Ο γονδολιέρης

Ήταν εκεί πάντα. Στην πόλη που βούλιαζε, στο νερό. Έβραζε χορταρικά και ο ατμός θόλωνε τα τζάμια. Θόλωνε και τη μορφή της, θαρρείς, ζωγραφισμένη σε βιτρώ σε βαθιά μπλε και πορτοκαλί χρώματα. Την είχε μνημειώσει. Μια γάτα, η γάτα του πέρασε και ξύστηκε στο πόδι του που της φάνηκε στύλος φανοστάτη.

Κρατούσε ένα αναμαλλιασμένο σκυλί άσπρο και μαύρο που προπορευόταν. όπως προπορεύονται πάντα τα σκυλιά. Το φώναξε. Κι η φωνή της ήχησε στο σιωπηλό πρόστοο

Βενετία! όνομα σκύλου, γυναίκας και πόλης. Όλα μαζί. Εκεί κοντά στο κανάλι πλάι στον αποκαμωμένο γονδολιέρη. Έβγαλε το καπέλο του και φάνηκε μια ολόγυμνη φαλάκρα. Κολλημένα γύρω από το εσωτερικό του καπέλου μαύρα μαλλιά. Και οι απόκριες είχαν περάσει προ πολλού.

Ωστόσο κανείς δεν θα χρειαζόταν έναν φαλακρό γονδολιέρη.

Κανείς δεν χρειάζεται ένα τρελό ποιητή.