Ημερολόγια εγκλεισμού - 19

Μ. Σάββατο 18 Απριλίου

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!

Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει

καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

 

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,

τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν

κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,

νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

(Κώστας Βάρναλης)

Από τη Γαλιλαία, την Γεσθημανή, το χωρίον, ως το Γολγοθά, τον λεγόμενο Κρανίου Τόπο, από το πραιτόριο με τον Πιλάτο να νίπτει τας χείρας του και να ρωτάει τον Ιησού και τι εστίν αλήθεια, και εκείνος να μην απαντά, ως τον Σίμωνα τον Κυρηναίο που του φορτώνουν το Σταυρό, απ' τους τέσσερις Ευαγγελιστές, τον Μάρκο, τον Ματθαίο, τον Ιωάννη και τον Λουκά ως τον Βάρναλη, τον Σικελιανό, τον Πεντζίκη, την Καρρέλη τον Γιώργος Ιωάννου και άλλους πολλούς, ων ουκ έστιν αριθμός, δύο γυναίκες θρηνούν την απώλεια, η μια του γιου της, η Παναγία, και η άλλη η Μαγδαληνή του Κυρίου της που την συγχώρεσε πρόσφατα και οι δυο όπως στη θρησκευτική και κοσμική εικονογραφία είναι κουλουριασμένες στη βάση του Σταυρού και θρηνούν. Η πρώτη λέει:

Ω γλυκύ μου έαρ / γλυκύτατον μου τέκνον / που έδυ Σου το κάλλος / ω φως των οφθαλμών μου/

 Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;

Θρῆνον συνεκίνει, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, σοῦ Λόγε νεκρωθέντος.

 

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει

(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)

σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει

κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση! (Βάρναλης)

 

Η Μαγδαληνή είχε ακόμα ζωντανή την εικόνα γονατισμένη πάνω από την λεκάνη να πλένει τα πόδια του Ιησού κι ύστερα να τα σκουπίζει με τους βοστρύχους των μαλλιών της. Τώρα είναι απαρηγόρητη που νιώθει την ορφάνια της. Σαν να χάθηκε με μιας η συγχώρεση που πήρε και πρέπει Εκείνος να αναστηθεί και να της την ξαναδώσει γιατί ουκ έστιν άνθρωπος ος ζήσεται και ουκ αμαρτήσει γνωρίζοντας πως Εκείνος μπορεί να σε συγχωρήσει ακόμα και εβδομήκοντα επτά φορές.

Τον επιτάφιο ακολουθούσε και ο Λάζαρος που ευχόταν από μέσα του πως όπως ο Ιησούς ανάστησε αυτόν θα έκανε το ίδιο μέσω του Πατρός του και για τον εαυτό του. Ο μόνος που δεν ήλπιζε τίποτε και ποτέ ήταν ο Ιούδας, οποίος κατά τους Ευαγγελιστές, αφού έριξε τα αργύρια στο πάτωμα της συναγωγής, εξελθών απήνξατο, κρεμάστηκε σε μια συκιά που ξεράθηκε αμέσως μετά. Αυτή ήταν η σκληρή τιμωρία - αυτοτιμωρία -που επιφυλάχθηκε στον προδότη για το φίλημα στο μάγουλο του Ιησού. Κι ο Πέτρος που Τον είχε τρεις φορές απαρνηθεί την ώρα που ο ζηλωτής Ιούδας προσπαθούσε -λένε- να τον κάνει να επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων, όπως νόμιζε εκείνος πως έπρεπε να γίνει. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν το είχαν προβλέψει οι γραφές. Ο Ιησούς εξανθρωπίστηκε, όχι για να κάνει επανάσταση, πολιτικοκοινωνική, όπως και ο Λούθηρος αιώνες αργότερα που δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά για να φέρει μια καινούργια θρησκεία στους ανθρώπους. 

Βράχος ο κάθε λογισμός στον άλλο απάνω,

δίχως μια μάταιη τέχνη, στήνουνε το κοιμητήρι,

τείχος,

 

Που στον αιώνων άσωτο τον ποταμό αν κυλήσει,

καθώς το σήκωσε η Ψυχή, το ξαναπαίρνει η Φύση...

 

Ω κυπαρίσσια, δόστε μου σαν έρχομαι σιμά σας,

ναμ' άξιος για το μύρος σας και για τ' ανάστημά σας

(...)

 

Τ' αύριο, το χθες, το σήμερα, ο ένας παλμός να ορίζει,

που σε τρισκότιδη  νυχτιά όλο τ' αστέρι αθροίζει!

 

Τι πάνω από τα φέρετρα δεν θα στορήσεις, Μνήμη,

με το κοντύλι το χρυσό σκυφτή, και με το κίμμι,

 

τα κροσσωτά τους τσίνορα μακραίνοντας τις κόρες,

βάφοντας μαύρες των ματιών, σα στο Φαραώ τις κόρες. (Άγγελος Σικελιανός)

 

Οι πολιτείες ακυβέρνητες: Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Αλεξάντρεια, Ιερουσαλήμ, ακόμα και Θεσσαλονίκη.

πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του

έξ’ απ’ την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι

όπως κάθονται απάνω στ’ άνθη οι πεταλούδες

μια ωραία πεταλούδα κι’ έν’ άδειο γραμματοκιβώτιο

ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές

νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε

στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα

στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα

όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του

ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά

λέει ο  Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στα Σκόρπια Φύλλα και εγώ λέω:

Κάθισα να γράψω ένα μυθιστόρημα, εξιστόρηση των σχέσεων του εαυτού μου με τον εαυτό μου, ενώ ο Πεντζίκης εξηγεί στο ο Πεθαμένος και η Ανάσταση:

Καταλαβαίνω πόσο ο καθένας έχει δίκαιο έναντί μου, άσχετο τι λέω και υποστηρίζω. Δεν πιστεύω ότι με τα λόγια βρίσκω το δίκαιό μου. Το δίκαιο μειώνει το μέγεθος του κόσμου που ζητώ ν' αγκαλιάσω. Ντρέπουμαι που είμαι αδιόρθωτα εγωιστής.

Κάθισα ν' αρχίσω ένα μυθιστόρημα με τις παραπάνω φράσεις. Εξιστόρηση των σχέσεων του εαυτού μου με πρόσωπα και πράγματα.

Εγώ δεν μπορώ ν' αγκαλιάσω κανένα μέγεθος, πόσο μάλλον τον κόσμο, δεν σκέφτομαι με όρους τέτοιους. Μπορεί να είμαι και πιο ταπεινός απ' αυτόν. Αν κι αυτός είναι πιο πιστός από μένα. Κι αυτός ονειροπολεί, όπως εγώ και φαντάστηκε, λέει, έναν νέο να στέκει στο παράθυρο μιας κάμαρης και να βλέπει άντικρυ, πέρα από τον κήπο με τα δέντρα και τα λουλούδια, το παράθυρο μιας κοπέλας αλλά ο νέος αυτός βρίσκει, λέει, ανήθικη κάθε ονειροπόληση ευτυχίας και ας μη μπορεί να καθαρίσει εντελώς από μέσα του τον πόθο. (...) Ο μηχανισμός της σκέψης μου ακατάστατος, όπως και ο δικός μου (...) κόβω του ψωμιού τις άκρες και πετώ τα κομμάτια. Όλα είναι μολυσμένα (...) επαναστατώ, θέλω να σηκωθώ, να βγω, μα είμαι περιορισμένος. Θα ξεντυθώ τα ρούχα μου να βγω γυμνός (...) σκοτάδι τριγύρω μου πυκνό. Δεν βλέπω. (...) Δεν βρίσκω τον ήρωα. Ο ερωτευμένος νέος στο παράθυρο μου φαίνεται γελοίος. Θέλω να μιλήσω με δύναμη, ώστε η ζωή μου να μπορεί να δικαιώσει τη ζωή του.

Στο μεταξύ η Ζωή Καρρέλη επεμβαίνει μετά το κατόρθωμά της να περάσει τη Στενή Πύλη:

 

Μακραίνουν, μικραίνουν οι ενθυμήσεις, οι διηγήσεις,

η πραγματικότητα έχει αλλάξει

και σου εμποδίζει τη φαντασία

ο δρόμος ευρύς, καλοστρωμένος

προκαλεί νόμιμη αδιαφορία.

 

Νοσταλγία. Πώς αισθανόσουν, τότε,

τον εαυτό σου, μέσα στην πόλη σου!

 

Πότε το σώμα θα ξυπνήσει,

στην πάσα του Θεού αγάπη και σοφία,

τ’ όνειρο πότε θα εξηγήσει τη ζωή;

 

Της γης κάποτε η θεά γονιμοτάτη,

το τέκνον που σου αφήρεσαν σε υποχθόνια

βάθη και ξέσπασες σε θρήνους γοερούς

που κι οι θεοί τους φοβήθηκαν.

Όμως, όταν σταυρώσαν τον Μονογενή,

του κόσμου έαρ το γλυκύτατον,

τότε, απόμεινες αμίλητη,

του πόνου η ευλαβεστάτη,

Μητέρα απειράριθμη, απέραντη,

η καθημένη στο θρονί και η προσβλέπουσα

το φως του κόσμου η κρατήσασα

«ως νήπιον νέον τον προ αιώνων Θεόν»,

τον κόσμον η κινήσασα προς νέαν αρχήν,

της γυναικός περιβληθείσα δόξα την απτόητη.

Και μετά από όσα βάναυσα, βλάσφημα και φρικτά διαδραματίστηκαν την εβδομάδα των Παθών αντί ο Θεός να εξαπολύσει τον Αβαδδών τον εξολοθρευτή, ελληνιστή Απολύωνα, έδωσε ένα μοναδικό ανεκλάλητο μήνυμα όπου γης καθώς η μέρα του Μεγάλου Σαββάτου ξημέρωνε και η Μαγδαληνή με την Μαρία του Ιακώβου έχοντας προμηθευτεί μύρα πορεύονταν προς το μνήμα του Ιησού, είδαν την πέτρα που το έκλεινε να μην είναι στη θέση της και ο Ιησούς να λείπει. Το μήνυμα λοιπόν, ήταν μήνυμα Αναστάσεως, λαμπρής, και ανεκλάλητης που βούλωσε τα στόματα εχθρών και άλλων δαιμόνων και έφερε στον κόσμο την ευφροσύνη και την αγάπη.