Η Μουριά ο Χρόνος και Εμείς

Το ψηλό εκείνο σπίτι με τα ευρωπαϊκά κεραμίδια ήταν το τελευταίο μετά το σπίτι του γιατρού στο ερημικό ετούτο μέρος, τα Πάνω Περιβόλια. Μερικές βίλλες χωμένες μέσα στην πρασινάδα τραβούν γραμμή από τη μια μεριά του δρόμου. Η αντικρυνή κατέβαινε απότομα.

        Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Την άνοιξη όμως το φύλλωμά τους φουντώνει μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και με πετονιές.

Εμένα μου φαίνονταν σαν ένας γέρος καμπούρης που ‘χε χάσει τα μαλλιά του δίχως τα φύλλα τους και όταν τα ξανάβρισκε την άνοιξη σαν έναν νεαρό που απόκτησε ξανά τη δροσιά του, και όχι μόνο αυτό, είχα την εντύπωση ότι μας φίλευε ασταμάτητα πότε άσπρα και πότε μαύρα μούρα. Όλα τα παιδιά κάναμε ένα γύρω από αυτές και δεν σπάζαμε τον κύκλο μέχρι να χορτάσουμε μούρα.

Σε μια μουριά από κάτω ήταν που γνώρισα το Σωτηράκη. Κατάξανθος με δυο στριφτές μπούκλες πάνω από τα καταπράσινα μάτια του. Τον κυνηγούσε κι η Αντιγόνη γύρω απ' τη μουριά δήθεν να παίξουν, ο Σωτηράκης όμως δεν με είχε προσέξει ποτέ, ούτε εμένα που δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του, ούτε την Αντιγόνη που τον κυνηγούσε. Εγώ, έκανα όνειρα όσο τον έβλεπα να τρέχει γύρω από αυτή τη μουριά- δεν ξέρω - κάτι τα βαθυπράσινα φύλλα, κάτι  τα πράσινα μάτια του μου θύμιζαν λίμνες, δάση, ένα καλοκαίρι να είμαστε μαζί. Τον είχα βάλει μέσα σ΄ ένα όνειρο και αιτία ήταν μουριά.

Όταν παίρναμε αγοραίο - τότε δεν υπήρχαν ακόμη ταξί - με τον πατέρα, εκείνος έλεγε στον οδηγό, ''θα μας πας στην οδό Κρίτωνος, πίσω από το Χίλτον στο σπίτι με τις δύο μουριές. Αυτό το τελευταίο δεν του το ‘λεγε απ' την αρχή, αλλά όταν στρίβαμε από τον κάθετο δρόμο και μπαίναμε στο δικό μας. ''Εδώ'', έλεγε ο πατέρας, ''στο σπίτι με τις δύο μουριές''. Αυτές οι μουριές ήταν σαν δυο παραστάτες. Όταν είχα δει σ' ένα άλμπουμ βίλες στη Φλωρεντία που είχαν για παραστάτες δύο λιοντάρια στις εισόδους  τους, τότε σύγκρινα τα λιοντάρια με τις μουριές. Αλλά δεν συγκρίνονταν νομίζω. Τα λιοντάρια ήταν ακίνητα και παγωμένα, μου προκαλούσαν τρόμο μόνο που τα ‘βλεπα στη φωτογραφία, ενώ στη θύμηση της μουριάς κάθε που φυσάει ακούω τώρα τα φύλλα τους να θροΐζουν και τη μουριά να χορεύει το βαλς του αέρα. Εξάλλου δεν ήταν στην ίδια θέση οι μουριές και τα λιοντάρια. Στη βάση της σκάλας του δικού μου σπιτιού -μέχρι να φθάσεις στην είσοδο μεσολαβούσαν έξι - εφτά σκαλοπάτια- υπήρχαν δύο κοντές στήλες που εμένα μου θύμιζαν στρατιώτες χωρίς κεφάλι και χέρια σαν αυτούς που είχα στον προσωπικό μου στρατό που τον φύλαγα στο πατάρι που παλιότερα έμενε η Ευανθία η υπηρέτριά μας.

Θυμάμαι πως το γκρίζο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο- τότε τα πεζοδρόμια δεν είχαν πλάκες - ήταν λεκιασμένα με τα μούρα που είχαν πέσει πριν προλάβουμε να σκαρφαλώσουμε για να τα μαζέψουμε. Η διπλανή μας, η κυρία Τασία έβγαινε και έπλενε με λάστιχο το πεζοδρόμιο από τους λεκέδες μουρμουρίζοντας επειδή είχαμε, όχι μόνο λερώσει απ΄ τα ζουμιά των μούρων το πεζοδρόμιο, αλλά τα είχαμε πατήσει κιόλας σχηματίζοντας μεγάλους μαύρους λεκέδες που δύσκολα θα έβγαιναν.

Το σχήμα των μούρων μας φαινόταν σαν μια μικροσκοπική κυψέλη ή σαν ένα σπάνιο κόσμημα. Κι όμως εμείς είχαμε όσα μούρα θέλαμε να φάμε και άλλα τόσα να λερώνουν το πεζοδρόμιο, ενώ δεν είχαμε μία για να αγοράσουμε στην αγαπημένη μας ούτε ένα φθηνό δαχτυλίδι - σάμπως όμως είχαμε αγαπημένη; - απλά κάναμε όνειρα σαν εκείνα που έλεγε ο πατέρας, θερινής νυκτός. Κι όμως δαχτυλίδια πουλούσαν άφθονα τότε στα πανηγύρια, όταν γιόρταζε κάποιος άγιος, δάχτυλα όμως αγαπημένα που να τα φορέσουν δεν είχαμε. 

Στα πανηγύρια αυτά όταν η γιαγιά, μας έπαιρνε μαζί της, τα μάτια μας θάμπωναν απ' το επίγειο σύννεφο του κόσμου  που αντικρίζαμε  και απ' αυτά που βλέπαμε απλωμένα στους πάγκους. Νομίζαμε ότι δεν ήμασταν στον αληθινό κόσμο, σ' αυτόν δηλαδή που ήμασταν πριν έρθουμε στο πανηγύρι. Εκεί άλλαζαν όλα. Δαχτυλίδια, τσαντούλες με πέρλες, κρεμασμένες κούκλες σ' όλα τα χρώματα, βραχιολάκια, φορέματα, υφάσματα, λουστρίνια κόκκινα και καπελάκια για μικρές κυρίες,  αλογάκια που μας περίμεναν ενώ γύριζαν τρελά και ασταμάτητα. Ένα γύρω λαμπάκια πολύχρωμα από πάνω μας κρέμονταν και φώτιζαν τη χαρά στα πρόσωπά μας. Όλο το παζάρι ήταν γεμάτο από τέτοια λαμπιόνια. Οι μυρωδιές από τους χαλβάδες και το καλαμπόκι που ψηνόταν μας είχε κάνει να πεινάμε αφόρητα. Ξέραμε ότι δεν είχε η γιαγιά μας χρήματα για όλα, αλλά ελπίζαμε πως κάτι θα γίνει στο τέλος και θα παίρναμε ό,τι επιθυμούσαμε.   

Έπρεπε να τα πάρουμε όλα. Οι επιθυμίες μας στροβιλίζονταν κι αυτές όπως τ' αλογάκια που  περίμεναν να τα καβαλήσουμε εκεί στο καρουσέλ, μπερδεμένες με τη μουσική που έπαιζε ακατάπαυστα και τόνιζε το πέρασμα της ώρας. Όλα μέσα σε μια φωτισμένη νύχτα έπρεπε να γίνουν πάση θυσία. Τα μάτια μας έλαμπαν και σπίθιζαν από χαρά και αγωνία να προλάβουμε, να μη τελειώσει το παραμύθι. Η Αντιγόνη αργούσε όμως να τελειώσει το μαλλί της γριάς. Είχε γεμίσει όλο της το στόμα με ζάχαρη, το φόρεμα της κολλούσε από τις ροζ κλωστές του μαλλιού. 

 

Η παρέα μας είχε γίνει ένα με τον κόσμο που πηγαινοερχόταν μπροστά στους πάγκους που ήταν γεμάτοι με όλα όσα ήθελαν να αγοράσουν. Αλλά δεν τα αγόραζαν. Τα περιεργάζονταν μόνο. Τα επιθυμούσαν. Κι αποχωρούσαν με ένα αίσθημα ανεκπλήρωτου.  

Το ποδοβολητό και οι σκληριές φθάσαν στο κατακόρυφο - μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.

Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ' το κατώφλι της καγκελόπορτας:

-Ε! Δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παλιόπαιδα!

-Άκου παλιόπαιδα! Παλιόπαιδα να πεις τα δικά σου παιδιά, λέω εγώ.

Αφού μας διώχνανε από παντού έπρεπε κι εμείς να πάρουμε την εκδίκησή μας. Μαζευόμασταν τα παιδιά της πάνω γειτονιάς με τ' άλλα της κάτω και βάζαμε μπρος το σχέδιό μας. Θα ξεκινούσαμε τις περιπέτειες. Έτσι λέγαμε το κλέψιμο των φρούτων από τις αυλές ή τα περιβόλια. Ό,τι είχε ο καθένας, εμάς δε μας απασχολούσε αυτό, αλλά τα φρούτα όπου κι αν βρίσκονταν. Περιμέναμε λίγο να πέσει το μεσημέρι όπως θα έπεφταν κι αυτοί απ' την κούραση μες στο κατακαλόκαιρο. Βάζαμε σημάδι ένα σπίτι και με ένα νεύμα ξεκινούσαμε λοιπόν. Ανοίγαμε την εξώπορτα, με κινήσεις επιδέξιες ενός κλέφτη και με σιγανά βήματα προχωρούσαμε προς την αυλή του σπιτιού ή το περιβόλι με τα πολυπόθητα φρούτα, αν είχαμε τη τύχη να μην μας πάρουν χαμπάρι. Κάποτε καταφέρναμε και παίρναμε στη ποδιά μας πολλά φρούτα ο καθένας και βγαίναμε θριαμβευτές. Μια φορά όμως που πήγαμε στο περιβόλι ενός γείτονα να κόψουμε ρόδια, την ώρα που τα βάζαμε στη ποδιά μας, εκείνος στεκόταν σαν φάντασμα αντίκρυ μας χωρίς εμείς να τον έχουμε αντιληφθεί και μας τρόμαξε τόσο πολύ που μας έπεσαν όλα τα ρόδια κάτω και μας βγήκαν τα παπούτσια απ' το τρεχαλητό. Το μόνο τρόπαιο που πήραμε, πέρα από την ντροπή  μας, ήταν η τρομάρα και οι άδειες ποδιές μας.

Η παρέα της κάτω γειτονιάς κάποιο διάστημα είχε χάσει το στέκι της για τον ίδιο λόγο που το είχε χάσει και η παρέα της πάνω γειτονιάς και γι αυτό είχε πάρει την εκδίκησή της. Εμείς δεν πήραμε ακριβώς εκδίκηση, αλλά κάτι άλλο, μάλλον κάναμε μία ανακάλυψη που μέχρι τότε δεν την φανταζόμασταν. Αλλά να πω πρώτα πως γεωγραφικά, αν τα παιδιά της πάνω γειτονιάς ήταν οι βόρειοι, αφού ζούσαν στο βορρά, πάει να πει στα πιο ψυχρά μέρη, αν και δεν ήταν καθόλου ψηλομύτικα, εμείς ήμασταν οι νότιοι και φορούσαμε καπέλα από χαρτί που παρίσταναν τις περικεφαλαίες και κρατούσαμε βέργες που είχαμε φτιάξει από τις μουριές που σφύριζαν στον αέρα και έτσουζαν πολύ όταν χτυπούσες τα αδύναμα καλάμια των εχθρών σου.

Οι εχθροί μας δεν είχαν κι αυτοί λιγότερο ισχυρά όπλα, αφού είχαν κόψει από μεγάλες καλαμιές μικρότερα καλάμια και στενά και βάζανε στην άκρη της στενής τρύπας του καλαμιού, στρογγυλούς μικροσκοπικούς κόκκινους καρπούς από ένα δέντρο που δεν τρώγονται, αλλά όταν τους φυσούσες με δύναμη και σημάδευες τα πόδια ή το στήθος των ''εχθρών'' έτσουζε τόσο πολύ που τους εκνεύριζε.

Δεν βρισκόμασταν όμως πάντα σε μάχες μεταξύ μας. Κάποτε, ειδικά τα καλοκαίρια, όταν ο ήλιος  έπεφτε στο πηγάδι της κυρά Αθανασίας - γειτόνισσα και φίλη της γιαγιάς - εμείς μαζευόμασταν όλα τα παιδιά μαζί, μες στην καρότσα του τρίκυκλου, του θείου μου. Ο θείος μου ήταν ένας μπογιατζής με φήμη και είχε ένα πολύ περιποιημένο τρίκυκλο σκεπασμένο με πράσινο μουσαμά απ' έξω και παραθυράκια από μέσα. Ό,τι έπρεπε για καταφύγιο έτσι που βλέπαμε χωρίς να μας βλέπουν. Ένας ένας πηδούσε, λοιπόν, στην καρότσα και βολευτήκαμε όπως - όπως, ο ένας δίπλα στον άλλον και με συνωμοτικές ματιές θα 'λεγες, κοιταζόμασταν σαν να 'χαμε δώσει όρκο πως θα ήμασταν για πάντα μια οικογένεια αχώριστη. Εδώ μέσα στο τρίκυκλο ξεθάβαμε πάντα ιστορίες αληθινές και επινοούσαμε φανταστικές. 

Έτσι προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε γιατί ο ήλιος πέφτει στο πηγάδι της κυρά - Αθανασίας κάθε που σουρουπώνει. Αυτό συνέβαινε, είπα εγώ, επειδή εκείνη πενθούσε το γιο της, τον Παντελή. Τον είχε χάσει πολύ νέο, όπως και πολλές γυναίκες στο χωριό μας είχαν χάσει τα παιδιά τους σε μικρή ηλικία. Το λέγανε καταραμένο χωριό. Οι πιο πολλές γυναίκες φορούσαν μαύρα. Η κυρά - Αθανασία πίστευε πως ο γιος της ήταν σαν τον ήλιο, όλη μέρα έλαμπε και την νύχτα ερχόταν και έσβηνε στο δικό της πηγάδι για να κοιμηθεί. Πετάχτηκε η Αγγελικούλα, όχι δεν κοιμάται εκεί ο γιος της, ξέρω εγώ το μέρος που είναι και αν θέλετε πάμε όλοι μαζί να το εξερευνήσουμε αύριο. Εν τω μεταξύ τη κουβέντα μας τη διέκοψε μια μαύρη φιγούρα που πέρασε αστραπιαία μπροστά από το κρυφό παραθυράκι μας. Νόμιζα πως ήταν η γιαγιά μου που επέστρεψε από το σπίτι της κυρά - Τασίας όπου είχε πεταχτεί να πάρει το βραδινό της γάλα. Σε λίγο ακούσαμε κάτι λυγμούς απ' το σπίτι και πεταχτήκαμε όλα μαζί έξω να δούμε τι συμβαίνει. Είχαν κλέψει το καναρίνι της γιαγιάς. Η μαύρη φιγούρα δεν ήταν εκείνη, αλλά ο κλέφτης. Η γιαγιά τον καταράστηκε και έκλαιγε που έχασε το καναρίνι της. Είχε μείνει να κοιτάζει το άδειο κλουβί και να λέει κακό χρόνο να 'χει, να του κοπούν τα χέρια και άλλα τέτοια. Εμείς τρομαγμένοι τώρα στ' αλήθεια χωρίσαμε και δώσαμε ραντεβού για την άλλη μέρα να πάμε εκεί που εννοούσε η Αγγελικούλα πως ζει και κοιμάται ο Παντελής.

Μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος, και εμείς αποκαμωμένοι απ' την ανηφόρα ακολουθούσαμε την Αγγελικούλα κατά πόδας. Αυτή ήξερε. Έπρεπε να μάθουμε και εμείς. Δεν είναι εύκολο πράγμα να καταλαβαίνεις τι εννοούν πάντα οι άνθρωποι.

Φτάσαμε σ' ένα νεκροταφείο, το μόνο του χωριού μας. Κοιτάξαμε με δέος την τεράστια εξώπορτά του και τα ψηλά κυπαρίσσια ίσαμε το θεό και νιώσαμε ένα δέος ή φόβο δεν ξέρω, αλλά κοιταχτήκαμε και με θάρρος προχωρήσαμε. Αρχίσαμε να ακολουθούμε τα γράμματα και το κάθε μνήμα με το νεκρό του. Ψάχναμε τον Παντελή. Κοιτούσαμε τις φωτογραφίες που είχαν αφήσει εκεί οι μανάδες των παιδιών και λυπόμασταν που κάποια παιδιά δεν ήταν τόσο τυχερά όσο εμείς. Βάζαμε νερό στα διψασμένα λουλούδια τους και καθαρίζαμε τα πεσμένα φύλλα πάνω απ' το μαρμαρένιο σκέπασμά τους. Κάναμε το σταυρό μας και τ’ αποχαιρετούσαμε. Πριν περάσουμε  όλη την αλφάβητο βρήκαμε το γράμμα Π. Κάπου εδώ θα ήταν και ο Παντελής. Μάταια όμως, δεν βρήκαμε το σπίτι του Παντελή. Ρωτώντας ένα παππού που ήταν εκεί, μας είπε ότι όταν περνάει καιρός κάποιοι φεύγουν από εδώ και τους ετοιμάζουν έναν άλλο χώρο για να μείνουν. Δεν πολυκαταλάβαμε τι εννοούσε, αλλά δε ρωτήσαμε και τίποτε παραπάνω. Μας έπιασε μόνο μια θλίψη μεγάλη γιατί νιώθαμε το θάνατο κοντά μας και τη λύπη των γονιών και ένα άγνωστο γιατί χωρίζουμε έτσι οι άνθρωποι. Ένα βαθύ ερώτημα. Ίσως είχε δίκιο η γιαγιά μου. Ο Παντελής μπορεί, ναι, να είχε γίνει ήλιος και να βυθιζόταν στο πηγάδι της κυρά – Αθανασίας κάθε που βράδιαζε. Ίσως αυτό να ήταν το μέρος που  εννοούσε ο άγνωστος παππούς.

Εκτός απ' τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, άλλοι ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλανοι από μακριά.

Έτσι καθώς ο μαρκαδόρος γλιστρά πάνω στο ολισθηρό χαρτί και όλα, θαρρείς,  έχουν τελειώσει, το βέλος του χρόνου αντί να πάει μπροστά στο μέλλον, πήγε πίσω, σ' ένα παρελθόν που τώρα πια μοιάζει παραμυθένιο, ψεύτικο. Κι όμως, είναι αληθινό, σαν τα ψέματα των παραμυθιών. Αλλά όλο αυτό το ονειρικό σκηνικό διαδραματίστηκε μέσα στην σκόνη των χωματόδρομων μιας περασμένης εποχής.

Οι μουριές που πρόσφεραν τη σκιά τους στους έρωτες των παιδιών δεν υπάρχουν πια. Πέθαναν όρθιες, όπως και το σπίτι της γιαγιάς. Και οι άλλες μουριές που παράστεκαν το άλλο σπίτι κι αυτό έχει γκρεμιστεί από καιρό.

Ποιος ξέρει, ίσως και αυτά να βυθίζονται σε κάποιο πηγάδι σαν τον νεαρό Παντελή.

Ο χρόνος είναι το μόνο που έχει απομείνει για να τυραννάει και να ζωντανεύει τις μνήμες μας.

 

Σημείωση:

Τα πλάγια είναι αποσπάσματα από την ''Eroica'' του Κοσμά Πολίτη.