Ο αντιδραστικός μοντερνισμός στο σχολείο και η παιδική ηλικία

Ας αφήσουμε να ξεδιπλωθεί στα μάτια μας το μέλλον της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ήσυχα, χωρίς εξάρσεις. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ ο εκπαιδευτικός και τα παιδιά κλείνονται στην τάξη. Το ψηφιακό περιβάλλον από τη μια είναι η υλική συνθήκη που δοκιμάζεται η σχέση του σχολείου με την κρατική παιδαγωγική, ως ιδρυματισμός. Η παιδαγωγική της αυλής από την άλλη ονομάζεται πολεμική κατά του εκφοβισμού. Το αποτέλεσμα είναι το ψηφιακό σχολείο που τροφοδοτεί τη σχέση αυλής και τάξης, να αποβλέπει στην εγκατάλειψη του σχολείου. Αυτό έχει συμβεί στις δυτικές κοινωνίες που προηγούνται από μας, ο εκφοβισμός και ο ψηφιακός αλφαβητισμός να λειτουργήσει ως συνθήκη για την κατ’ οίκον εκπαίδευση. Και τα σχολικά κτίρια να γίνονται σύγχρονοι χώροι καταστολής της παιδικής ηλικίας, η οποία παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα του εγκλεισμού, όπως παραβάσεις, αρχηγούς, ατυχήματα, έλλειψη δικαιοσύνης, παθητικότητα, κατηγορική προσταγή, ποινικοποίηση της διαμαρτυρίας, συλλογικές τιμωρίες, σαδομαζοχιστικές σχέσεις, μυστικά από εκφοβισμό, ναρκισσιστικές ψυχώσεις, κακοποίηση, αποφυγή του τραύματος, σωματική τιμωρία, κανιβαλισμό, επιστροφή του νόμου, πειθαρχία χωρίς πειθώ, απαγορεύσεις, μετωπική διδασκαλία, σεξουαλική χειραγώγηση και κοινοτικό περιβάλλον χωρίς δικαιώματα, τύπου Dogwille (2001). Η σχολική αρχιτεκτονική έχει ως πρότυπό της τον εγκλεισμό της υποκειμενικότητας με βάση τα δικαιώματα της ασφάλειας. Αυτή είναι η κυρίαρχη ανάγνωση της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού (1989) στη χώρα μας κι αυτό επαναλαμβάνεται μονότονα μέσα στα σχολεία, η ασφάλεια. Όψεις αυτής της κρατικής παιδαγωγικής της ασφάλειας είναι οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού με τρόπο που να απαξιώνεται η μεταβιβαστική σχέση που ασκεί, υψηλό άγχος και γενικευμένος πόλεμος κατά της νεότητας. Το σχολείο, από τόπος εν δυνάμει ισότητας και τόπος δημοκρατικής συγκέντρωσης των ανθρώπων, γίνεται στρατόπεδο συγκέντρωσης, ιεραρχικό, διοικητικό, κανονιστικό, απολιτικό και κατασταλτικό.

Το ψηφιακό σχολείο ήταν το πρώτο μέσα στην ελληνική κρίση (2010-) που δοκιμάστηκε και ακολούθησε το σχολείο της δημοκρατίας και τώρα το κοινωνικό σχολείο.[1] Τρία σχολεία που υιοθετήθηκαν από την κρατική παιδαγωγική και τα οποία, για λόγους που έχουν να κάνουν με τον νεοφιλελευθερισμό, πέτυχαν/ απέτυχαν από τους ίδιους τους κρατούντες να είναι εικόνες του μέλλοντος. Πέτυχαν κι απέτυχαν, καθώς η εικόνα πετάγεται έξω από το πλατωνικό σπήλαιο και γίνεται εικονοκλαστική του πραγματικού. Το ψηφιακό σχολείο απέτυχε γιατί υπονόησε περισσότερα από τις αυταρχικές οδηγίες που δόθηκαν και έμεινε εκκρεμές, έτοιμο να δρομολογηθεί εκ νέου για την ένταση των σχέσεων διοίκησης και παιδαγωγικής, το σχολείο της δημοκρατίας έμεινε χωρίς εγκύκλιες επικουρικές για τον εκπαιδευτικό για θέματα πρόληψης κατά του φασισμού, σε μια συγκυρία που η πολιτιειότητα έβγαινε από τα σχολεία και το κοινωνικό σχολείο είναι στη πράξη μια βιοπολιτική που απέχει πολύ από την ευαισθησία που αντιμετώπιζε τόσα χρόνια η σχολική κοινότητα θέματα Αγωγής Υγείας. Η αποτυχία/ επιτυχία αφορά όλα αυτά που βλέπουμε, τις καταγγελίες των γονιών για τους εκπαιδευτικούς, τη σπίλωση της δουλειάς του δασκάλου από το κράτος, την επιστροφή της γονικής αυθεντίας και τη συμμαχία της με το κράτος, καθώς και το μεγάλο ανείπωτο μυστικό, πως σε λίγο, ακόμη κι αν έχουμε σχολείο της γειτονιάς δεν θα μπορεί να γίνει η εγγραφή του παιδιού, ακριβώς γιατί το σχολείο συνταγματικά, με βάση το νεοφιλελεύθερο σχέδιο θα είναι αυτό που θα επιλέγει τα παιδιά. Κι αυτό, σ’ αυτή τη συμμαχία γονιών και κράτους αποκρύπτεται, έτσι ώστε να πάμε ανώδυνα από την αρχική επιλογή του σχολείου από τους γονείς στο κλείσιμο του σχολείου με το επιχείρημα της υπογεννητικότητας.

Ας κλείσουμε τώρα τα μάτια μας. Πόσο καιρό θα μας πάρει να αφηγούμαστε τον ηγεμόνα ή να τα βγάλουμε; Αν η ζωή καταλαμβάνεται απ’ αυτόν και η παιδαγωγική της αντίστασης είναι διορθωτική, αυτό που απομένει είναι η χειρονομία του δασκάλου του J. Korzcak, να αναχωρήσουμε μαζί με τα παιδιά στα λιβάδια τ’ ουρανού.[2] Γιατί το τίμημα αυτής της ηγεμονίας είναι ο θάνατος και τα λιγοστά μας δικαιώματα το πένθος και ο κοσμοπολιτισμός του Αποστόλου Παύλου. Γιατί, αν είναι τα όριά μας ακριβοδίκαια και αποπνέουν δικαιοσύνη, τότε χρειάζεται από τη μια να μιλάμε αλύτρωτα, μέχρι ελεύσεως της δικαιοσύνης και από την άλλη η δυναμική και η μη σταθερή θέση να είναι το παράδειγμα για μια προοπτική που μπορεί να εγγυηθεί μια επιστημολογική εγκυρότητα των λεγομένων μας, αλλά και τη δημοκρατική στιγμή του Derrida. Στη θέση όλων των λόγων του ηγεμόνα έχουμε ήδη κοινωνικά κινήματα που τον αμφισβητούν και ξεπερνούν κατά πολύ ακόμα και τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση. Επίσης το σταυροδρόμι των σχολείων είναι όπως αυτό του Οιδίποδα που δίνει τη δυνατότητα στα σχολεία, είτε να στραφούν στην κρυφή ή φανερή ιδιωτικοποίηση, είτε να έχουν δημόσιες υποστηρικτικές δομές και πόρους της κοινότητας.[3] Σχεδόν μπορούμε να ονοματίσουμε το σχολείο της κοινότητας, ότι είναι αυτό που είναι ανοιχτό προς τα έξω, με δομές υγείας, περιβάλλοντος, πολιτισμού και πολιτειότητας, με ελεύθερους και δομημένους χώρους και διαδρομές μιας μικρής νησίδας, με ευρύτερο περιβάλλον τον καπιταλισμό και τις κριτικές σχέσεις μαζί του.[4] Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς παιδαγωγική ή μόνο με την κρατική παιδαγωγική.

Το ερώτημα είναι πώς αυτός ο κόσμος των κοινωνικών κινημάτων μπορεί καταρχήν να είναι αλληλέγγυος μ’ αυτές τις προοπτικές, να συσχετίζεται με τους θεσμούς και την εκπαίδευση και να ζει μέσα από τις νικημένες γενιές, μέσα από την αναμονή της μελλοντικής λύτρωσης, όπως θα έλεγε και ο WalterBenjamin. Στο σχολείο της κοινότητας οι προσπάθειές μας αποβλέπουν στην λύτρωση της εργατικής τάξη κι έχουν όρια. Ή τουλάχιστο σε μια κουλτούρα των ίσων, από τότε που έγινε κατανοητή η αναπαραγωγή της αστικής και της εργατικής τάξης από την εκπαίδευση. Αυτό είναι στη πράξη το σχολείο του CelestenFreinet ή του J. Ranciere. Τα κοινωνικά κινήματα είναι αυτά που θέτουν το πρόβλημα της αναπαραγωγής, της διατροφής ή το τι σημαίνει να κάνω παιδιά ή το ζήτημα του να είμαστε υγιείς ή άρρωστοι. Οι πολιτικές υγείας ακριβώς γίνονται όριο σ’ αυτόν τον καλπασμό του καπιταλισμού χωρίς όρια. Και απαντούν στα εθνικιστικά κοινωνικά κινήματα τα οποία αντιλαμβάνονται τα όρια ως φασισμό στη καθημερινή και την πολιτική ζωή. Αυτή είναι στην πράξη η κριτική παιδαγωγική του PauloFreire.

Αυτή είναι όμως και η προβληματική του Deleuze, να μιλήσεις για όρια για την παραγωγή εννοιών, αλλά και να κάνεις αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική αυξάνοντας τις ροές έναντι των τομών. Αν οι τομές είναι με τα όρια, τότε η ανταγωνιστική παιδαγωγική είναι η κυκλοφορία της επιθυμίας, είναι με τις ροές. Όμως τα όρια είναι για τον φασισμό ό,τι το χωρίς όρια στον καπιταλισμό, δύο δυνατές πολιτικές όταν η καθεμιά φτάνει να εξαντλείται. Η κατάσταση εξαίρεσης, η βίαια επιβολή των ορίων με την αναστολή των άρθρων του συντάγματος, με την άνοδο του φασιστικού κινήματος και τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, είναι μια άλλη εκδοχή των ορίων σε σύγκρουση μ’ αυτά της Αγωγής Υγείας. Ο φιλελευθερισμός παρουσιάζεται χωρίς όρια και χρησιμοποιεί συμπληρωματικά τον φασισμό για να τα έχει. Αυτό που πρώτα οργάνωνε η πολιτεία στο παράδειγμα της πόλης – κράτος, τώρα το ρυθμίζει το κοσμοπολίτικο ιδεώδες της επιμέλειας του εαυτού. Η Αγωγή Υγείας περνά από αυτό το ιδεώδες, λόγω του ότι και σήμερα βιώνουμε ένα νέο κοσμοπολιτισμό, μέσα από την μετανάστευση, ειδικά στην κατηγορία των εχόντων αυξημένα τυπικά προσόντα. Όμως κινείται και πέραν αυτού με την επιστροφή της πολιτικής. Την αποπολιτικοποίηση της περιόδου της ευφορίας και της κατανάλωσης με τις ψυχωτικές συμπεριφορές, την διαδέχθηκε η ξενοφοβία, ο φόβος για τον άλλο, η ανασφάλεια, οι παραβιάσεις του κοινωνικού συμβολαίου, το μίσος, ο ρατσισμός και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της παθολογίας του πολιτικού. Η αμφισβήτηση των ορίων επίσης, έναντι της υπεράσπισής τους, είναι ο πολιτικός αγώνας, σύμφωνα με τον Agamben, ανάμεσα στη βεβήλωση μέσω της χρήσης των αγαθών και την ιερότητα της ιδιοκτησίας που αποβλέπει στην απόδοση της κυριότητας. Τα όρια, αυτά που παράγονται από την συνεύρεση, την παραγωγή και την διανομή του κοινού [common], είναι η δυνατότητα και η φαντασία της αλλαγής των πραγμάτων και της άμυνας της κοινωνίας Αυτά τα όρια, όρια και της Αγωγής Υγείας, απαντούν στον χωρίς όρια καπιταλισμό αλλά και στα όρια του φασισμού. Όπως γράφει και ο Foucault στον πρόλογο του Αντί – Οιδίποδα (1977) των Deleuzeκαι Guattari, «να αποσύρεις την αφοσίωση και την υποταγή σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες του αρνητικού (νόμος, όριο, ευνουχισμός, έλλειψη, χάσμα) στο οποίο η Δυτική σκέψη ανήγαγε σε ιερό ως μορφή εξουσίας και ως πρόσβαση στη πραγματικότητα», αυτή είναι η έμπρακτη άρνηση του φασισμού.[5] Οι περιφράξεις του φιλελευθερισμού είναι όρια [limits] και η γενικευμένη (κρυφή) ιδιωτικοποίηση του σχολείου και των υπηρεσιών υγείας, ακόμη μεγαλύτερα όρια, καθώς απαγορεύουν την πρόσβαση όλων στα κοινά. Σ’ αυτά τα όρια αντιτάσσεται η κυκλοφορία της αντί – οιδιπόδειας παιδαγωγικής. Το αίτημα είναι η δημιουργία του κοινού ανθρώπου [commoner], τα ευεπίφορα περιβάλλοντα μελέτης, η αυτοδιαχείριση, οι κοινοί πόροι και η δημοκρατία μέσα στο θεσμό της εκπαίδευσης, ως όριο στην πρωτοκαθεδρία της αγοράς.[6] Κι αυτό πετυχαίνεται με το τρίπτυχο τάξη – αυλή – κοινότητα, την διαιρετότητα της τάξης, την κυκλοφορία στους χώρους του σχολείου, με την κίνηση ως ίδιον του μοντερνισμού  και τη ροή στις σχέσεις χώρου και χρόνου.

Κλείνοντας, αν όλα αυτά που αφηγούμαστε είναι ο ηγεμόνας με τις αντιστάσεις που έχουμε και τις μάχες που δίνουμε, μια νέα θεραπευτική συνομιλία, παιδαγωγική, πολιτική και μεταβιβαστική, είναι αναγκαία για την  παθολογία που δημιουργεί στην καθημερινή ζωή η κυριαρχία του. Η συνομιλία ως υπαρξιακή συνθήκη του ριγμένου στον κόσμο υποκειμένου είναι το αίτημα.[7]  Όχι ξέχωρη από το πώς κατασκευάζονται οι αντιστάσεις και το προς τα πού μπορεί να κινηθεί η σκέψη για να γίνει σώμα – πράξη – δράση – έργο – κόσμος, ώστε να κατοικήσει η υποκειμενικότητα αυτόν τον κόσμο. Αυτή η συνομιλία είναι «ο διάλογος που είμαστε», όπως θα έλεγε και ο Gadamer κι αυτή είναι η δυνατότητα για ιστορική συνείδηση. Το γνώσιμο μπορεί να αναμετρηθεί με τον Οιδίποδα, την Σφίγγα, αλλά και το ξεπέρασμά τους. Το τέλος του εξουσιαστικού πολιτικού μονοπωλίου της διοίκησης περνά μέσα από την αντιπαράθεση της ανταγωνιστικής παιδαγωγικής μαζί της. Η δυνατότητα να μιλήσουμε για  μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική μέσα και έξω από το σχολείο, η δυνατότητα να μιλήσουμε για κριτική ή θεσμική παιδαγωγική, η δυνατότητα να μιλήσουμε για την παιδαγωγική του CelestenFreinet, είναι το αίτημα. Αν η δυνατότητα για ένα τόπο ισότητας χαθεί και η οικογένεια ως τόπος ανισότητας, γίνει ο νέος τόπος συγκρότησης της υποκειμενικότητας, τότε η καταστατική ανισότητα είναι αξεπέραστη κι είμαστε αντιμέτωποι με την αδυνατότητα να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι και να έχουν την δημοκρατική στιγμή να αποφασίσουν για το παρόν τους. Αυτό αφορά την μελλοντική κατ’ οίκον εκπαίδευση. Το όνομα της αντίστασης θα περιμένει την εκπλήρωση του νοήματός του, το περιεχόμενο, το οποίο αυτή τη λυτρωτική φορά θα νικήσει τη μορφή και θα είναι ανώτερο. Στο φιλοσοφικό και πολιτικό αυτό αγώνα, η πίστη, το θάρρος και η αγάπη, είναι τα συναισθήματα που επιτρέπουν την ενόραση αυτής της στιγμής. Η δημοκρατική στιγμή είναι η αναβολή της απόφασης και η έκσταση στο άξιο να ερωτηθεί. Το πρώτο έχει τις αναφορές του στον Derrida και το δεύτερο είναι η κληρονομιά του Heidegger. Και τα δυο μπορούν να ονομαστούν η επιστροφή της ρητορικής και η ριζική μας ξενότητα/ οικειότητα με τον κόσμο. Η πολιτική είναι μια επινόηση της δυνατότητας να έχουμε κόσμο κι αυτό αφορά και το σχολείο να έχει τον κόσμο του. Η κοινότητα είναι ο κόσμος του. Η περιφορά του σχολείου της κοινότητας είναι όπως η περιφορά του Επιτάφιου ή του έργου τέχνης στον Derrida, μια λύτρωση από το πένθος και μια διαμαρτυρία.[8] Η περιφορά του σχολείου της κοινότητας είναι τελικά μια πράξη διαμαρτυρίας, μια κραυγή,[9]  όπως αυτή με την οποία ξεκινά η διαμαρτυρία γι’ αυτόν τον κόσμο στον Holloway, μια κοσμική στιγμή δημοκρατίας, μια νομαδική αποστολή στο κενό, μια λογοτεχνική αναπαράσταση των δυνατοτήτων και των ορίων των πράξεων του ανθρώπου – μια τραγωδία, μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική μεταβίβαση μυστικών και γνώσεων από το παρελθόν για την ώρα του κατακλυσμού, για την έξοδο και την επινόηση του παρόντος.

 

Μπάμπης Μπαλτάς

Ο Χαράλαμπος Μπαλτάς είναι δάσκαλος στο 35ο  Δημοτικό Σχολείο Αθηνών. Τα σχολικά έτη 2010/2012 ήταν Υπεύθυνος Αγωγής Υγείας στην Α΄ Διεύθυνση Αθηνών. babisbaltas@gmail.com

 

[1] Το ψηφιακό σχολείο της Άννας Διαμαντοπούλου, το σχολείο της δημοκρατίας του Κ. Αρβανιτόπουλου και το κοινωνικό σχολείο του Ανδρέα Λοβέρδου είναι οι τρεις μορφές του κυρίαρχου σχολείου που γνωρίζει η Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης. Παράγωγο αυτών των μορφών του σχολείου είναι οι νέες μορφές υποκειμενικότητας, τα νέα καθεστώτα αλήθειας αλλά και οι νέες μορφές παιδαγωγικής της αντίστασης, όπως η κριτική παιδαγωγική, η θεσμική παιδαγωγική, η παιδαγωγική της καρδιάς του J. Korczak και η παιδαγωγική του CelestenFreinet. Δες την συμβολή στο διάλογο διοίκησης/ παιδαγωγικής της ομάδας «Το Σκασιαρχείο – Πειραματικοί ψηλαφισμοί για ένα σχολείο της κοινότητας»,  στο www.skasiarxeio.wordpress.com.

[2] Το 2012 ήταν ευρωπαϊκό έτος J. Korzcak. Στις 8 και Νοέμβριου 2014 είχαμε μια μεγάλη εκδήλωση γι’ αυτόν τον δάσκαλο με καλεσμένους όλους τους ανθρώπους που έχουν συνεισφέρει στη γνωριμία μαζί του. Τα κείμενα της εκδήλωσης αναρτήθηκαν στο Συνήγορο του Παιδιού, www. 0 – 18.gr. Δες επίσης το φιλμ του Αντρέι Βάιντα, Η θυσία του Κόρτσακ (1990).

 

[3] Για το τι συμβαίνει στις ηπείρους αυτή τη στιγμή της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού δες την έκθεση των StephenBall και DeborahYoudell, Η κρυφή ιδιωτικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση, μετάφραση Βάσω Παππή, επιμέλεια Γιώργος Γρόλλιος, Ι.Π.Ε.Μ. – Δ.Ο.Ε., Εκπαιδευτική Διεθνής, Αθήνα 2010, σελ. 67 – 83.

[4] Για έναν τέτοιο προβληματισμό δες Μπάμπης Μπαλτάς, «Για ένα σχολείο της κοινότητας. Το παράδειγμα του 35ου δημοτικού σχολείου Αθήνας», περιοδικό Λεύγα, τχ. 8, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 55 – 60.

[5] Δες τον πρόλογο του Foucaultστην αμερικάνικη έκδυση του Αντί – Οιδίποδα (1977) στο G. Deleuze – F. Guattari, Anti – OedipusCapitalismandschizophrenia, UniversityofMinnesotaPress, Minnearolis 2000, σελ. xii– xiv. [ ελληνική μετάφραση από τον Μάριο Εμμανουηλίδη και την Λουκία Μάνο http://koinoniko – ergastirio.blogspot.gr ].

[6]MichaelHardt – AntonioNegri, Να πάρουμε τη σκυτάλη, μετάφραση Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012, σελ. 96 – 97.

[7] Κώστας Γεμενετζής, «Φαινομενολογία και ύπαρξη», περιοδικό Ψυχανεμίσματα, τχ. 1, Φθινόπωρο 2005, σελ. 4 – 6.

[8]JacquesDerrida, Η τελευταία λέξη του ρατσισμού, μετάφραση Χ. Γ. Λάζος, Άγρα, Αθήνα 1992, σελ. 12 – 15.

[9] JohnHolloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Το νόημα της επανάστασης σήμερα, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, Σαββάλας, Αθήνα 2006, σελ. 17 – 35.