Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Β’ – Σκόπιμες μετακινήσεις κι Άσκοπες Ελευθερίες

Εντυπωσιακή, όσο και μη – πάρα πολύ –  αναμενόμενη, εμφάνιση κάνει στην  αλυσοδεμένη ταβέρνα ο Λευτέρης Σαμαράκης, συνταξιούχος – εδώ και λίγο καιρό –  αξιωματικός του Λιμενικού ή της Πυροσβεστικής – δεν ενθυμούμαι καλά μιας και τον γνώρισα λίαν προσφάτως, επονομαζόμενος και ως: ο Μπάτσος.         

Ο – ζαλισμένος, αλλά εμφανώς ικανοποιημένος –  Πέρσης αναλαμβάνει το καλωσόρισμα:

«Μα τι ευχάριστη έκπληξη, αγαπημένε μας μπάτσε!»

Ο Λευτέρης αρχίζει επιθετικά, αγνοώντας τις γαλιφιές του Συριζαίου Πέρση:

«Ήμουν σίγουρος, ρεμάλια, ότι θα σας έβρισκα όλους εδώ πέρα, ξανά…»

Και –  ακόμα πιο αυστηρά:

«Γιατί δεν είστε σπίτια σας; Γιατί δεν εφαρμόζετε τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης; Ανεύθυνοι!»

Ο Πέρσης απαντάει παραπονιάρικα –  και παραστατικά:

«Μα Λευτέρη μου, σπίτι μας είμαστε! Εγώ μένω στον πρώτο όροφο, ο Γιαπωνέζος στον τρίτο, ενώ τα παιδιά μένουν παραδίπλα!»

Και συμπληρώνει, με  θεατρινίστικο και λεπτά ειρωνικό στυλάκι:

«Μα ούτε ένα προαυλισμό δε μπορούμε να κάνουμε πια, κυρ –  αστυνόμε μου; Αφού, όπως βλέπεις, όλοι μας τηρούμε τους κανόνες της κοινωνικής και …  μπρεχτικής αποστασιοποίησης!»

Επειδή έχει βραδιάσει για τα καλά δε μπορώ να διακρίνω την έκφραση του προσώπου του Λευτέρη, Αλλά μπορώ όμως να ακούσω τη φωνή του:

«Και τρόμος και αθλιότητα στο τρίτο Ράιχ, λοιπόν» μονολογεί, σχεδόν ψιθυριστά…

Για να προσθέσει, ύστερα από μικρή παύση:

«Δίψασα, γ..ώ τη μου…»

Κι αμέσως μετά αρχίζει να μετακινείται, μάλλον σκόπιμα:

Βγάζει έναν φακό από τη τσέπη του μπουφάν του,  τον ανάβει κι αρχίζει να πλησιάζει προς το τραπέζι μας με σταθερό βηματισμό… Μόλις φθάνει, εστιάζει την δέσμη φωτός του φακού του, αρχικά, πάνω στο σετάκι με τα πλαστικά ποτήρια, κι ύστερα, στο μεγάλο μπουκάλι … Αφού αφήνει τον φακό στο τραπέζι, βγάζει ένα πλαστικό ποτήρι από το σετάκι, ανοίγει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία το μπουκάλι  και γεμίζει το  ποτήρι του  με ρακί… Ύστερα, κι αφού απομακρύνεται λίγο, κρατώντας το φακό στο δεξί του χέρι, και το  γεμάτο ποτήρι στο αριστερό, αρπάζει μια αδέσποτη ψάθινη καρέκλα, ίσως τη μοναδική μη αλυσοδεμένη του εγκαταλειμμένου μαγαζιού, την γυρίζει ανάποδα και, αφού ακουμπάει το ποτήρι του στην άκρη ενός γυμνού και ανεμοδαρμένου τραπεζιού, την καβαλάει…

Ο Ρίνγκο ξεπροβάλλει περήφανα και ρωτάει τον μπάτσο – πυροσβέστη –  λιμενικό:  

«Πότε θα κάνει Λευτεριά, Λευτέρη;»

Ο Λευτέρης Σαμαράκης φωτίζει με το φακό τον Ρίνκγο, πίνει μια γενναία γουλιά ρακί, αφήνει τον αναμμένο φακό στο γυμνό τραπέζι, ανάβει ένα τσιγάρο, τραβάει μια ρουφηξιά και απαντάει, και πάλι χαμηλόφωνα:

«Η Ελευθερία είναι άσκοπη, Αμβρόσιε φίλε μου. Η κίνηση είναι σκόπιμη»     

Η αποστασιοποιημένη – όσο και σκόπιμα άσκοπη –  αυτή βραδινή συνεδρία – η προαυλισμός –  γίνεται ολοένα και πιο παράξενη…