι η Έντυ, δηλαδή εσύ, να 'σαι μπρος μου. Κρατάς μια βαριά βαλίτσα που ωστόσο δεν σε κρατά κολλημένη στο έδαφος. Είμαι λίγο πιο ψηλά στην ανηφόρα. Πάντως δεν αφήνεις τη βαλίτσα στο έδαφος. Σχεδόν, τρέχεις προς εμένα. Εγώ σε κοιτώ και διαπιστώνω πόσο αξιοθαύμαστη είναι η λαχτάρα σου.

        12. Ώρες δίχως σου. Κι η μέρα κοντεύει να παραχωρήσει τις ώρες της στην επόμενη. Ένα μικρό μαύρο μαρκαδοράκι στο ριγέ χαρτί και μια σκιά, ένα ανατρίχιασμα, μια προθυμία. Ανεπαίσθητες ώρες. Μπορώ όμως να μαρκάρω ένα λεπτό, μια στιγμή να κρατήσω κι ένα που να παραλείψω.

Το έκανα ήδη. Και είσαι εδώ.