Η κούκλα

Αυτό το βουλιαγμένο σπίτι ήταν η παιδική ηλικία. Αυτό το βούλιαγμα σ’ έκανε να φοβάσαι πως και συ θα βουλιάξεις μαζί του ή μαζί της.

5 τ’ απόγευμα να είναι κι η αδελφή εκεί γερμένη στο κάθισμα σαν κούκλα που δε θέλει να καθίσει κανονικά στον πισινό της. Μισή μέσα και μισή έξω από την καρέκλα. Κι η παιδική της ηλικία ξαπλωμένη στη χλόη, καταπράσινη, να γελάει με το παραμικρό ακόμα και με την πίκρα του δειλινού. Έτσι καθώς καθόταν μισή στην καρέκλα σα γερμένη αχιβάδα στο πιάτο πλάι στα λαχανικά μισοβρασμένα μη χάσουν τις βιταμίνες τους. Διάβαζε. Ένα διήγημα. Το συνήθιζε η Κλαίρη αυτό. Ήταν πολύ συντομότερο από ένα μυθιστόρημα. Τελείωνε γρήγορα όπως κι η ικανοποίηση που άφηνε πίσω του σαν μια μαύρη, όχι πολύ παχιά, γραμμή σα να στέγνωνε  στον καμβά, σα να γινόταν μωβ κι ύστερα ούτε που διέκρινες τίποτα. Μόνο ένα χέρι- το χέρι σου;-να μακραίνει βγαίνοντας έξω από το μακρύ σου όνειρο και να θέλει ν’ αδράξει τη νύχτα, άπιαστη αυτή, σκοτεινή γεμάτη πόθους που γειτονεύουν με τη σκιά της ή χωρίς αυτήν.

Έπαιξε τότε με την κούκλα αφού τέλειωσε το πλύσιμο στο νεροχύτη, αφού τέλειωσε τη νερομπογιά στο χαρτί, το κείμενο και την Ιατρική Σχολή. Κι ύστερα δεν είχε τίποτα να κάνει και κοιμήθηκε.

Μόνο που υπνοβατώντας σκόνταψε πάνω στην κούκλα που είχε πέσει απ’ την καρέκλα το πτώμα της. Κούκλα ήταν;