Εκείνη την Παρασκευή

Άλλος για Χίο τράβηξε

και άλλος για Μυτιλήνη

κι άλλος στης Σύρας τα στενά

 αίμα και δάκρυα πίνει

Μάνος Ελευθερίου

Την παραμονή εκείνης της Παρασκευής, λέει ο ποιητής εκείνος, μετά τα μεσάνυχτα, αφέγγαρη νύχτα, με τη θάλασσα ακίνητη, ακύμαντο και γαληνιαία ολωσδιόλου εγενόμην λέει εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω, καρφωμένος ο ποιητής εκείνος, ολωσδιόλου, έπιασε τον εαυτό του να ψιθυρίζει έρχου και βλέπε και όλα έγιναν άβυσσος. Μια μηχανή αυτοκαταστροφής σε κίνηση και οι Ευμενίδες παραμόνευαν και εγώ περίμενα τον Ηράκλειτο, γιατί πίστευα πως η σκέψη μου αθέατη καθώς ήταν είναι αγνωστικιστική. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς αποκαλυπτικά. Ήταν με άλλο τρόπο αβυσσαλέα. Όχι με αυτόν της Αποκάλυψης, αλλά ενός Αρμαγ,εδδώνα. Υπερβολή; Καθόλου. Η μέρα που σημειώνει ο ποιητής είναι η Παρασκευή και η μέρα πριν απ' αυτήν που μιλάει Πέμπτη. Ε, λοιπόν, Παρασκευή ήταν. Ένα ολόκληρο μήνα μετά την εαρινή ισημερία. Ετοιμαζόμουν να πάω σχολείο αλλά το ραδιόφωνο με σταμάτησε. Κάποιος με έδειχνε με το δάχτυλο. Ήμουν ένας δεκαπεντάχρονος σε σκίτσο του Γκρος ή του Ρόκγουελ και άρχισα να ψάχνω τη λέξη που δεν ήξερα, πραξικόπημα αντί επανάσταση που λέγανε εκείνοι οι απεχθείς, οι αηδείς, οι αδίστακτοι που επιβίωσαν αναγεννώμενοι σαν τον Φοίνικα, επτά χρόνια. Επτά ολόκληρα χρόνια. Γι' αυτό λέει η Καμπαλά πως το επτά μπορεί να είναι δυσοίωνο, αποτρόπαιο, όπως ήταν αυτοί.  Ο Μουστακλής έμεινε παράλυτος, ο Κοροβέσης υπέστη τα μαρτύρια του Χριστού και μαζί με την Κίτυ Αρσένη πήγαν στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Ελένη Βλάχου έκλεισε την Καθημερινή. Το Βήμα δημοσίευε δελτία τύπου της χούντας των συνταγματαρχών. Ο ποιητής άργησε να μιλήσει και όταν αποφάσισε να το κάνει, έκανε μια ευσύνοπτη δήλωση κι ύστερα σώπασε. Ο Κοσμάς Πολίτης πέθαΙνε αβοήθητος σε κατ' οίκον περιορισμό. Ο παρ' ολίγον τυραννοκτόνος Αλέκος Παναγούλης δολοφονήθηκε επί Δημοκρατίας. Ποιος μπόρεσε να προφητέψει εκείνη την αποφράδα Παρασκευή που επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας, κατάσταση πολιορκίας, έκτακτης ανάγκης, κλείσιμο της βουλής, ανατροπή του πολιτεύματος και ένας τεράστιος γύψος υψώθηκε πάνω από τη χώρα, τι θα ακολουθούσε.

Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών! Τρεις λέξεις νεκρές γιατί τις σκοτώσατε; Και βρήκε ο ποιητής τη σατυρική του φλέβα και εγώ έβλεπα τις κάνες των τανκς μπροστά στο νοσοκομείο Συγγρού. Εμένα σημάδευαν ή το νοσοκομείο. Εκεί παίζαμε. Αλλά δεν πλησιάζαμε τα τανκς. Δεν παίζαμε πόλεμο γιατί ήταν γύρω μας η καυτή του ανάσα. Γιατί η Κύπρος γιατί ο χοντρός διπλωμάτης με το τριχωτό χέρι μετέφραζε Έλιοτ, τι σύμπτωση! Και ο τίτλος: Έρημη Χώρα. Εφτά χρόνια Ρημαγμένη Χώρα και η Κύπρος στα χέρια τους. Ακόμα. Και σήμερα οι προκλήσεις από λίγους χρυσαυγίτες που χρησιμοποιούν ακόμα και το λόγο του Άγκαμπεν.

Και ήνοιξεν το φρέαρ της αβύσσου, σκοτίστηκε ο ήλιος και μεις κλειδωμένοι στη φυλακή μας, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, ελπίζοντας ότι τα πράγματα δεν θα ομοιοκαταληκτήσουν με το παρελθόν, μισό αιώνα και πλέον. Και ότι η αποφράδα Παρασκευή θα πέσει από το ημερολόγιο και μεις θα ζήσουμε καλύτερα, όπως στα παραμύθια.