Ημερολόγια εγκλεισμού - 14

14 Απριλίου

Αυτό το ημερολόγιο δεν έχει γραφτεί παρά για

μας και για τους τρεις ή τέσσερις φίλους που

ο χαρακτήρας τους μοιάζει με το δικό μας. |Σταντάλ 9 Μάρτη 1811|

 

 

Ότι βρίσκεται σ' αυτό το τετράδιο είναι

σχεδόν ψέμα, προσποίηση. Η σκέψη πως

εκείνη είναι εκεί και διαβάζει πάνω από

τον ώμο μου ελαττώνει και εκφυλίζει την

αλήθεια μου. |2 Ιούνη 1863 Λ. Τολστόι|

 

Ο Παύλος Α. Ζάννας είχε φυλακιστεί επί δικτατορίας για τις ιδέες του. Ήταν ένας από την ομάδα των ''Έξι της Θεσσαλονίκης'' που είχαν καταδικαστεί στη δίκη της ‘’Δημοκρατικής Άμυνας’’ το Νοέμβριο του 1968. Ο Στρατής Τσίρκας τον ειδοποίησε πως θα αναδημοσίευαν στα Νέα Κείμενα το συλλογικό αντιστασιακό τόμο, κάποια αποσπάσματα από το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο του Προυστ.

Διαμαρτυρήθηκα, λέει ο Ζάννας, και μήνυσα πως θεωρούσα το κείμενο αυτό τελείως ακατάλληλο για μια έκδοση που έπρεπε να είναι ζωντανή και μαχητική. Υποσχέθηκα, σε πολύ σύντομο διάστημα, ένα άλλο κείμενο. Και το κατασκεύασα με τις σημειώσεις που κρατούσα από διάφορα βιβλία που διάβαζα στη φυλακή.

Το κείμενο αυτό έχει τίτλο Μποτίλια στο Πέλαγο. Παρά την αντίρρησή του, ο Ζάννας έσκυψε σ' αυτό και άρχισε να το μεταφράζει μέχρι που αποφυλακίστηκε γιατί υπέστη ανοίκεστον βλάβη και συνέχισε φτάνοντάς το δύο τόμους πριν το τέλος. Πρόπερσι κυκλοφόρησε και ο Ανακτημένος Χρόνος, τελευταίο μέρος αυτού του πολύτομου και πολύκροτου έργου, μεταφρασμένο  από τον Παναγιώτη Πούλο.. Το κείμενο που έστειλε δημοσιεύθηκε το χειμώνα του 1971 και είναι αφιερωμένο στον έβδομο, ο οποίος ήταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης, και απαντούσε στην δικιά του αφιέρωση σε έξι φίλους που είχε βάλει στην μελέτη του Υπεροψία και Μέθη και είχε δημοσιευθεί στα 18 Κείμενα, στην πρώτη από τις τρεις συνολικά εκδόσεις που κυκλοφόρησαν με αντιστασιακά κείμενα αντιφρονούντων του καθεστώτος.

Το κείμενο αυτό αρχίζει έτσι:

Δεν κράτησα ποτέ ημερολόγιο. Τις μέρες που θα είχα ίσως κάτι να σημειώσω δε βρήκα ποτέ την κατάλληλη στιγμή και την κατάλληλη διάθεση. Και αν κάποιες φορές έφθασα στο σημείο να πιάσω μολύβι, ήταν κιόλας αργά: η σκέψη μου είχε χάσει την αρχική της ενάργεια και απόμενε τώρα μόνον ο φόβος μπροστά στο άσπρο χαρτί - μου ήταν αδύνατο να πω αυτό που ήθελα. (...)Στο βάθος δεν κρατάει κανείς ημερολόγιο αποκλειστικά για τον εαυτό του:

Συνειδητά ή ασυνείδητα μιαν επικοινωνία αναζητά μ' έναν τωρινό ή μελλοντικό γνωστό ή άγνωστο αναγνώστη - ή μ' αυτόν τον ''άλλο'' που θα είναι ο εαυτός του αργότερα. (...) Γράμματα όμως έγραφα μόνο όταν μας χώριζε μια μεγάλη απόσταση και όταν ήξερα πως η διάρκεια του χωρισμού ήταν περιορισμένη (...)

Και εξομολογείται πως οι φράσεις που είχε σημειώσει από εκείνα τα βιβλία που είχε στη διάθεσή του και διάβαζε και ξαναδιάβαζε μιλούσαν και στέκονταν μπροστά του σαν καθρέφτες. Παραδέχεται πως η επικοινωνία ήταν λειψή και παραθέτει ένα απόσπασμα από το Τι είναι Λογοτεχνία του Ζαν Πωλ Σαρτρ:

Η κατάργηση της επικοινωνίας είναι η απαρχή κάθε βιαιότητας... εκεί που σταματάει ο λόγος αρχίζει το ξύλο, το κάψιμο, το κρέμασμα.

Όλες αυτές οι ξένες λέξεις γίνονταν δικές του βάθαιναν και ουσιαστικοποιούσαν την επικοινωνία έτσι απομονωμένος που βρισκόταν στη φυλακή του.     

Η ανάγνωση είναι πιο θετική απ' την δημιουργία, πιο δημιουργική, μ' όλο που δεν παράγει τίποτα.

Και φθάνει να πει πως ο αναγνώστης είναι εντελέστερος του συγγραφέα. Ο συγγραφέας έχει μια ανάγκη επικοινωνίας η οποία αποτελεί προϋπόθεση και κίνητρο κάθε γραφής. Η ανάγνωση αναιρεί τη μοναξιά του συγγραφέα αλλά και του αναγνώστη.

Αυτές λοιπόν οι φράσεις που απομόνωνε, ξεχωρίζοντάς τες έφτιαχναν ένα μωσαϊκό, που όπως λέει, εάν το μοντάριζες θα μπορούσες να συνθέσεις μια ταινία. Διάλεγε κομμάτια μέσα από τα συντρίμμια και τον κατακερματισμό του κουράγιου του, ώστε να στυλώσει τα ερείπιά του, όπως έλεγε ο Έλιοτ στην Έρημη Χώρα.

Σκύβοντας πάνω στις λέξεις, καμιά φορά τις ίδιες και τις ίδιες, σκεφτόταν πως υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος που μπορεί να πλησιάσει τις λέξεις με τον τρόπο το δικό μου - εκτός αν ίσως μ' έμαθε να τις πλησιάζω εγώ με το δικό του τρόπο, το ίδιο είναι. Αργά ή γρήγορα συναντιόμαστε πάντα πάνω στις ίδιες λέξεις.

Έτσι αυτές τις λέξεις τις οικειοποιούνταν, τις έκανε δικές του, ακόμα και κάποιους στίχους του Υβ Μπονφουά.

 

Σήμερα, απόψε, θα στήσουμε μια φωτιά

Στη μεγάλη σάλα

Θ' αποτραβηχτούμε

Θα την αφήσουμε να ζήσει για τους νεκρούς

 

Και κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε στίχος, κάθε ιδέα, συνδυαζόταν με μια επόμενη σκέψη τόσο που μια πρόταση συνδεόταν συνειρμικά με μια άλλη πρόταση, με μια άλλη σκέψη. Όλα τα οδηγούσε η μεγάλη περιπέτεια της φαντασίας, αλλά και το πέρασμα του χρόνου που προχωρούσε αλλάζοντας τα πράγματα και τους ανθρώπους είτε ήταν έξω από κει μέσα είτε εκεί μέσα, στη φυλακή. Και αυτό μπορούσε κάποιος να το βεβαιώσει. Και αυτός ο κάποιος δεν ήταν άλλος από το Σεφέρη που μιλούσε με το στόμα του Έλιοτ της Έρημης Χώρας:

Άκουσα το κλειδί

Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο

Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στην φυλακή

             του

Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη

φυλακή του.

Όμως σήμερα

ω συ τόσο χλωμή

επειδή είσαι ο ουρανός μου και ο διπλός καθρέφτης

που πολλαπλασιάζει τους τοίχους και φέρνει

το άπειρο στη φυλακή μου

άκου το σφύριγμα των σύννεφων

δε φοβάμαι πια τίποτα και κανένα.

Μιλάω στα χιόνα του χειμώνα,

λέει στο ποίημα Λένα ο Μισέλ Λεϊρίς.

 

Γυρεύω τις λέξεις, που δε σάπισαν, που δεν ξέφυγαν απ' το σωστό τους στόχο, αυτές που θα μπορούν να γράψουν το καινούργιο ποίημα.

 

Γιατί

όταν οι λέξεις στην πολιτεία γεμίζουν

αγριάδα και ψευτιές, τίποτα δε μιλάει

πιο δυνατά απ' το άγραφο ποίημα,

ισχυρίζεται ο Τζόρτζ Στάινερ.

 

Και ο Μπέκετ λέει κατηγορηματικά:

... Είμαι υποχρεωμένος να μιλάω. Δε θα σωπάσω ποτέ. Ποτέ.

 

 

Σ' ένα άλλο κείμενό του που δημοσίευσε στον πρώτο τόμο, του πρώτου κύκλου, του Αναζητώντας από τη Μεριά του Σουάν, παραθέτει στο κεφάλαιο Χρόνος, Κίρκεγκωρ:

Δεν έχει λόγο να θυμάται κανείς το παρελθόν που δεν μπορεί να γίνει παρόν.

Αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία της σύνταξης ενός ημερολογίου. Το ημερολόγιο είναι ανάγκη να αναφέρεται στο τώρα, στην ώρα που κανείς το γράφει βάζοντας από πάνω μια ημερομηνία. Το ημερολόγιο είναι αυτό που συμβαίνει τώρα, σήμερα. Αυτό που χρειάζεται κάποιος να πει για να διαβαστεί κάποτε, αργότερα. Σ΄ ένα μελλοντικό χρόνο από κάποιους που ενδεχομένως δεν είχε στο μυαλό του ο συντάκτης του. Το ημερολόγιο λοιπόν κάνει ένα παιχνίδι με το χρόνο και με τον  με τον πιθανό αποδέκτη του.

Στην περίπτωση του κειμένου που προσπαθήσαμε να παραθέσουμε αποσπάσματά του, ο συντάκτης εξαιτίας της κατάστασης που βιώνει, όντας έγκλειστος, επιθυμεί να διαβαστεί σε κάποιους μελλούμενους καιρούς, απ' αυτόν που θα 'χει την ανάγκη να διαβάσει και από την έγκλειστη κατάσταση που βιώνει ο συντάκτης να περάσει στην απέναντι όχθη, όπου θα βρίσκεται η μποτίλια έτοιμη να την ξεσφραγίσει και να διαβάσει το περιεχόμενό της.