Ονόματα

Ονόματα. Είπε πως τα είχε ξεχάσει. Αλλά δεν ήταν αλήθεια. Τα πρόσωπα ναι δεν τα θυμόταν. Τα ονόματα όμως με μια μνημονική τεχνική που χρησιμοποιούσε τα θυμόταν. Όταν ήταν νέος αμέσως, χωρίς καθυστέρηση. Όταν μεγάλωσε δυσκολευόταν αλλά στο τέλος τα κατάφερνε. Έπειτα εκτός από νερό τα κατά 80%, τι άλλο έχουμε οι άνθρωποι; Μνήμη. Χωρίς μνήμη μοιάζει κανείς με αφηρημένο πουλί που κοιτά χαζά τον ορίζοντα, χωρίς να τον αναγνωρίζει.

«Πώς σε λένε; Πες μου τ’ όνομά σου! Μετά. Θα σου το πω μετά.» Δεν τόμαθε ποτέ τ’ όνομά της. Γιατί ποτέ δεν την ξανασυνάντησε. Γι  αυτό αναρωτιόταν μήπως  ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Μήπως ντρεπόταν άραγε για τα’ όνομά της; Ήταν αρκετά παιχνιδιάρα για νάναι ντροπαλή. Μήπως ηχούσαν άσχημα οι συλλαβές αλλά κι όλη μαζί η λέξη;

Ε… Άρχιζε από ε. Τ’ όνομα εκείνης της άλλης που του τόχε πει όταν την ρώτησε. Πρόσεξε της είπε γιατί μπορεί να στο κλέψω. Αλλά εκείνη στάθηκε θαρρετά απέναντί του και σχεδόν το φώναξε : ΕΛΒΙΡΑ. Κι αυτός θαρρούσε πως εκείνο το λάμδα έδωσε μια κλωτσιά στο Βήτα που ξάπλωσε στην άμμο κι έμοιαζε με κορίτσι που έλιαζε τα στήθη του. Δυο βουναλάκια.

Πόσες Ελβίρες έχουν την τύχη να τις θυμούνται χωρίς να είναι παρούσες. Τόχε κλέψει τ’ όνομά της και το εξέταζε. Το κοιτούσε από την αρχή του. Από το Έψιλον, πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, και διαπίστωνε πως τέλειωνε αρχίζοντας- με Άλφα.

Το τεμαχίζει σε συλλαβές. Τις μετρά. Τρεις. Ύστερα μετρά τα γράμματα. Έξη. Το Ελ στα ισπανικά είναι άρθρο. Το βίρα ναυτικό πρόσταγμα. Κάπως έτσι λειτουργεί κι αποθηκεύει στην μεγάλης χωρητικότητας μνήμη του, η οποία φυσικά δεν είναι άπειρη. Όταν ξεπερνά το όριο χρειάζεται άδειασμα. Σβήνει στην αρχή γράμματα, έπειτα συλλαβές, έπειτα λίστες με ονόματα. Μόνο ονόματα - χωρίς πρόσωπα.

Πρόσωπα που δεν ονοματίζονται δεν υπάρχουν. Όμως εκείνος τα γνώρισε κάποτε. Η τουλάχιστον έτσι νόμιζε.