Το Σκισμένο Κατοστάρικο  και όλες οι ραγισμένες μέρες

Όλα μπορεί να είναι ένα όνειρο και να τα είδα στο όνειρό μου αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε συνέβησαν στην πραγματικότητα. Ένα κατοστάρικο. Ένα σχισμένο και καμένο μάλλον κατοστάρικο είναι απίθανο να πέσει στα χέρια σου. Ή θα 'χεις μια τύχη κακιά να 'σαι αυτός που κυνηγάς τα σχισμένα κομμένα κατοστάρικα ή να πέσει στα χέρια σου από ένα λάθος. Στο λάθος άνθρωπο έπεσες, σκέφτεσαι, λάθος τύχη, λάθος μέρα, ακόμα και η μέρα που γεννήθηκες είναι λάθος όταν χάνεις ένα κατοστάρικο ή όταν βρίσκεις ένα κατοστάρικο και μάλιστα καμένο, σχισμένο, ταλαιπωρημένο όπως εσύ. Πρώτα σκέφτεσαι πως να το κολλήσεις, αλλά το καμένο, δε γίνεται να το ξεκάψεις. Ό,τι κάηκε - κάηκε. Δεν έχει αντίκρισμα. Και ο πιο ηλίθιος θα το προσέξει, θα το καταλάβει. Κανείς δε θα σε λυπηθεί που έχεις ένα κατοστάρικο σχισμένο, καμένο.

Τότε γίνεσαι δυο κομμάτια, το ένα σου μένει εκεί στην απόγνωση και το άλλο πάει στον πατέρα σου. Ο πατέρας σου ένας άνθρωπος που είχε αδυναμία να μην πετάει τίποτα. Είχε την εντύπωση ότι όταν ραγίσει κάτι, σπάσει ή σχιστεί  μπορείς να το ξανακολλήσεις, να το ξανακτίσεις να το ξαναφτιάξεις τέλος πάντων έτσι πρόχειρα και να το δώσεις σ' έναν άλλον άτυχο σαν εμένα. Γιατί μόνο ένας αθώος και άτυχος θα το 'παιρνε στα χέρια του. Ένα κατοστάρικο, έστω ξανακολλημένο, είχε την εντύπωση ότι είναι ένα σκαλοπάτι ας πούμε, ένα βήμα να πάρω από τον κρεοπώλη το φαγητό της μέρας.

Αν τα κατάφερνε να το ξανακολλήσει εκεί που ήταν καμένο θα ήταν μεγάλη υπόθεση, μια νίκη επί της ήττας του. Ήττα ήταν να ζει κανείς και να εξαρτάται από αριθμημένα χαρτιά και κάποτε σχισμένα, για όλη του τη ζωή. Άλλα αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ κι εγώ το είχα αποδεχτεί ως τότε ή ο πατέρας μου με 'μαθε να το αποδέχομαι. Εγώ απλώς θα ήμουν ο μεταφορέας σχισμένων συνήθως και καμένων ενίοτε κατοστάρικων.  'Έχει τόσους κινδύνους να είσαι πιστός μεταφορέας κάποιου πιστού εξίσου σε κάτι.  Στα χαρτονομίσματα ειδικά, τα σχισμένα, που έγινε τόσος κόπος να κολληθούν, σχεδόν με τρόμο να μη χαθεί η τελευταία ευκαιρία να έχεις και εσύ κάτι στο τραπέζι σου το μεσημέρι να φας, κάτι να πληρώσεις, κάτι τέλος πάντων απαραίτητο που δεν θα σε έκανε να διαφέρεις από τους γύρω σου. Θα 'πρεπε να παλεύεις πάντα, ακόμα και αν ήταν να κολλήσεις 100 κατοστάρικα σχισμένα και καμένα στη ζωή σου. Έτσι ήταν και αυτή η μέρα που μετέφερα ένα πολύτιμο κατοστάρικο μέσα στην τσέπη μου και σ' όλη τη διαδρομή με τα πόδια που ήταν μεγάλη, μια ανηφόρα, μια κατηφόρα και στο τέρμα της έφτανες στο κέντρο της πόλης, εκεί που αγοράζουν οι άνθρωποι το φαγητό τους. Έτσι κι εγώ σαν όλους τους ανθρώπους θα αγόραζα 1 κιλό κρέας. Ναι 1 κιλό κρέας για 7 άτομα. Η προσπάθεια μου ξεθέωσε τα πόδια και το άγχος να φτάσω εγώ και το κατοστάρικό μου κι οι δυο μας ασφαλείς μέχρι το κέντρο της πόλης. Βέβαια το 'ξερα ότι έπρεπε κάποιον να εξαπατήσω, αφού και εγώ εξαπατημένη ήμουν, έπρεπε να ανανεώσω την πλάνη, μεταφορές έκανα άλλωστε. Και έπειτα σκεφτόμουν τα 7 στόματα, τίποτα άλλο. Αυτό θα ήταν μια επιτυχία αν θεωρήσω τον εαυτό μου επιτυχημένο, πράγμα που δεν ήμουν αφού ήμουν, εντελώς ανίκανη να μεταφέρω ή να προωθήσω κάτι που πίστευε κάποιος άλλος. Με θεωρούσαν ένα κακό χαρακτήρα εξ' αυτού. Αλλά αφού έχεις την κακή τύχη με το μέρος σου πως να μη σε ακολουθεί όπου πας. Έτσι ερχόταν από πίσω μου χωρίς να τη βλέπω, ξέγνοιαστη προς ώρας και  ευτυχής που ένιωθα σ' όλη τη διαδρομή τη βεβαιότητα πως το χέρι μου άγγιζε κάθε λίγο την άκρη του κατοστάρικου στην τσέπη μου. Δεν θυμάμαι να είχα βαθιές τσέπες όπως βαθιές σκέψεις. Ένα παιδί ήμουν που έκανα μεταφορές με μεγάλη σοβαρότητα.

Κάποτε πλησίασα τον πάγκο του κρεοπώλη να πάρω το πολύτιμο φαγητό και να δώσω το αντίκρισμα στον άνθρωπο που με κοιτούσε στα μάτια, ενώ εγώ είχα γυρίσει τις τσέπες μου το μέσα έξω, να βρω το κατοστάρικο, αυτό το χιλιοταλαιπωρημένο χαρτί. Μάταια, δεν ήταν μες στις τσέπες μου. Τώρα περνούσε η σκέψη από μπροστά μου πως για άλλο ξεκίνησα και σε ταινία  καταστροφής εξελίχθηκε. ίσως μια άλλη διάσταση να ήταν τώρα προτιμότερη από το σημείο που βρίσκομαι. Η ταραχή, ο φόβος και η κακή μου τύχη ήταν αδέρφια, φωνάζοντας ότι είμαι ανίκανη να μεταφέρω οτιδήποτε. Ενώ άκουγα τις φωνές τους, περνούσε μπροστά στα μάτια μου το εγκεφαλικό που θα πάθαινε ο πατέρας μου και που θα βεβαίωνε, όπως είπα, τον κακό μου χαρακτήρα.

 Έσκυψα το κεφάλι με όλη τη στεναχώρια του κόσμου επάνω του και πήρα το δρόμο του γυρισμού, ακριβώς τον ίδιο δρόμο, απ' την ίδια πλευρά, σαν ασφαλίτης, ξεκινώντας από την κατηφόρα που τώρα είχε γίνει ανηφόρα και μετά ακολουθούσε η ανηφόρα που είχε γίνει κατηφόρα. Εμένα η κατηφόρα με είχε πάρει έτσι κι αλλιώς και δεν ήξερα που θα μ' έβγαζε και τι με περίμενε αν δεν έβρισκα αυτό το χαμένο κατοστάρικο, το χιλιοκολλημένο. Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν πολυνοιαζόμουν για όλα αυτά τα κουδουνιστά κέρματα και τα χαρτιά όσο ο πατέρας μου και όλοι οι μεγάλοι. Εγώ ένα παγωτό κι ένα σινεμά αν είχα ήμουν χαρούμενη. Ήξερα από μικρή πως η ευτυχία δεν κρατά πολύ και ορισμένες φορές είναι εντελώς συμπτωματική. Έτσι μου έφτανε να μαι χαρούμενη και όχι ευτυχισμένη.  Αλλά τώρα τι θα επέστρεφα πίσω;

Περπατώντας με το κεφάλι σκυφτό μη μου ξεφύγει κανένα χαλίκι και τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν να κοιτούσα το βυθό της θάλασσας, ψαχούλευα κάθε άκρη και μέση του δρόμου παρέα με έναν δυνατό αέρα, τη δεύτερη κακή μου τύχη. Δεν έλπιζα πια σε τίποτα. Ώσπου στην πρώτη ανηφόρα όλα μου τα μάτια αντίκρισαν το σχισμένο κατοστάρικο να έχει κουρνιάσει σε μια άκρη έτσι απλά και ελεύθερα. Κανείς δε το 'χε προσέξει όπως φαίνεται, κανείς δεν είχε προλάβει να περπατήσει μέχρι εκείνο το σημείο. Ήταν απίστευτο! Ένα ολόκληρο κατοστάρικο μόνο του! Έσκυψα με τέτοια χαρά που το βρήκα, το μάζεψα γρήγορα στα χέρια μου, το κράτησα σφιχτά αυτή τη φορά και κίνησα πάλι για το κέντρο της πόλης να πάρω επιτέλους αυτό το πολυπόθητο κρέας.

 Σ' όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν ότι δεν ήταν ανάγκη να εξιστορήσω σε κανέναν τι πέρασα. Τι ταραχή και τι λύπη! Μου έφτανε πια το αποτέλεσμα που μια φορά στάθηκα τυχερή. Τυχερή για τους άλλους δηλαδή.

Γιατί κατά βάθος γνώριζα ότι κανείς δεν είναι τυχερός όταν έχει στα χέρια του τέτοια χαρτονομίσματα. Τίποτα αν σχιστεί, καεί ή ραγίσει καμιά επιμνημόσυνη δέηση δεν το σώζει, ούτε κι ο ίδιος ο Χριστός ν' αναστηθεί.