Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Γ’ – Ο Ντροπαλός Πικάσο και η Πηγή του Φωτός

Μια αποστασιοποιημένη παρέα 7 μεσήλικων εφήβων  συνεδριάζει – στη ζούλα, λόγω της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης –  σε μια αλυσοδεμένη κι εγκαταλειμμένη ταβέρνα στην άκρη της πόλης. Μοναδικές πηγές φωτισμού, ένα μισόγεμο φεγγάρι κι ένας φακός…  

Η δεύτερη πηγή φωτός μιλάει, τυφλώνοντας τον Αμβρόσιο:

«Και για να χουμε καλό ερώτημα, Ρίνγκο μου, εσύ τι ζόρι τραβάς; Έξω δεν είσαι όλη την ώρα; Ποιος σου τη στέρησε εσένα την Ελευθερία;»

Ο Αμβρόσιος αποδεικνύεται ετοιμόλογος:

«Οι τράπεζες και τα μνημόνια μου τήνε στέρησαν, κυρ αστυνόμε!»

Και:

«Πολύ πριν μας φέρει ο Σερίφης τον Κορονοϊό!»

Η πηγή του φωτός  αρχίζει να χορεύει ανέμελα στο βρώμικο δάπεδο της εγκαταλειμμένης – αλλά όχι ακριβώς έρημης ταβέρνας – ώσπου να φωτίσει, χωρίς όμως να τον τυφλώσει, τον φορέα –  κάτοχο της, τον πεφωτισμένο μπάτσο –  πυροσβέστη –  λιμενικό, δηλαδή…

Ο οποίος, αφού γλύτωσε την τύφλωση, απαντάει γεμάτος ικανοποίηση:   

«Σωστή η μαλακία σου, Ρίνγκο, έχεις δίκιο!»

Αλλά προτού προλάβει να ανταποκριθεί ο Ρίνγκο, ο Συριζαίος Πέρσης νοιώθει την ανάγκη να παρέμβει:

«Είμαστε ελεύθερα αποστασιοποιημένοι, μπάτσο μου! Και δεν μας το επέβαλε αυτό η δεξιά κυβέρνηση… Μόνοι μας αυτό πειθαρχήσαμε, όντας εθελοντές κι αλληλέγγυοι, για να υπερασπιστούμε το υπέρτατο αγαθό: τη δημόσια υγεία!»   

Η πηγή φωτός τυφλώνει απότομα τον αντιφατικό και βλάσφημο Συριζαίο Πέρση, και του απαντάει, αυστηρά κι οργισμένα:

«Πάλι μαλακίες λες, υπέρτατο πασοκοσυριζαίϊκο βολεμένο λαμόγιο…»

 Στο  παιχνίδι μπαίνει, παρακάμπτοντας την πηγή του φωτός – κι απευθυνόμενος στον Πέρση, ο ντροπαλός κι αγχωμένος Πικάσο:

«Ε… Έχει δι… δίκιο ο Λε… Λευτέρης, Βα… Βασίλη, δε… δεν είμαστε διο… διόλου  ελ… ελεύθεροι!»

Και:

«Ει… Είμαστε η… ημιπαράνομοι και μι … και μισοσκλαβωμένοι»

Η παρέμβαση του Πικάσο αναστατώνει την πηγή του φωτός, τον μπάτσο Λευτέρη δηλαδή, ο οποίος  σηκώνεται απότομα από τη μουχλιασμένη του καρέκλα, παρατάει τον φακό του στην άκρη του σαπισμένου τραπεζιού, κι αρχίζει την αγόρευση:

«Κι όμως, αγαπητά μου ρεμάλια, υπάρχουν – αυτήν την ώρα  που μιλάμε –  λιγότερο και περισσότερο σκλαβωμένοι  από σας!»

Ο Πικάσο επιμένει, ενώ από το λαπ τοπ του Εμμανουήλ ακούγεται μια γνώριμη αντάρτικη μελωδία – η σκλαβιά πικρό φαρμάκι:

«Και π… ποιοι ει… είναι οι… οι  πιο… πιο ελ … ελεύθεροι, Λευτέρη;»

Η αγανακτισμένη και σκοτεινιασμένη – πια –  πηγή του φωτός απαντάει χωρίς δισταγμό:

 «Πρώτα απ’ όλα είναι οι αλήτες, οι ρουφιάνοι και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι γλεντοκοπάνε – εις υγείαν των κορόιδων – σε κάποια μισάνοιχτα μαγαζιά του Κολωνακίου»     

Κι ενώ η αντιπαράθεση κορυφώνεται στην εγκαταλειμμένη ταβέρνα, καινούργιοι ήχοι ακούγονται:

 Μια μηχανή που αγκομαχεί – και μια φωνή Αρμένική…