Ημερολόγιο για Δύο, Πρώτη ημέρα

7 Νοέμβρη 2020

Το ημερολόγιο είναι σε μια σελίδα, η σκέψη μου αλλού, εκεί που κανονικά θάπρεπε να είσαι κι εσύ, πλάι μου να περπατάμε σ' ένα που, πού προτιμάς; τι θυμάσαι, αλήθεια; Έχουν μνήμη οι μάρτυρες, μην πεις είναι σαν τα πρωτόκολλα. Εσύ όμως, παρ' όλα αυτά, ένα που, χωρίς ερωτηματικό, άτονο επομένως, ήταν που σε τράβηξε και καρφώθηκες στην οθόνη μ' ό,τι είχες στα χέρια σου, μ' όποιο βλέμμα κοιτούσες το Σέσωστρι, εκείνο τον τύπο απ' το Κάιρο, χωρίς την αντένα να συλλαμβάνει καθώς προχωρώ κι αρνούμαι να σ' αφήσω να φύγεις. Εκεί θα επιστρέψω να σε περιμένω παίζοντας την τρομπέτα του Μάιλς.

Δίπλα μου πέρασε μόλις εκείνος ο 25χρονος που τρελάθηκε, εκείνος ο Ρώσος χορευτής, που λέει πως τ' αρέσουν τα κουκιά, αλλά είναι ξερά και δεν τ' αρέσουν τα ξερά κουκιά, γιατί δεν υπάρχει ζωή μέσα τους, όπως δεν υπάρχει μέσα σε μια νεκρή φύση απαθανατισμένη, όπως οι άνθρωποι στην Ελβετία που είναι ξεροί, όπως τα κουκιά που είχε φάει αυτός για πρωινό. Όπως η καμαριέρα που είχε. Κι αυτή δεν είχε ζωή. Ο Νιζίνσκυ, αυτός ήταν, που σαν ''τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αυγό'' τράβηξε ένα σπίρτο και η φλόγα καταύγασε το πρόσωπό του. Έτσι τον είδα, στο φως του σπίρτου που άναψε ο ίδιος. Ναι, ήταν Ρώσος. Έμοιαζε όπως οι Ρώσοι, αλλά αυτός ήταν ταχυδακτυλουργός, είχε γονατίσει στο έδαφος, πρώτα το ένα πόδι, ύστερα το άλλο και σε κοιτούσε μέσα στη στενή κάμαρα όπου μια κάργια χτυπούσε το ταβάνι. Η κάργια χάλασε μιαν αράχνη που είχε πλέξει ένα απίστευτα τέλειο ιστό. Η αράχνη είχε πέσει στα πόδια σου και σπαρταρούσε. Πισωπάτησες.

''Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα. Δεν ξέρω να πω''.

Πήρες στα χέρια σου την αράχνη σαν να ήταν ένα γυμνό μωρό. Την κράτησες κοιτώντας στα μάτια της που είχαν γίνει μενεξελιά. Ύστερα έψαξες μέσα στην κάμαρη να βρεις ένα μέρος να τ' αποθέσεις. Πραγματικά τα χέρια σου είχαν δώσει ζωή στη μισοπεθαμένη αράχνη που δεν ήταν πια αράχνη αλλά ο Σέσωστρις. Τι; Είχες ζωντανέψει ένα θεό. Ένα μικρούλι θεό χωρίς να κάνεις καμιά προσπάθεια.

''Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα''. Εκείνος εκεί είχε φυσήξει κάνοντας στρογγυλό το στόμα του, σαν να είχε ζωγραφίσει ένα όμικρον αέρα. Άνοιξες το παράθυρο. Όχι, εγώ το άνοιξα. Και η κάργια πέρασε το ορθογώνιο σχέδιο του παραθύρου και βγήκε στη νύχτα. Σε έψαξα με το βλέμμα μου. Αλλά δεν ήσουν πια στην κάμαρα. Ήμουν μπροστά στο τζάκι. Τ’ αναμμένα κάρβουνα φώτιζαν το γυμνό δωμάτιο, το δωμάτιο που ήταν χωρίς εσένα τώρα. Έκλεισα το παράθυρο και τότε άρχισα να βλέπω το χορευτή να κάνει μία πιρουέτα, να χτυπά στο ταβάνι και να φεύγει απ' το ανοιχτό παράθυρο που ένας αέρας τ’ είχε ανοίξει. Δεν το 'χα μανταλώσει καλά. Κι έτσι ξάπλωσα στο πάτωμα και αίφνης ένιωσα το χέρι σου να πιάνει το δικό μου. Ο Ρώσος είχε φύγει και εσύ ήσουν ξανά μαζί μου και δεν φορούσες προσωπίδα. Ήσουν αμόλυντη. Τι να την κάνεις την προσωπίδα. Κανέναν δεν μπορούσες να μολύνεις. Άπλωσα το χέρι μου και πήρα την τρομπέτα του Μάιλς, φύσηξα φουσκώνοντας τα μάγουλα και εσύ χαμογέλασες μ' εκείνο το χαμόγελο που αποκαλύπτει ένα μικρό κενό κάθετο ανάμεσα στα δυο σου δόντια. Και σαν να ντράπηκες έκλεισες το στόμα σφιχτά, αλλά τόσο ξαφνικά που τα δόντια εκείνα του κενού δάγκωσαν το κάτω χείλος. Μια τόση δα σταγονίτσα έσταξε πάνω στο αριστερό μου μάγουλο που ήταν τόσο φουσκωμένο που έτρεξε βιαστικά να κατέβει προς το σαγόνι σαν να επρόκειτο για κατάβαση από τα Ιμαλάια, το Κιλιμάντζαρο ή τους λόφους της Αφρικής. Και σε ρώτησα, ξεφουσκώνοντας αν σ' αρέσει το που; Και εσύ χαμογέλασες ξανά και το αίμα σου γέμισε τα μάγουλά σου, γιατί εσύ δεν ήσουν Ελβετίδα καμαριέρα, σαν αυτή που κάποτε είχε εκείνος, και δεν σ' άρεσαν τα ξερά κουκιά, αλλά είπες: ''Τα πουλιά τώρα ξαναζωντάνευαν, υψωνόντουσαν, σμίγανε'' όπως σμίξαμε και μεις εκεί.

Πάντα ένα που, με τόνο ή χωρίς, είναι χρήσιμο.