Ημερολόγια εγκλεισμού -17

Μ. Πέμπτη, 16 Απριλίου

Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός

βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη.

Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά

ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

 

Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος

η χαραυγή θα σε ξεκάνει.

Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,

κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.

 

Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός

στις εκβολές του θα προσφέρει

όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν

κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.

 

Πίσω απ’ τους λόφους, πίσω απ’ τα βλέφαρα

υπάρχει τόπος και για σένα.

Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,

χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.

(Γιάννη Αγγελάκας)

 

Η Μ. Πέμπτη βουβή κι αυτή με τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάμνηση μόνο, αφού η καμπάνα δε θα μας καλέσει και ο παπάς δε θα βγει στην Ωραία Πύλη να διαβάσει τα Πάθη και να ψάλλει περιφέροντας το σταυρό (όλη η τελετουργία της Ορθόδοξης εκκλησίας σε μια μόλις εβδομάδα):

  Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου,

ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας.

Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται

ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς.

Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται

ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανον ἐν νεφέλαις.

Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.

Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.

Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.

Προσκυνοῦμεν σου τὰ πάθη, Χριστέ.

Αλλάξαμε συνήθειες. Και οι γιορτές βουβάθηκαν. Κανείς να μην κυκλοφορεί έξω. Σαν να μην υπάρχει έξω. Όλα γίνονται εντός και οι προμήθειες περιορισμένες κι αυτές. Τυχεροί αυτοί που έχουν σκύλους, κερδίζουν μιας ώρας βόλτα. Και αυτοί που αθλούνται ή περπατούν μπορούν να πάνε σε όσα άλση δεν έχουν κλείσει κι ύστερα ο στίχος του Σαββόπουλου:

Τα καφενεία όλα κλειστά

κι οι φίλοι άφαντοι

κανείς δε θα μας περιμένει 

και το κερί της Ανάστασης δε θ' αγοραστεί καν

Ακόμα τούτ' η Άνοιξη (Έγκλειστοι) ραγιάδες

και για να αρχίσουμε απ' την αρχή.

Είναι Άνοιξη. Αφέγγαρη η νύχτα στη μικρή πόλη, χωρίς αστέρια, βιβλικά μαύρη. Πέτρινοι σιωπηλοί δρόμοι και το δάσος καμπούρικο με τους ερωτευμένους, τους λαγούς, αθέατο κατεβαίνει κούτσα - κούτσα ως τη μαύρη - κορόμηλο, μαύρη- κοράκι, την ελαφροκυματούσα θάλασσα με τις ψαρόβαρκες. 

Ψιθυρίζει η πρώτη φωνή στο Κάτω απ' το Γαλατόδασος του Ντύλαν Τόμας (μτφρ. Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ), και σε λίγο θα περιμένουμε να δούμε αυτό το παράξενο δάσος που στάζει γάλα να περπατάει όπως στον Μάκβεθ που βλέπει ένα δάσος να κινείται και το παράλογο να εγκαθίσταται στο αριστούργημα του Σαίξπηρ και στο μυαλό του φονιά. Εδώ, ωστόσο, τα πράγματα είναι λιγότερο σκοτεινά, πιο ονειρικά και όλα θαρρείς πως τραγουδούν.

Τα σπίτια είναι τυφλά σαν τους τυφλοπόντικες (αν κι αυτοί βλέπουν καλά τη νύχτα μέσα απ' τις βελούδινες τρύπες τους, ξεμυτίζοντας), τυφλά σαν τον Καπετάν - Γάτο εκεί στη μέση κοντά στη βρύση και το ρολόι της πόλης, τα κατάκλειστα μαγαζιά, το Ίδρυμα Κοινής Ωφελείας μαυροφορεμένο στο σκοτάδι. Η νανουρισμένη, βουβαμένη πολιτεία με τους ανθρώπους της κοιμάται τώρα.

Και καθώς αφήνουμε το δάσος που θα μας περιμένει να ξαναγυρίσουμε κάνοντας ένα άλμα ανεβαίνουμε συνοδηγοί στο αεροπλάνο που πιλοτάρει ο Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ για να δούμε από ψηλά μαζί του τη Γη των Ανθρώπων (μτφρ. Α. Μοσχοβάκης):

Η γη μας μαθαίνει για μας πιο πολλά απ' όλα τα βιβλία. Γιατί μας αντιστέκεται. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του όταν αναμετριέται με το εμπόδιο. Χρειάζεται όμως, για να το φτάσει, ένα εργαλείο. Χρειάζεται ένα τσαπί, ή ένα αλέτρι. Ο χωρικός, όταν οργώνει, αποσπά λίγο λίγο κάποια μυστικά απ' τη φύση, και η αλήθεια που αποκαλύπτει είναι παγκόσμια. Όμοια τ' αεροπλάνο, το εργαλείο των αεροπορικών γραμμών, μπάζει τον άνθρωπο σ' όλα τα πανάρχαια προβλήματα. Μπροστά στα μάτια μου έχω πάντα την εικόνα από την πρώτη νύχτα που πέταξα στην Αργεντινή μια σκοτεινή νύχτα όπου μόνα φώτα αραιά λαμπύριζαν, σαν άστρα σκορπισμένα στον κάμπο.

Καθένα φανέρωνε μέσα σ' αυτόν τον ωκεανό του ερέβους, το θαύμα μιας συνείδησης. Σ' κείνο το σπίτι διάβαζαν, συλλογιόνταν, κουβέντιαζαν. Στ' άλλο γύρευαν ίσως να εξιχνιάσουν το διάστημα, μοχθούσαν σε υπολογισμούς για το νεφέλωμα της Ανδρομέδας. Εκεί κάτω αγαπιόνταν. Αραιά και που σπίθιζαν στην εξοχή φώτα που γύρευαν να συντηρηθούν. Ίσαμε τα πιο διακριτικά, το φως του ποιητή, του δασκάλου, του ξυλουργού. Όμως, ανάμεσα στα ζωντανά αυτά αστέρια πόσα παράθυρα κλειστά, αστέρια σβηστά, άνθρωποι που κοιμούνταν...

Πρέπει να προσπαθήσουμε ν' ανταμώσουμε. Πρέπει να δοκιμάσουμε να επικοινωνήσουμε με κάποια απ' αυτά τα φώτα που καίνε αραιά και που, στον κάμπο.    

Άμποτε! και αντί να προσγειωθούμε στο Μπουένος Άιρες ξαναχωνόμαστε στο Γαλατόδασος, εκεί που η Πρώτη Φωνή πολύ σιγανά λέει:

Σσσσσσ... τα μωρά κοιμούνται, οι γεωργοί, οι ψαράδες, οι έμποροι, οι συνταξιούχοι, ο τσαγκάρης κοιμάται, ο δάσκαλος, ο ταχυδρόμος, ο ταβερνιάρης, ο νεκροθάφτης, και η ζωηρή του χωριού, ο μέθυσος, η ράφτρα, ο παπάς, ο αστυνόμος, η γυναίκα με τα μύδια και τα παππίσια πόδια και οι ταχτικές νοικοκυρές.

Τα νέα κορίτσια στα μαλακά κρεβάτια γλιστρούν στ' όνειρό τους ως στο δάσος που αντηχεί σαν εκκλησιαστικό όργανο (...). Τ' αγόρια κάνουν πονηρά όνειρα (...) ή αλωνίζουν κουρσεμένες θάλασσες. Μπορείς ν' ακούσεις τη δροσούλα να πέφτει και την πόλη σε σιγή ν' ανασαίνει. Μόνο τα δικά σου μάτια μένουν ανοιχτά και βλέπουν τη μαύρη πολιτεία βυθισμένη, τυλιγμένη σε ύπνο αργό. Και μόνο εσύ μπορείς ν' ακούσεις την αόρατη πτώση των άστρων, τη θάλασσα στην πιο σκοτεινή της στιγμή, την πριν απ' την αυγή μόλις που την αγγίζει η δροσούλα και κείνη ορθώνεται μαύρη με τα μικρότατα ψάρια.  

Ξανά πίσω στον Εξυπερύ που μας λέει κάτι πολύ επίκαιρο:

Μπορείς να ξεθάψεις τα ξύλινα είδωλα και ν' αναστήσεις τους παλιούς μύθους, που έχουν, λίγο - πολύ, αποδείξει την αξία τους, μπορείς ν' αναστήσεις τις μυστικιστικές εξάρσεις του Παγγερμανισμού ή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μπορείς να μεθύσεις τους Γερμανούς με τη μέθη πως είναι Γερμανοί και συμπατριώτες του Μπετόβεν. Μπορείς να τους μεθύσεις ακόμα κι ως τον τελευταίο χαμάλη. Σίγουρα είναι πιο εύκολο παρά να βγάλεις ένα Μπετόβεν από έναν χαμάλη.