Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Δ’ – Αρμένικη Βίζιτα

Η σκηνή ξεκινάει με ένα περίεργο πλάνο… Ένας μασκοφόρος ντελιβεράς στέκεται απέναντι, και σε απόσταση ασφαλείας, από τον Συριζαίο Πέρση, κρατώντας τρεις πίτσες… Ο Πέρσης μοιάζει πανευτυχής και ο ντελιβεράς δείχνει έντρομος  

Ντελιβεράς:

«Είστε η παραγγελία της Οδού ... νούμερο 33;»

«Ναι, φιλαράκο, εγώ είμαι η παραγγελία», απαντάει ο –  ακόμα πιο ευτυχισμένος –  Πέρσης

Η φωνή του έντρομου ντελιβερά ακούγεται μετά δυσκολίας  : «Φαφ έφερα φιφ φίφεφ φαφ»

Ο χαμογελαστός Πέρσης:

«Είναι μια  Καπριτσιόζα, μια Σπετσιάλε, και μια Α λα Πουτανέσκα, έτσι;»

Ο έντρομος μασκοφόρος ντελιβεράς:

«Φεφαίωφ, Κχύγιε!»

Η ανταλλαγή γίνεται  γρήγορα, κι ο ντελιβερας επιστρέφει στο μηχανάκι του, κρατώντας στα χέρια του δύο χαρτονομίσματα και το πουρμπουάρ – 1 ευρώ και 33 λεπτά – του γαλαντόμου συριζαίου Πέρση…

Αλλά μόλις φτάνει στο μηχανάκι, κάνει μεταβολή, βγάζει την μάσκα και μας ρωτάει εμφανώς σοκαρισμένος:

«Καλά, δε φοβάστε το πρόστιμο και τον κορονοϊό; Συναθροισμένοι σε τόσο μικρό χώρο;»

Απαντάει  ο – άρτι αφιχθείς – Λεβόν 

«Έχει δίκιο το παιδί, ρε κοπρόσκυλα! Γιατί δεν είστε σπίτια σας; Γιατί διακινείτε – με τόσο ανεύθυνο τρόπο – τον άτιμο τον κορονοϊό;»

Προτού πάρει απάντηση από την ομήγυρη, ο φουριόζος Αρμένης απευθύνεται στον – αποκαμωμένο πια – ντελιβερά:

«Εσύ φιλαράκο, γιατί δε φοβάσαι;»

Ο ντελιβεράς, κλαίγοντας:

«Μα φοβάμαι πολύ, κύριε!»

Ο Λεβόν πλησιάζει τον ντελιβερά και του απευθύνεται στοργικά:

«Όχι, παιδί μου, δε φοβάσαι!»

Και – πιο δυναμικά αυτήν τη φορά:

«Γιατί αν φοβόσουν, θα φόραγες κράνος, όχι μάσκα, παλιομαλάκα!»

[Πράγματι, ο φουκαράς ο ντελιβεράς εμφανίστηκε στην σκηνή χωρίς κράνος,,,]

Και – ακόμα πιο δυναμικά:

«Η μάσκα δεν πρόκειται να σε σώσει, βρε βλακέντιε, ούτε από νταλίκα ούτε από κορονοϊό!»

Ο τρομοκρατημένος ντελιβεράς καβαλάει το μηχανάκι του κι απομακρύνεται από την σκηνή…

Και η πηγή του φωτός λούζει τον Αρμένη… Και τον αποκαλύπτει:

Είναι ντυμένος με στολή παραλλαγής και κρατάει στο ένα χέρι μια νταμιτζάνα και στο άλλο, μια κουρελού…

Η φωνή της  πηγής του φωτός ρωτάει τον Λεβόν:

«Εσύ γιατί δεν είσαι σπίτι σου, σερβιτόρε;»

[Ο Λεβόν δουλεύει – ακριβέστερα: δούλευε – στην εγκαταλειμμένη – πια –  ταβέρνα ως σερβιτόρος… Αλλά μόνο τη χειμερινή σεζόν, αφού τα καλοκαίρια δουλεύει  – ακριβέστερα: δούλευε –  σε μια ταβέρνα σε κάποιο νησί του Αιγαίου… Είναι 48,33 χρονών, απόφοιτος του τμήματος επιστήμης φυσικής αγωγής κι αθλητισμού –  της πρώην Γυμναστικής ακαδημίας δηλαδή – κι αποτυχημένος καλαθοσφαιριστής…

Α, και πρώην πασπίτης… Αλλά του το συγχωρούμε, γιατί ήτανε σε όλα τα ωραία μαζί μας, το αλάνι…]

Ο Αρμένης απαντάει απορημένος – και συνοφρυωμένος:

«Μα σπίτι μου πηγαίνω, κυρ αστυνόμε… Στην σπηλιά… Απλά κατέβηκα στην πόλη για να πάρω προμήθειες… και την κουρελού…»

[Από την αρχή της υγειονομικής κρίσεως, κι επειδή κατάλαβε ότι θα μείνει άνεργος για καμιά 15αρια χρόνια, ο Λεβόν έχει μετακομίσει σε μια απροσδιόριστη ορεινή σπηλιά στην άκρη της πόλης… και του βουνού…]

Η πηγή του φωτός χαμηλώνει και ο Αρμένης ξεκινάει την ανάβαση του, συνοδευόμενος από μια αλεπού,  προς το σπήλαιο της ελευθερίας…

Κι ενώ έχει απομακρυνθεί καμιά 33αριά μέτρα, ο μπάτσος του φωνάζει:

«Που ναι ο κάπελας, Αρμένη;»

Όμως ο Αρμένης έχει ήδη πάρει την απόκρυφη Ανοπαία Ατραπό και δε δύναται να απαντήσει,,,

Και αντί για αυτόν απαντάει ο απρόσκλητος συριζαίος Πέρσης πιτσοκράτορας:

«Είναι με μαζί τον γιατρό και τον ταρίφα…  Και πίνουν πρέφα …εεε,  παίζουν πρέζα… εεε, παίζουν πρέφα στην παράγκα…»

Η πηγή του φωτός φωτίζει τον ευτραφή Πέρση, αλλά  ο αγχωμένος Πικάσο  παίρνει τον λόγο:

«Και π… ποιοι είναι οι λι… λιγότερο λε … λεύτεροι από εμάς, Λευτέρη;»

Και η συζήτηση περί ελευθερίας συνεχίζεται…