Ημερολόγια εγκλεισμού - 20

Κυριακή του Πάσχα 19 Απριλίου

 

οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;

 ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι

 

Επομένως, σαν να λέμε, με την παλιά ζύμη δεν μπορείς να ζυμώσεις καινούργιο άρτο. Και τα πράγματα είναι αναμενόμενο να αλλάζουν από τη στιγμή που ο λίθος αποκεκύλεισθαι από τη θύρα του μνήματος και ο Κύριος ανέστη εκ νεκρών. Γι' αυτό τα πράγματα είναι φυσικό να τοποθετούνται με ένα προ και μετά την Ανάσταση, δεδομένου ότι η Ανάσταση είναι το κορυφαίο γεγονός. Δηλαδή αποτελεί τη νίκη του θανάτου γι' αυτό και ο σχετικός ύμνος λέει θανάτω θάνατον πατήσας. Επί πλέον διαχωρίζει διά παντός του θνητούς από τον αθάνατο Θεό και ακόμα ο Ιησούς που ήρθε ως εξανθρωπισμένος θεός ντύνεται πάλι την σκευή του θεού, χάνει δηλαδή την ανθρώπινη υπόστασή του, γίνεται άυλος. Γι' αυτό ο Ιησούς δεν έχει παιδική ηλικία ούτε νεανική. Εμφανίζεται όντας ενήλικας. Δεν εξετάζουμε αν όντως ήταν ιστορικό πρόσωπο και αν είχε όντως αυτά τα χαρακτηριστικά, ωστόσο έχουμε πολύ λίγα στοιχεία για να φιλοτεχνήσουμε οποιοδήποτε χαρακτηρολογικό πορτραίτο του. Δεν έχει πολιτικές ιδέες, δεν έχει καν χαρακτήρα ο Ιησούς, αφού είναι πέραν του καλού και του κακού και αφού μπορεί να περπατήσει επί των υδάτων ή να αναστήσει τον Λάζαρο ή να κάνει πολλούς άρτους ευλογώντας έναν και να ταΐσει ένα πλήθος κόσμου, δεν είναι του κόσμου τούτου. Ήρθε στη γη για να κηρύξει ως προφήτης το Λόγο του Θεού. Όλοι οι προφήτες είχαν ανθρώπινη υπόσταση, αλλιώς δεν θα συλλαμβάναμε την ασύλληπτη έννοια Θεός, όπως δεν αντιλαμβανόμαστε την έννοια του απείρου αφού είμαστε πεπερασμένα όντα. Είμαστε προσωρινοί αν και ''ύστερα από μας τίποτα το αξιόλογο δε θα 'ρθει''. Γιατί δε μπορεί να υπάρξει μετά το πέρασμά μας από τη γη κανένα πιο υπέροχο αλλά και πιο καταστροφικό πλάσμα από μας.

''Το δάσος ήταν δυτικά. Περπατούσαμε μαζί με τον ήλιο.  Άμα στεκόσουν στη δυτική άκρη του, έβλεπες τον ήλιο να χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, απολαμβάνοντας και την τελευταία του ακτίνα.

Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες''. Καθώς η μέρα έγερνε στο μαξιλάρι της, πέθαινε για να ξαναγεννηθεί την επομένη ο άνθρωπος, στην προκειμένη περίπτωση, ο συγγραφέας Γιόζεφ Ροτ, εβραίος της Γαλικίας, δηλαδή φτωχός, αναπολεί σ' ένα σπάραγμα ενός πολύ μεγαλύτερου κειμένου που όμως δεν έγραψε όμως ποτέ, τα παιδικά του χρόνια, που τα έχει συνδέσει μ' αυτό το εξαίσια ζουμερό φρούτο, την φράουλα που όπως αυτή ζει ένα μήνα όλο και όλο, την Άνοιξη έτσι και η παιδική ηλικία διαρκεί ελάχιστα, θαρρείς, λίγο περισσότερο απ' τις φράουλες.

''Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ' τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα όχι από ταπεινοσύνη, αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις. Τα μήλα, τα κεράσια και τα αχλάδια τεντώνεσαι για να τα φτάσεις. Σε αναγκάζουν να σκαρφαλώσεις.

Μικρά σβολαράκια χώμα ήταν κολλημένα στις φράουλες, τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι - κι έτσι τα 'βαζες στο στόμα σου. Έτριζαν ανάμεσα στα δόντια, αλλά ο χυμός της φράουλας τα παράσερνε και η απαλή ψίχα του φρούτου σου χάιδευε τον ουρανίσκο''.

Οι περισσότεροι άνθρωποι αν και όσο περνάν τα χρόνια και τα πράγματα αλλάζουν και οι μετανάστες μεταναστεύουν εξ ανάγκης, έχουν μια πατρίδα την πατρίδα της γενέτειράς τους την πατρίδα της παιδικής τους ηλικίας. Μια πατρίδα - αν και όχι πάντα αν και όχι σ' όλες τις περιπτώσεις - που είναι ο παράδεισος που πάντα σχεδόν είναι χαμένος, αφού η παιδική ηλικία περνάει και ο άνθρωπος ενηλικιώνεται. Ο Γιόζεφ Ροτ όμως εξαιτίας των αλλαγών που επέφερε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έχασε εκτός από τα παιδικά του χρόνια και την πόλη που γεννήθηκε - ή τουλάχιστον ο ήρωάς του - που δεν είναι ακριβώς ο ίδιος, αφού έχει άλλο όνομα, τον λένε Ναφτάλι Κρόυ.

''Είναι παράξενο να χάνεις την πόλη που γεννήθηκες’’, γράφει στις Φράουλες ο Ροτ, ''νιώθεις σαν να 'σαι εκατό φορές εκατό χρονών, σαν να ξαναγυρίζεις από τον τάφο. Όταν με ρωτούν πού γεννήθηκα δεν ξέρω τι ν' απαντήσω. Κι επειδή ο τόπος μου δεν υπάρχει πια, δεν έχω πατρίδα πουθενά, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου''.

Έτσι ο Ναφτάλι Κρόυ επειδή ήθελε να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα της Ανταρκτικής μετανάστευσε στο Μπουένος Άιρες. Ο Ροτ δεν είναι παρά άνθρωπος με ελάχιστες αποσκευές που πάντα φυσικά τις κουβαλάει μαζί του, είναι ο αιώνιος πλάνητας, ένας κοσμοπολίτης flaneur, αυτός που πληροί την έννοια του περιπλανώμενου Ιουδαίου. Ο Ροτ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της μάλλον σύντομης ζωής του σε δωμάτια ξενοδοχείων. Υπήρξε γερός πότης. Το αλκοόλ είχε ποτίσει κάθε πόρο σώματός του. Το πάθος αυτό τον βοηθούσε να ζήσει και να γράψει ζώντας σε χαλεπούς καιρούς, την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την κτηνωδία των δικών της Μόσχας. Έζησε όμως κι ένα τέλος εποχής, το τέλος της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας που γι' αυτόn ήταν η συντέλεια του κόσμου.

''Το φθινόπωρο εκείνο, που ο Ναφτάλι Κρόυ ήρθε στη Βιέννη, ήταν το πιο θλιμμένο φθινόπωρο της ζωής μου. Ο πόλεμος και η επανάσταση είχαν τελειώσει, χώρες κι άνθρωποι έτρεμαν ακόμα, κι ας είχε ξεθυμάνει πια η θύελλα που είχε πέσει πάνω τους. Ήμουν ένας κακομοίρης, ένας φτωχός διάβολος. Μόνο το δισάκι μου είχα. Και μέσα στο δισάκι το πανωφόρι μου. Τα παπούτσια που φορούσα τα χρωστούσα σε μια εκνευριστική πράξη φιλανθρωπίας. Ήταν λουστρίνια. Αυτά μπορούσε να τα στερηθεί ο φιλάνθρωπος ευεργέτης μου.

Τα λουστρίνια είχαν σκάσει και από τις λεπτές τους σόλες περνούσε όλη η υγρασία του φθινοπωρινού κόσμου, που ήταν μούσκεμα από τη βροχή. Όταν τα καθάριζα από τη βρομιά των δρόμων, γυάλιζαν με τρόπο εκπληκτικό. Ήταν ένα δώρο βασανιστικό''.

''Η πόλη μας ήταν φτωχή. Οι κάτοικοί της δεν είχαν σταθερό εισόδημα, ζούσαν από θαύμα σε θαύμα. Υπήρχαν πολλοί που δεν έκαναν τίποτα. Έκαναν μόνο χρέη. Αλλά από ποιον δανείζονταν; Χρήματα δεν είχαν ούτε οι δανειστές. Ζούσαν από ευκαιρία σε ευκαιρία. (...)

Τους φτωχούς μας τους τάιζε ο κύριος Κόμης. Μα όσοι δεν είχαν άδεια να ζητιανεύουν πέθαιναν απ' την πείνα, τους έβγαζαν οι δικοί τους στο δρόμο να προλάβουν τη νεκροφόρα, οι μαυροντυμένοι αμαξάδες μαστίγωναν τα μαύρα τους άλογα να πάνε πιο γρήγορα, κι οι συγγενείς των πεθαμένων έτρεχαν από πίσω τους, λες και βιάζονταν όλοι, ζωντανοί και νεκροί να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στα ξέχειλα νεκροταφεία. Δεν χωράνε άλλοι! Δεν χωράνε άλλοι! έκρωζαν τα κοράκια. Αυτά τα αχόρταγα πουλιά κρέμονταν μαύρα και βαριά στα γυμνά κλαδιά, καρποί φτερωτοί, που φτεροκοπούσαν και λογομαχούσαν δυνατά, ζύγωναν πετώντας τα σπίτια και χτυπούσαν τα παγωμένα τζάμια με τα ράμφη τους σαν σπουργίτια, κοντινά σαν άσχημα μαντάτα, μακρινά σαν άσχημα προαισθήματα, μαύρες φοβέρες πάνω στα μαύρα κλαριά και στο άσπρο χιόνι''.

Έχει δίκιο ο Καμύ όταν λέει στο η Καλή και η Ανάποδη:''Τώρα δεν εύχομαι πια να είμαι ευτυχισμένος αλλά να έχω συνείδηση της πραγματικότητας''. Και παρακάτω: ''Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους;  Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται σε λίγο το καλοκαίρι; Αλλά να τα μάτια και η φωνή εκείνων που πρέπει να αγαπώ. Είμαι δεμένος με τον κόσμο με όλες μου τις κινήσεις, με τους ανθρώπους με όλο τον οίκτο και την ευγνωμοσύνη μου. Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δεν θέλω να επιλέξω, δε μου αρέσει να επιλέγω. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να είσαι οξυδερκής και ειρωνικός.(...)Το πραγματικό θάρρος είναι ακόμα να κρατά κανείς τα μάτια ανοιχτά στο φως όπως και στο θάνατο''.

 

Σημείωση:

Τα αποσπάσματα από τις Φράουλες, του Ροτ είναι σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδη, εκδόσεις Άγρα 2020, ενώ τα αποσπάσματα από το η Καλή και η Ανάποδη, του Καμύ, είναι σε μετάφραση Νίκης Καρακίτσου - Ντουζέ και Μαρίας Κατσαμπαλόγλου - Ρομπλέν, εκδόσεις Καστανιώτης 2000.