Ημερολόγια εγκλεισμού-11

9 Απρίλη 2020

Προχώρησα προς την έξοδο, αλλά ο διάδρομος μάκραινε και μάκραινε κι η έξοδος δεν έλεγε να φανεί. Αν και δεν κοίταγα δεξιά – αριστερά ωστόσο με την άκρη του ματιού μου πρέπει να είδα μακρόστενου σχήματος σακιά από λινάτσα ένθεν κι ένθεν του διαδρόμου. Όσο μάκραινε ο διάδρομος αυξάνονταν και τα σακιά.  Φρόντιζα να μη κοιτάζω δεξιά αριστερά, αλλά δεν φορούσα παρωπίδες. Έτσι συνέχισα να περπατάω όλο και πιο γρήγορα, ώσπου άρχισα να τρέχω. Να τρέχω. Φαίνεται πως αν και συνήθως πριν διαπιστώσω τι συμβαίνει είμαι μάλλον ψύχραιμος, είχα τρομάξει μ’ αυτά τα σακιά από λινάτσα. Δε βρισκόμουν σε μουσείο μοντέρνας Τέχνης. Έβγαινα από ένα κτίριο. Αλλά η έξοδος αργούσε να φανεί. Ο διάδρομος ήταν ατέλειωτος. Μου ξέφυγε μια κραυγή κι ένιωσα το μπροστινό μέρος του παντελονιού μου να υγραίνεται. Σκόνταψα. Δε χτύπησα. Έπεσα πάνω σε κάτι μαλακό, υγρό και ξεφούσκωτο. Έκλεισα τα μάτια και τα ξανάνοιξα. Βρέθηκα πλάι στο βιβλίο που διάβαζα το προηγούμενο βράδυ. Το Μαρτυρολόγιο του Ταρκόφσκι. Δεν ένιωθα καλά. Ετοίμασα καφέ. Πικρό. Λες και χρειαζόταν να ξεμεθύσω. Ύστερα έτρεξα στο μπάνιο κι έκανα εμετό.

Είχα τσακίσει το βιβλίο στη σελίδα 330:

«4 Μαΐου[1980]

Κυριακή Ρώμη,

Ξενοδοχείο Λεονάρντο ντα Βίντσι

Ξύπνησα από ένα φοβερό όνειρο, πολύ έντονο, που όση ώρα το έβλεπα, σκεφτόμουν πως αργότερα θα ’πρεπε να το αναλύσω επισταμένα. Όμως όταν ξύπνησα, δε μπορούσα να θυμηθώ τίποτα».

Μόνο τους εφιάλτες θυμάσαι. Ό,τι σε τρομάζει. Όπως αυτή η κατάσταση τώρα. Κλειστά παράθυρα. Όλα έρημα έξω. Σαν τις άδειες πλατείες που ζωγράφιζε ο ντε Κίρικο. Ο ζωγραφιές αυτές είναι αινιγματικές, μυστηριώδεις. Στους έρημους δρόμους, εδώ τώρα, είναι τρομακτικά

Ο Ταρκόφσκι γεννήθηκε 4 Απριλίου. Κριός. Γύρισε 7 αριστουργηματικά φιλμ, Έζησε 54 χρόνια. Ο πατέρας του, ο διάσημος ποιητής Αρσένι εγκατέλειψε τον τετραετή Αντρέι και τον αδελφό του με τη μητέρα τους. Σπούδασε σινεμά πλάι στο μεγάλο Μιχαήλ Ρομ που γύρισε το μνημειώδες ντοκυμανταίρ Καθημερινός φασισμός. Εκτός από τα Παιδικά χρόνια του Ιβάν και τον Αντρέι Ρουμπλιώφ οι υπόλοιπες έχουν  μονολεκτικούς τίτλους: Σολάρις [1972], Καθρέφτης [1975], Στάλκερ [1979], Νοσταλγία [1983], Θυσία[ 1986]. Οι δύο τελευταίες γυρισμένες στη Δύση, όπου παρέμεινε μετά από ένα ταξίδι στην Ιταλία.

Ο Αλέξανδρος Ίσαρης που μετέφρασε τα  Ημερολόγια αυτά τον τοποθετεί στον Πύργο του Κάφκα, αν και δεν τον αγάπησε ποτέ.

Ήταν βιβλιοφάγος, οι περισσότερες ταινίες του βασίζονται σε μυθιστορήματα. Η μεγάλη του αγάπη ήταν ο Ντοστογιέφσκι: Στο Ντοστογιέφσκι μπορεί να περικλείονται όλα όσα θέλω να πραγματοποιήσω εγώ στις ταινίες μου, έγραφε στις 30 Απριλίου 1970. Ήθελε πολύ να γυρίσει την Πανούκλα του Καμύ. Θαύμαζε τον Τόμας Μαν και τον Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του που ήθελε επίσης να το γυρίσει για τον κινηματογράφο. Του άρεσε η Περσόνα, οι Άγριες φράουλες, του Μπέργκμαν, το Ημερολόγιο ενός εφημέριου του Μπρεσόν (απ’ το μυθιστόρημα του Μπερνανός), ο Ναζαρέν του Μπουνιουέλ, το Ουγκέτσου Μονογκάταρι του Μιζογκούτσι.

Χτες μέθυσα κι έκοψα το μουστάκι μου, όμως σήμερα το πρωί σκέφτηκα πως σ’ όλα τα επίσημα χαρτιά και στη φωτογραφία του διαβατηρίου μου έχω μουστάκι. Έτσι πρέπει να το ξαναφήσω να μεγαλώσει το γρηγορότερο δυνατό, σημείωνε στις 12 Ιουλίου του 1970.

Ο γιατρός του είχε συστήσει να σταματήσει να πίνει και να καπνίζει, αλλά ποιος παθιασμένος άνθρωπος άκουσε ποτέ τέτοια συμβουλή για να την ακούσει κι ο ‘’θείος’’ Ταρκόφσκι;

Κοιτάζω τις φωτογραφίες του στην αρχή του βιβλίου και ταξιδεύω μαζί τους στο χρόνο ακολουθώντας ίχνη που δε θα μπορούσα αλλιώς να φανταστώ: ένα χιονισμένο σπίτι, εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια, τον πατέρα του που τον κρατά στα πόδια του μαζί με μια γάτα, μαζί με τη μητέρα του ενώ εκείνος κοιτά το πιάτο του ακουμπισμένο στα πόδια του κι ακόμα γεμάτο, με την αδελφή του Μαρίνα ανάμεσα σε μαργαρίτες-φορά σακάκι και στέκεται προσοχή κοιτώντας το φακό - η Μαρία Ιβάνοβνα ξαπλωμένη στη χλόη πλάι ενώ τα παιδιά της την περιτριγυρίζουν - ο Αντρέι με σκουφί, η μητέρα σε βαθύ κάθισμα ταΐζει μια κατσίκα, ένα ηλιοβασίλεμα στο ποτάμι, η μητέρα βγάζει νερό απ’ το πηγάδι, ένα δωμάτιο στο πατρικό σπίτι με δυο αλογάκια στο ξύλινο πάτωμα, μπάνιο στη λίμνη, ντυμένος ιππότης, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, μπροστά σε καθρέφτη, ο πατέρας στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, ο Αντρέι γυμνός, φωτογραφημένος πλάτη, η αδελφή του με τον πατέρα τους, η Μαρία Ιβάνοβνα με μια λευκή γάτα…

Ο κόσμος προχωράει και εμείς λαχανιάζουμε να προφθάσουμε. Αλλά μήπως εμείς δεν αποτελούμε  τον κόσμο; λέει εκείνος. Κι εγώ λέω πως ο κόσμος πάει κατά διαόλου. Σάμπως πήγαινε ποτέ καλύτερα; Αλλά μ’ αυτή την πανδημία, μ’ αυτόν τον αυταρχισμό που αντιμετωπίζονται οι κοινωνίες, αυτό το απαρτχάιντ ενάντια στα κρούσματα, με την κατάργηση της ίδιας της υπόστασης της εργασίας, την έξυπνη νοημοσύνη να επεμβαίνει στη φυλή των ανθρώπων, την απουσία πρόληψης, μέριμνας, φθάνεις στο σημείο να έχεις εσχατολογικές σκέψεις, ή να νομίζεις ότι  η συντέλεια είναι κοντά-αν σκεφτείς την υπερθέρμανση του πλανήτη, την απειλή πυρηνικού πολέμου, την επικείμενη διάλυση των συνασπισμών, την κατρακύλα του πολιτισμού…

Αντιγράφω απ’ την Πανούκλα του Καμύ:

Η πέμπτη βδομάδα έδωσε πραγματικά, τριακόσιους εικοσιένα νεκρούς και η έκτη τριακόσιους σαράντα πέντε. Η αύξηση των αριθμών τουλάχιστον ήταν εύγλωττη. Όμως δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε να εμποδίσει τους συμπολίτες μας, μέσα στην ανησυχία τους, να διατηρήσουν την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα επεισόδιο ενοχλητικό χωρίς άλλο, αλλά πάντως περαστικό.(…) Στο σύνολό τους δεν ήταν δειλοί, αντάλασσαν περισσότερα χωρατά από παράπονα και υποκρίνονταν πως δέχονταν με καλή διάθεση λες αυτές τις προσωρινές κατά τα φαινόμενα αναστατώσεις. (…) πολλοί άνθρωποι που είχαν μείνει άπραγοι από το κλείσιμο των καταστημάτων (…) γέμιζαν τώρα τους δρόμους και τα καφενεία. Για την ώρα δεν ήταν ακόμη άνεργοι, αλλά είχαν πάρει την άδειά τους. Έτσι το Οράν, κατά τις τρείς το απόγευμα, λόγου χάριν, και κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, έδινε την απατηλή εντύπωση μιας πόλης που γιόρταζε, όπου οι αρχές είχαν σταματήσει την κυκλοφορία και είχαν κλείσει τα καταστήματα, για να επιτρέψουν την πραγματοποίηση μιας λαϊκής εκδήλωσης, και όπου οι κάτοικοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους για να πάρουν μέρος στη γιορτή.

 

Σημείωση1.

Τα πλάγια στο πρώτο μέρος του κειμένου είναι από τα Ημερολόγια (1970-86) του Αντρέι Ταρκόφσκι τα οποία κυκλοφόρησαν στα ελληνικά σε μετάφραση και πρόλογο του Αλέξανδρου Ίσαρη με τίτλο Μαρτυρολόγιο, από τις Εκδόσεις Νεφέλη 1990.

Σημείωση 2.

Το τελευταίο παράθεμα σε πλάγια είναι από την Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ, σε μετάφραση Νάτας Κυριακοπούλου, Πάπυρος - Γραφικαί Τέχναι, 1975.