Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Γ’ – Ο Ντροπαλός Πικάσο και η Πηγή του Φωτός
01/05/2020
Μια αποστασιοποιημένη παρέα 7 μεσήλικων εφήβων συνεδριάζει – στη ζούλα, λόγω της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης – σε μια αλυσοδεμένη κι εγκαταλειμμένη ταβέρνα στην άκρη της πόλης. Μοναδικές πηγές φωτισμού, ένα μισόγεμο φεγγάρι κι ένας φακός…
Η δεύτερη πηγή φωτός μιλάει, τυφλώνοντας τον Αμβρόσιο:
«Και για να χουμε καλό ερώτημα, Ρίνγκο μου, εσύ τι ζόρι τραβάς; Έξω δεν είσαι όλη την ώρα; Ποιος σου τη στέρησε εσένα την Ελευθερία;»
Ο Αμβρόσιος αποδεικνύεται ετοιμόλογος:
«Οι τράπεζες και τα μνημόνια μου τήνε στέρησαν, κυρ αστυνόμε!»
Και:
«Πολύ πριν μας φέρει ο Σερίφης τον Κορονοϊό!»
Η πηγή του φωτός αρχίζει να χορεύει ανέμελα στο βρώμικο δάπεδο της εγκαταλειμμένης – αλλά όχι ακριβώς έρημης ταβέρνας – ώσπου να φωτίσει, χωρίς όμως να τον τυφλώσει, τον φορέα – κάτοχο της, τον πεφωτισμένο μπάτσο – πυροσβέστη – λιμενικό, δηλαδή…
Ο οποίος, αφού γλύτωσε την τύφλωση, απαντάει γεμάτος ικανοποίηση:
«Σωστή η μαλακία σου, Ρίνγκο, έχεις δίκιο!»
Αλλά προτού προλάβει να ανταποκριθεί ο Ρίνγκο, ο Συριζαίος Πέρσης νοιώθει την ανάγκη να παρέμβει:
«Είμαστε ελεύθερα αποστασιοποιημένοι, μπάτσο μου! Και δεν μας το επέβαλε αυτό η δεξιά κυβέρνηση… Μόνοι μας αυτό πειθαρχήσαμε, όντας εθελοντές κι αλληλέγγυοι, για να υπερασπιστούμε το υπέρτατο αγαθό: τη δημόσια υγεία!»
Η πηγή φωτός τυφλώνει απότομα τον αντιφατικό και βλάσφημο Συριζαίο Πέρση, και του απαντάει, αυστηρά κι οργισμένα:
«Πάλι μαλακίες λες, υπέρτατο πασοκοσυριζαίϊκο βολεμένο λαμόγιο…»
Στο παιχνίδι μπαίνει, παρακάμπτοντας την πηγή του φωτός – κι απευθυνόμενος στον Πέρση, ο ντροπαλός κι αγχωμένος Πικάσο:
«Ε… Έχει δι… δίκιο ο Λε… Λευτέρης, Βα… Βασίλη, δε… δεν είμαστε διο… διόλου ελ… ελεύθεροι!»
Και:
«Ει… Είμαστε η… ημιπαράνομοι και μι … και μισοσκλαβωμένοι»
Η παρέμβαση του Πικάσο αναστατώνει την πηγή του φωτός, τον μπάτσο Λευτέρη δηλαδή, ο οποίος σηκώνεται απότομα από τη μουχλιασμένη του καρέκλα, παρατάει τον φακό του στην άκρη του σαπισμένου τραπεζιού, κι αρχίζει την αγόρευση:
«Κι όμως, αγαπητά μου ρεμάλια, υπάρχουν – αυτήν την ώρα που μιλάμε – λιγότερο και περισσότερο σκλαβωμένοι από σας!»
Ο Πικάσο επιμένει, ενώ από το λαπ τοπ του Εμμανουήλ ακούγεται μια γνώριμη αντάρτικη μελωδία – η σκλαβιά πικρό φαρμάκι:
«Και π… ποιοι ει… είναι οι… οι πιο… πιο ελ … ελεύθεροι, Λευτέρη;»
Η αγανακτισμένη και σκοτεινιασμένη – πια – πηγή του φωτός απαντάει χωρίς δισταγμό:
«Πρώτα απ’ όλα είναι οι αλήτες, οι ρουφιάνοι και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι γλεντοκοπάνε – εις υγείαν των κορόιδων – σε κάποια μισάνοιχτα μαγαζιά του Κολωνακίου»
Κι ενώ η αντιπαράθεση κορυφώνεται στην εγκαταλειμμένη ταβέρνα, καινούργιοι ήχοι ακούγονται:
Μια μηχανή που αγκομαχεί – και μια φωνή Αρμένική…