Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Δ’ – Αρμένικη Βίζιτα
08/05/2020
Η σκηνή ξεκινάει με ένα περίεργο πλάνο… Ένας μασκοφόρος ντελιβεράς στέκεται απέναντι, και σε απόσταση ασφαλείας, από τον Συριζαίο Πέρση, κρατώντας τρεις πίτσες… Ο Πέρσης μοιάζει πανευτυχής και ο ντελιβεράς δείχνει έντρομος
Ντελιβεράς:
«Είστε η παραγγελία της Οδού ... νούμερο 33;»
«Ναι, φιλαράκο, εγώ είμαι η παραγγελία», απαντάει ο – ακόμα πιο ευτυχισμένος – Πέρσης
Η φωνή του έντρομου ντελιβερά ακούγεται μετά δυσκολίας : «Φαφ έφερα φιφ φίφεφ φαφ»
Ο χαμογελαστός Πέρσης:
«Είναι μια Καπριτσιόζα, μια Σπετσιάλε, και μια Α λα Πουτανέσκα, έτσι;»
Ο έντρομος μασκοφόρος ντελιβεράς:
«Φεφαίωφ, Κχύγιε!»
Η ανταλλαγή γίνεται γρήγορα, κι ο ντελιβερας επιστρέφει στο μηχανάκι του, κρατώντας στα χέρια του δύο χαρτονομίσματα και το πουρμπουάρ – 1 ευρώ και 33 λεπτά – του γαλαντόμου συριζαίου Πέρση…
Αλλά μόλις φτάνει στο μηχανάκι, κάνει μεταβολή, βγάζει την μάσκα και μας ρωτάει εμφανώς σοκαρισμένος:
«Καλά, δε φοβάστε το πρόστιμο και τον κορονοϊό; Συναθροισμένοι σε τόσο μικρό χώρο;»
Απαντάει ο – άρτι αφιχθείς – Λεβόν
«Έχει δίκιο το παιδί, ρε κοπρόσκυλα! Γιατί δεν είστε σπίτια σας; Γιατί διακινείτε – με τόσο ανεύθυνο τρόπο – τον άτιμο τον κορονοϊό;»
Προτού πάρει απάντηση από την ομήγυρη, ο φουριόζος Αρμένης απευθύνεται στον – αποκαμωμένο πια – ντελιβερά:
«Εσύ φιλαράκο, γιατί δε φοβάσαι;»
Ο ντελιβεράς, κλαίγοντας:
«Μα φοβάμαι πολύ, κύριε!»
Ο Λεβόν πλησιάζει τον ντελιβερά και του απευθύνεται στοργικά:
«Όχι, παιδί μου, δε φοβάσαι!»
Και – πιο δυναμικά αυτήν τη φορά:
«Γιατί αν φοβόσουν, θα φόραγες κράνος, όχι μάσκα, παλιομαλάκα!»
[Πράγματι, ο φουκαράς ο ντελιβεράς εμφανίστηκε στην σκηνή χωρίς κράνος,,,]
Και – ακόμα πιο δυναμικά:
«Η μάσκα δεν πρόκειται να σε σώσει, βρε βλακέντιε, ούτε από νταλίκα ούτε από κορονοϊό!»
Ο τρομοκρατημένος ντελιβεράς καβαλάει το μηχανάκι του κι απομακρύνεται από την σκηνή…
Και η πηγή του φωτός λούζει τον Αρμένη… Και τον αποκαλύπτει:
Είναι ντυμένος με στολή παραλλαγής και κρατάει στο ένα χέρι μια νταμιτζάνα και στο άλλο, μια κουρελού…
Η φωνή της πηγής του φωτός ρωτάει τον Λεβόν:
«Εσύ γιατί δεν είσαι σπίτι σου, σερβιτόρε;»
[Ο Λεβόν δουλεύει – ακριβέστερα: δούλευε – στην εγκαταλειμμένη – πια – ταβέρνα ως σερβιτόρος… Αλλά μόνο τη χειμερινή σεζόν, αφού τα καλοκαίρια δουλεύει – ακριβέστερα: δούλευε – σε μια ταβέρνα σε κάποιο νησί του Αιγαίου… Είναι 48,33 χρονών, απόφοιτος του τμήματος επιστήμης φυσικής αγωγής κι αθλητισμού – της πρώην Γυμναστικής ακαδημίας δηλαδή – κι αποτυχημένος καλαθοσφαιριστής…
Α, και πρώην πασπίτης… Αλλά του το συγχωρούμε, γιατί ήτανε σε όλα τα ωραία μαζί μας, το αλάνι…]
Ο Αρμένης απαντάει απορημένος – και συνοφρυωμένος:
«Μα σπίτι μου πηγαίνω, κυρ αστυνόμε… Στην σπηλιά… Απλά κατέβηκα στην πόλη για να πάρω προμήθειες… και την κουρελού…»
[Από την αρχή της υγειονομικής κρίσεως, κι επειδή κατάλαβε ότι θα μείνει άνεργος για καμιά 15αρια χρόνια, ο Λεβόν έχει μετακομίσει σε μια απροσδιόριστη ορεινή σπηλιά στην άκρη της πόλης… και του βουνού…]
Η πηγή του φωτός χαμηλώνει και ο Αρμένης ξεκινάει την ανάβαση του, συνοδευόμενος από μια αλεπού, προς το σπήλαιο της ελευθερίας…
Κι ενώ έχει απομακρυνθεί καμιά 33αριά μέτρα, ο μπάτσος του φωνάζει:
«Που ναι ο κάπελας, Αρμένη;»
Όμως ο Αρμένης έχει ήδη πάρει την απόκρυφη Ανοπαία Ατραπό και δε δύναται να απαντήσει,,,
Και αντί για αυτόν απαντάει ο απρόσκλητος συριζαίος Πέρσης πιτσοκράτορας:
«Είναι με μαζί τον γιατρό και τον ταρίφα… Και πίνουν πρέφα …εεε, παίζουν πρέζα… εεε, παίζουν πρέφα στην παράγκα…»
Η πηγή του φωτός φωτίζει τον ευτραφή Πέρση, αλλά ο αγχωμένος Πικάσο παίρνει τον λόγο:
«Και π… ποιοι είναι οι λι… λιγότερο λε … λεύτεροι από εμάς, Λευτέρη;»
Και η συζήτηση περί ελευθερίας συνεχίζεται…