Μάρτυρες μιας ζοφερής εποχής-1ο μέρος: Γιόζεφ Ροτ, Στέφαν Τσβάιχ, ΛουΙ Φερντινάν Σελίν
29/10/2020
Στην άλλη όχθη ένας άλλος μεγάλος στυλίστας. Ένας λοξός, μανιοκαταθλιπτικός συγγραφέας. Ένας γιατρός. Γιατρός των φτωχών. Ένας μανιακός που αποφοίτησε από τη Σχολή του Μίσους. Ένας μισάνθρωπος με τον Μπεμπέρ το γάτο του συντροφιά και μια σύζυγο, περιπλανιέται στα σοκάκια και στα καλντερίμια. Ένας υστερικός αντισημίτης. Ένας εχθρός του λαού. Ένας Γάλλος ποτισμένος με χολή και όξος. Ενστερνίζεται το μίσος κατά των Εβραίων και κηρύσσει την εξόντωσή τους. Ο καταραμένος αυτός λοξίας θα συνταιριάσει την χιτλερική αντιεβραϊκή υστερία με μπόλικη γαλλική σάλτσα. Πληρώνει κάποιο πρώιμο τραύμα. Από την συμμετοχή του στον πόλεμο του ’14; Δε θέλει τίποτε άλλο, παρά να πληρώσουν με τον αφανισμό τους οι Εβραίοι. Θέλει δηλαδή ό, τι και ο Χίτλερ, χωρίς να έχει την εξουσία του. Αυτός ο κακόμοιρος λέτσος έχει μια δηλητηριώδη πένα. Δεν τη βουτά στο μελάνι, αλλά στη χολή. Γράφει εκατοντάδες σελίδες λιβέλων. Μπαγκατέλες, τις αποκαλεί, για μια σφαγή. Πένα και δηλητήριο εξίσου αποτελεσματικά όπλα, σαν εκείνα του Ντριέ Λα Ροσέλ, επίσης αντισημίτη, που αυτοκτόνησε με το τέλος του πολέμου, του Μπραζιγιάκ που εκτελέστηκε μετά την απελευθέρωση. Του Ριμπαντέ που την γλύτωσε με φυλάκιση.
Ο Λουί Φερδινάνδος Ντετούς – αυτό είναι το όνομά του, γράφει στα 1932, το «αξιοθέατο», «Ταξίδι στα Βάθη της Νύχτας». 'Ένα αριστούργημα. Δυσθεώρητο. Δύσβατο. Δυο φορές επιχειρήθηκε η μεταφορά του στα Ελληνικά. Και μάλλον η δεύτερη ήταν επιτυχημένη.
«Σπρώχνουν μπροστά τους τη ζωή οι άνθρωποι μέρα και νύχτα. Όλα τους τα κρύβει η ζωή. Μπροστά στο θόρυβό τους δεν ακούνε τίποτα. Αδιαφορούνε. Και όσο η πόλη είναι μεγαλύτερη και ψηλότερη, τόσο πιο πολύ αδιαφορούνε. Ναι, σας το λέω. Δοκίμασαν. Δεν αξίζει τον κόπο.»
«Η μεγάλη μας απαίτηση για ευτυχία είναι τεράστια αυταπάτη!»
Ύστερα, το 1936 κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό «Θάνατος επί πιστώσει» ή ζωή του ως εμποροϋπαλλήλου συν ότι γίνεται άμισθος μαθητευόμενος ενός τσαρλατάνου πολυτεχνίτη. Είναι ο ρόλος του τσαρλατάνου που επωμίζεται και ενδύεται ο ίδιος. Ύστερα παρατάει τα μυθιστορήματα και γράφει τρεις παραληρηματικούς λίβελους: «Μπαγκατέλα για μια Σφαγή», «Σχολείο Πτωμάτων», «Τα Ωραία Σεντόνια». Προκλητικά, δηλητηριώδη, στυλιστικά πάντα, και φυσικά αντισημιτικά. Απαγορεύονται μεταπολεμικά και ο Ντετούς, - που στο μεταξύ έχει πάρει το ψευδώνυμο Σελίν – εξορίζεται στην Δανία. Ο Τζόρτζ Στάινερ που δεν τον συγχωρεί λέει πως «αυτά τα εμέσματα (σαν το «Mort A Gredit») πρέπει να μουχλιάσουν στα ράφια των βιβλιοθηκών.»
«... προτιμώ να αποφύγω αυτό το θέμα αυτό το είδος του ανθρώπου και το έργο του», λέει ο Aragon.
Ωστόσο τον Σελίν δεν μπορείς να τον αποφύγεις. Μπορείς να τον βρίσεις χυδαία αυτόν ή έναν ήρωά του, επιδαψιλεύοντάς του όλα τα αρνητικά επίθετα – όπως κάνει ο Πωλ Μπουρνικιέλ: «κλαψιάρης, φτωχοδιάβολος, δειλός, μικρόψυχος, φθονερός, κακομοίρης.» Αραγε μόνο στον ήρωά του Μπαρνταμού ταιριάζουν τα επίθετα αυτά; προσθέστε τα στα παραπάνω. «Ό,τι γράφω δεν είναι λόγια του αέρα...» Και βέβαια όχι. Μόνο που η χυδαιότητα της σύνταξης, η κατάπτωση του λεξιλογίου η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργούν ένα σύμπαν διόλου συνεκτικό. ένα σύμπαν που βάλλεται από όλες τις μεριές. Και μαζί με αυτό και το νόημα. Το «Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας» ξεκινάει νύχτα και φθάνει ως την άκρης της. Έτσι που το σκοτάδι της κανένα φως δε το φωτίζει. Ντε Τους και Σελίν είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και κανέναν δεν ξεγελάει. Μια ταύτιση ζωής και έργου ή μάλλον ανθρώπου και έργου έτσι δεν γράφουν στον υπότιτλό τους οι βιογραφίες; Ο άνθρωπος και το έργο. Σαν να πρόκειται για δυο ξεχωριστές οντότητες. Σαν να είναι δηλαδή άλλος ο Σελίν του «Ταξιδιού» και των μυθιστορημάτων του και άλλος ο Σελίν των λιβέλων. Τι και αν ο ίδιος μεταπολεμικά μετά την δίκη και την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, μετά την καταδίκη και την αθώωση θέλει να αποτινάξει από πάνω του το άγος του ρατσιστή, του προπαγανδιστή της εξολόθρευσης μιας ολόκληρης φυλής, επικίνδυνης τάχα και γι αυτό εξοβελιστέας Παρόλα αυτά δεν τον καταριέμαι. Δεν έχει νόημα να καταραστεις έναν καταραμένοΔεν θέλω να σαπίσουν οι λίβελλοί του στις βιβλιοθήκες, όπως ο Στάινερ. Αντιθέτως θέλω να αποκαλύψουν το μίσος που κρύβουν και τον ανορθολογισμό τους. Μην ξεχνάμε πως οι συμπατριώτες του Σελίν βούλιαζαν στον βάλτο του ρατσισμού και του σωβινισμού.
«Η ράτσα είναι ένα σωρό ταλαίπωροι του είδους μου, τσιμπλιασμένοι, ξυλιασμένοι, ψωραλέοι, που ξεβράστηκαν δω πέρα σπρωγμένοι απ’ την πείνα, τον λοιμό, το χτικιό και το κρύο, νικημένοι, διωγμένοι από τις τέσσερις γωνιές της γης. Δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα ένεκα η θάλασσα. Να τι είναι η Γαλλία, να τι είναι οι Γάλλοι.» Οι συμπατριώτες του πίστευαν στην ανωτερότητα της καταγωγής τους, στην ανωτερότητα της γλώσσα τους. Υπερόπτες. Σαν τον Μπατατάιγ και τον Μπλανσό. Περιούσιοι σαν τον Αντρέ Ζιντ («μου αρκεί που οι ιδιότητες της εβραϊκής ράτσας δεν είναι γαλλικές ιδιότητες.»)
Ότι δεν ήταν ο μόνος αντισημίτης δεν τον απαλάσσει. Εφθασε στην άκρη του γκρεμού, στην άκρη της αβύσσου. Και το μόνο που έλεγε πως είχε – ή του είχε απομείνει - ήταν το ύφος. Το ύφος που πρέπει να διαθέτεις για να γράψεις. Που είναι απαραίτητο για να γράψεις. Αλλά αρκεί; Ενα μυθιστόρημα χρειάζεται και θέμα. Το «ταξίδι» δεν είναι χωρίς θέμα. Εχει ένα στόχο. Να κατακεραυνώσει. Να μυκτηρίσει. Να μεμφθεί χρησιμοποιώντας ένα επινοημένο, μεικτό γλωσσικό ιδίωμα. Λαική γλώσσα, σατυρική και λόγια καθαρεύουσα. Ο πόλεμος άφησε νεκρούς εκατομμύρια. Ανάπηρους. Χήρες. Ορφανά. Τρέλα. Απελπισία. Οχι δεν ελπίζει τίποτα ο Σελίν. «Μόνη αλήθεια ο Θάνατος». «Ο πόλεμος, κοντολογίς, ήταν όλα όσα δεν καταλαβαίναμε». Η αρρώστια, το απόστημα στο κέντρο της ανθρώπινης συνθήκης, της ανθρώπινης κατάστασης. Μηδενισμός της ανθρώπινης προσπάθειας. Καταρράκωση της ηθικής. Δεν ειναι μοραλίστας ο Σελίν. Δεν είναι πιστός. Δεν είναι ανθρωπιστής. Η μαύρη νύχτα είναι παντού. Ανοίγει διάλογο μαζί της. Αγάπη, αλληλεγγύη, συμπόνια, λύτρωση απουσιάζουν. Η δυστυχία θριαμβεύει. Από την μια Νύχτα η Αλλη. Για να παραφράσω ένα μεταπολεμικό μυθιστόρημά του «Από τον Ενα Πύργο ο Αλλος». Αυτό το άλλο, το αλλότριο που θέλει ν’ αφανίσει τον άλλο τον εχθρό. Που είναι ο Εβραίος, ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλα τα δεινά. Δεν έχει τώρα ζωή, αλλά ούτε την άλλη φορά, ούτε από την άλλη μεριά. Δεν υπάρχει ούτε άλλη μεριά της νύχτας. Και αν υπάρχει είναι το ίδιο ζοφερή. Τίποτα πιο σκοτεινό και καΚορίζικο από την Νύχτα του Σελίν. Η ελπίδα σακατεμένη. Η κάθαρση απούσα. Ο Νώε χωρίς συνεπιβάτες στην κιβωτό του. Ο συγγραφέας συφοριασμένος, δύστυχος, μόνος, μνησίκακος, μοχθηρός. Δεν είναι όμως μόνος του στα αλήθεια ο συγγραφέας. Εχει τη γυναίκα του Λυσέτ και τον γάτο του το Μπεμπέρ με διαφορετική ίσως σειρά κάποιες φορές. Ο Μπεμπέρ είναι που παραβρίσκεται τις ώρες του συγγραφικού οίστρου. Οταν με μια υστερική εμμονή ο συγγραφέας γράφει με ταχύτητα. Ο Μπεμπέρ είναι παραστάτης του Σελίν. Η Λυσέτ είναι η αφοσοιωμένη σύζυγος και του Ντε Τους και του Σελίν και του κατηγορούμενου για εσχάτη προδοσία. Δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Ο Λουί Φερντινάν είναι ο άνθρωπός της. Σύντροφος και σύζυγος. Γιατρός και συγγραφέας. Και τανάπαλιν. Αν και όταν γεννήθηκε ο συγγραφέας, δηλαδή ο Σελίν απέκτησε ακόμα μία εξουσία που δεν είχε πριν ως γιατρός. Αυτός θεράπευε και φρόντιζε ασθενείς. Ο συγγραφέας κατακεραύνωνε τους ασθενείς που είχε θεραπεύσει, που τον είχαν ανάγκη. Είχαν ανάγκη τον καλό του λόγο. Ενα χτύπημα στην πλάτη. Ο αντισημίτης Σελίν δεν είχε καλά λόγια τον εχθρό. Για τον άλλον. Ούτε καν για τους συμπατριώτες του, στο έθνος των οποίων ανήκε. Είχε αλλάξει δέρμα σα το φίδι. Είχε βγει απο την χειμερία νάρκη. Είχε σταθεροποιήσει τον τόνο της φωνής του, σαν να πέρασε από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Αλλά παρόλα αυτά παρέμενε μαλθακός, πλαδαρός, κουβαλώντας όμως την εξάρτηση του πολεμιστή και ας είχε σιχτιρίσει αυτό το μακελειό στο ομώνυμο έργο του. Είχε αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά του ήρωά του «Ταξιδιού» του Μπαρνταμού. «Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβόμαστε πάντα» λέει ο Σελίν επιβεβαιώνοντας την μισανθρωπία του.
«Κατά κει που ‘δειχνε, δεν ήταν παρά μόνο νύχτα, όπως παντού άλλωστε, μια νύχτα πελώρια που κατάπινε το δρόμο δυο βήματα από μας, και μόνο ένα κομματάκι δρόμου ξεμύτιζε απ’ το σκοτάδι, μικρό σαν γλώσσα.» Και που να οδηγούσε άραγε αυτό το γλωσσίδι δρόμου; μια υποψία δηλαδή πως κάτι συνεχίζονταν με΄σα σε αυτή την πελώρια νύχτα. Πάλι στο σκοτάδι στην κοιλιά; στα σωθικά τους;
Εν πάσει περιπτώσει, όπως και να ‘χει, μια αφήγηση μέσα στο σκοτάδι. Τόσο τρομακτικό που να σου κόβεται η λαλιά. Και ο Μπαρνταμού κάθε άλλο παρά λεβέντης ήταν. «πάντα μου έλεγα πως το πρώτο φως που θα βλέπαμε θα ‘ταν της τουφεκιάς το τέλος.» Που όρεξη να ζήσεις; που κρεβάτι να κρυφτείς; που φαντασία να ξαπλώσεις στην αγκαλιά της; Το μόνο που σου έμενε να φαντάζεσαι το θάνατό σου.
Ανιππος ιππέας χωρίς χάρτη. Πολλαπλασίαζε τα διαβάσματα. Ευτυχώς που δεν είχε πια τι να διαβάσει. Επρεπε λοιπό να γράψει τα δικά του. Και τα ‘γραψε.
«Για όλο κείνο το σκοτάδι, τόσο πηκτό που σου φαινόταν ότι δεν θα ξανάβλεπες το μπράτσο σου ετσι και το ξεμάκραινες λίγο απ’ τον ώμο σου το μόνο που ‘ξερα με πάσα βεβαιότητα όμως, ήταν πως έκρυβε μέσα του πελώριες κι αμέτρητες ανθρωποκτόνες διαθέσεις».
Ο Σελίν-Ντετούς μια ζωή αγαπούσε την λογοτεχνία και τις μπαλαρίνες μια ζωή ο Ντετούς ήταν αναγκασμένος να είναι μέρος του κοινωνικού κατεστημένου. Γιατρός που τον έστελνε ο Ο.Η.Ε. να μελετήσει τις συνθήκες υγιεινής, εκτός Ευρώπης. Ευνοούμενος του επιστημονικού κατεστημένου. Του λογοτεχνικού δεν έγινε ποτέ. Η αργκό ήταν ο τρόπος του να ξεφύγει γλωσσικά. Μ’ αυτήν «που γεννήθηκε απ’ το μίσος», όπως έλεγε, έγινε δυνατό να εκφράσει την αθλιότητα. Να μιλήσει για τους ανθρώπους του βυθού. Εγραφε σε μια δική του αργκό επινοημένη, πεποιημένη αν και παραληρηματική, όσο τα βιβλία του διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα γαλλικά του γαλλικά της πιάτσας, σαν του γάτου του Μπεμπέρ, του αλητόγατου.
Ο Προυστ μιλά στα παρισινά σαλόνια και στους κοσμικούς που συχνάζουν σ’ αυτά. Ο Σελίν μιλά για τον απόπατο. Ηταν αμφότεροι επισκέπτες των μπουρδέλων. Ηδονοβλεψίες ολκής. Ανθρωποι, αντρες ζυμωμένοι με τους πόθους τους, τα ένστικτά τους. Ωστόσο υπήρξαν εκ διαμέτρου αντίθετοι συγγραφείς. Ο πρώτος μεθάει με τις μνήμες και τ’ αρώματα. Λατρεύει το σαδομαζοχισμό και την αστική τάξη, ώσπου αντιλαμβάνεται γράφοντας το «Αναζητώντας» τι μέρος του λόγου είναι. Και τότε την σφάζει με το μπαμπάκι. Αδίστακτα. Ο Προυστ είναι μισός εβραίος. Ο Σελίν είναι αντισημίτης, λιβελλογράφος, αθεόφοβος, σατυρικός, κληρονόμος του Σουίφτ και του Ραμπελαί και των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι.
Οταν παλινόστησε στη Γαλλία ο Σελίν κλείστηκε σε ένα σπίτι όπου μέσα σε απίστευτη ακαταστασία και βρωμιά, τρυγυρισμένος από διάφορα οικόσιτα ζώα (ο Μπεμπέρ είχε αποδημήσει) γράφει τα τελευταία του αριστουργήματα.
Ο Προυστ κλείστηκε σε δωμάτιο αποστειρωμένο προσπαθώντας να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο και έγραψε το «Αναζητώντας...».
Ο Σελίν χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια του ύφους, ως μέγας στυλίστας, προσπαθεί και να απεμπολίσει το βάρος της ενοχής του.
Και οι δυο κλεισμένοι οικειοθελώς σ’ ένα δωμάτιο μια φυλακή.
«Ακουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μεσ’ τη φυλακή του
Με τη σκέψη του κλειδιού καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του.»
(Από τους τελευταίους στίχους της «Ερημης Χώρας» του Τ. Σ. Ελιοτ σε μετάφραση Γ. Σεφέρη)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν έχει πολλά ακόμα να πει ο αφηγητής.
Η ιστορία του άρχισε στην Οστάνδη το ’36, στις θίνες της άμμου που μούσκευε η παλίρροια και στέγνωνε ο ήλιος με την άμπωτη.
Συνεχίστηκε στον ευρωπαικό μεσοπόλεμο. Και τελείωσε για τον Τόλλερ και τον Ροτ το 1939. Για τον Σελίν το 1961. Ενώ για τον οικοδεσπότη Στέφαν Τσβάιχ το 1941 στην Βραζιλία όπου αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του Λότε ξέροντας πως δεν θα ξαναζήσει στον κόσμο του χθες τίτλο της - αυτοβιογραφίας του. Χωρίς αυτόν δε μπορούσε να συνεχίζει να ζει.
Ο Τόλλερ αυτοχειριάστηκε αφού έζησε όλο το πρώτο μέρος του 20 αιώνα άλλοτε πολεμώντας, άλλοτε γράφοντας, άλλοτε επαναστατώντας. Και για μια εποχή ζώντας τη ζωή και τις δόξες του «Μεγάλου Γκάτσμπυ» ήρωα του Σκοτ Φιντζέραλντ μαζί με μία πανέμορφη και πολύ νεώτερή του ηθοποιό.
Ο Ροτ πέθανε με το όνομα του αυτόχειρα φίλου του στα χείλη έχοντας πνιγεί μέσα στη θάλασσα του αλκοόλ που κατάπιε μεταβολίζοντάς το σε δέκα τέσσερα μυθιστορήματα, μεταξύ άλλων.
Ο Σελίν στη φυλακή του, στο Μεντόν, αφού πρώτα πέταξε το κλειδί ή το κατάπιε, έχοντας θάψει τον αλητόγατό του Μπεμπέρ.
Πάνω από εξήντα χρόνια και ιστορίες τεσσάρων μεγάλων συγγραφέων περνούν και διαπερνούν αυτό το κείμενο, που ο αφηγητής προτίμησε ν’ αποθέσει εδώ μπροστά σας.
Χαλεποί καιροί, απελπισμένοι άνθρωποι, ήρωες και αντιήρωες διψασμένοι για δράση. Ο αιώνας των άκρων. Το σχολείο του μύθου.
Ο αφηγητής επιθυμεί να θυμίσει τα εξής βιβλία που βοήθησαν γι’ αυτό:
- Ερνστ Τόλερ «Ήμουν ένας Γερμανός, η αυτοβιογραφία ενός Επαναστάτη» μετφ. Μιλτιάδης Αργυρόπουλος Εκδ. Ερατώ, 2016.
- Γιόζεφ Ροτ «