Ημερολόγια εγκλεισμού -10

3 Απριλίου

Είχε νυχτώσει. Δεν είχε φεγγάρι και, θαρρείς, πως η νύχτα ήταν γεμάτη απριλιάτικα μάγια. Του ήρθαν στο μυαλό ''ο Απρίλης με τον έρωτα'' να χορεύουν και να γελούν. Ύστερα ξεφύλλισε βιαστικά το Ταξίδι με τον Έσπερο του Άγγελου Τερζάκη. Αυτός ο συγγραφέας είχε την ικανότητα να σε μαγεύει και να σε μελαγχολεί, να σε κάνει να στοχαστείς αλλά και να χάσεις την πίστη σου. Όσο τα πέπλα της νύχτας έπεφταν βαριά στα παράθυρά του έβλεπε τη μορφή του κάτω από την λάμπα του γραφείου να αχνοφαίνεται στο τζάμι. Έσβησε το φως και σαν μια εφηβική ανάμνηση του ήρθε στο νου μια ραδιοφωνική παράσταση του Φάουστ του Γκαίτε, και έτσι καθώς η μορφή του είχε χαθεί μπροστά από την σβηστή λάμπα θαρρούσε πως άκουγε τη φωνή του να ‘ρχεται απ' το κλειστό ραδιόφωνο και να λέει:

Αχ! σπούδασα φιλοσοφία

και νομική και γιατρική

κι αλί μου και θεολογία

με κόπο και με επιμονή.

και να με δω με τόσα φώτα,

εγώ ο μωρός, όσο και πρώτα!

Με λένε μάγιστρο, ακόμα Δόκτορα, και σέρνω δέκα χρόνια τώρα

από τη μύτη εδώ και εκεί

τους μαθητές μου - και το βλέπω, δεν μπορεί

κανένας κάτι να γνωρίζει!

Λες την καρδιά μου αυτό φλογίζει.[1]

Ό,τι και να κάνεις, σκέφτηκε, δεν θα τα καταφέρεις να ξεπεράσεις το μικρό σου ανάστημα, να γίνεις αρκετά μεγάλος για να κολαστείς

όταν περνάω νύχτα από τον πύργο δίπλα στο νερό, πώς κουνάει έτσι το σκληρό σκοτεινό νερό αργά το σώμα του κάθε νύχτα κάτω από το φως του φαναριού. Σαν να περιέφερα το φανάρι πάνω από έναν κοιμισμένο, που από το φως μόνο, που πέφτει πάνω του, αναδύεται και γυρίζει χωρίς να ξυπνάει. Κι ύστερα γυρίζω σπίτι.[2]

Κάποιος με τραβούσε απ' τα ρούχα αλλά τον αποτίναξα, αλλά έσκισα πάνω στην προσπάθειά μου το μανίκι του πουκαμίσου κι ύστερα; είπα Δε θυμάμαι τι είχα παραμελήσει τώρα πια. Μάλλον τον εαυτό μου που κάποια στιγμή τον είδα να είναι κακός ή καταραμένος. Ήξερα πως αυτό δεν θα μου 'βγαινε σε καλό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Διάβασα πιο κάτω το σημείο του χειρογράφου: Κομμάτια από τετράδια και σκόρπια φύλλα του Κάφκα [2α], όπου είχε πέσει μια στάλα καφές και είχε αφήσει ανεξίτηλο το γυμνό του μάτι. Διάβασα, της διάβασα: είναι πολλοί που περιμένουν. Ένα τεράστιο πλήθος, που χάνεται στο σκοτάδι. Τι θέλει το πλήθος; Είναι προφανώς συγκεκριμένες απαιτήσεις, αυτά που θέτει. Θα ακούσω τις απαιτήσεις και ύστερα θα απαντήσω. Αλλά δε θα βγω στο μπαλκόνι, εξάλλου και να ήθελα, δε θα μπορούσα. Το χειμώνα η μπαλκονόπορτα είναι κλειστή και το κλειδί δε το έχω στο χέρι. Αλλά δε θα πλησιάσω και στο παράθυρο. Δε θέλω να δω κανέναν. Δε θέλω να με παραπλανήσει καμιά θέα, ακόμα στο τραπέζι. Εκεί είναι η θέση μου, το κεφάλι στα χέρια μου, αυτή είναι η στάση μου. (...) Γύρω στα μεσάνυχτα βρίσκομαι πάντα στο ποτάμι.

 

 

Θα προσπαθήσω να μη με παρασύρει, θα προσπαθήσω, αν τα καταφέρω, ν’ ακούσω την προτροπή του Πρόσπερο στην Μιράντα, την κόρη του:

Τελειώσαν πια τα ξεφαντώματά μας. Οι θεατρίνοι ήτανε πνεύματα, όπως σου 'πα, όλη η κομπανία, που πέταξαν και σβήσαν, γίνανε καπνός κι αγέρας. Κι όπως εκείνη η ονειροφαντασιά μας άυλη ήταν, έτσι και οι πύργοι είναι νεφοσκέπαστοι, τα ωραία παλάτια ακόμα, οι μεγαλόπρεποι ναοί και ολόκληρη η οικουμένη, μ' όλα που σέρνει τ' αγαθά, σαν όνειρο θα σβήσουν, το ίδιο όπως εσβήστηκε η παράσταση πριν λίγο κι ίχνος κανένα πίσω της δεν άφησε. Η υφή μας: όμοια με την υφή του ονείρου. Η σύντομη ζωή μας τον ύπνο έχει τέρμα  της. Είμαι αναστατωμένος κι ανέξου με.  Ταράχτηκε το γέρικο μυαλό μου.

Πώς να μην ταραχτεί το μυαλό ενός γέρου όταν ξέρει πως ο θάνατος χτυπάει την πόρτα του. Πως πια δεν είναι ο άλτης, ούτε ο κυνηγός που έτρεχε από το ένα ξέφωτο στο άλλο, που πήγαινε μέσα στο σκοτεινό διάδρομο χωρίς να σκοντάψει:

Είμαι ένα κυνηγόσκυλο. Κάρο είναι το όνομά μου. Μισώ τους πάντες και τα πάντα. Μισώ το αφεντικό μου, τον κυνηγό, τον μισώ, αν και αυτός το αμφίβολο πρόσωπο, δεν είναι άξιος του μίσους μου.

Σε όνειρο κρεμόταν το λουλούδι στο μακρύ κοτσάνι. Λυκόφως το έλουζε.

Και καθώς η παγκόσμια ιστορία βρήκε την ευκαιρία να μας κατακεφαλιάσει με τα μίση και τις κατακτήσεις της μια πόλη ανάμεσα στις άλλες, όλες οι πόλεις, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, υφίστανται την ίδια κατάσταση, την κατάσταση εξαίρεσης χωρίς όρια, χωρίς αποφάσεις, χωρίς δικαστήρια αλλά και χωρίς ενόχους.

Ποιος φταίει αλήθεια;  Αλλά τι σημασία έχει; Πού να βρεις τώρα μυαλό για να στήσεις το κατηγορητήριό σου έτσι καθώς είσαι άρρωστος, στο κρεβάτι. Επειδή η αρρώστια μου ήταν βαριά, είχαν βγάλει έξω τα αχυρένια στρώματα και έμενα μέρα νύχτα μόνος. Και αυτό γιατί κανείς δεν έπρεπε να με πλησιάσει. Ήμουνα μολυσμένος. Δεν είχα ούτε λέπρα ούτε πανούκλα. Δεν ζούσα ούτε στο τώρα ούτε στο τότε. Ήμουνα ένας άνθρωπος που με μαθηματική ακρίβεια θα πέθαινα σε λίγο. Δε θα σηκωνόμουν ξανά από κει. Το κρεβάτι μου θα γινόταν νεκροκρέβατο, ενώ εγώ ήδη συνομιλούσα με το θάνατο. Αλλά μη νομίζετε δεν παίζαμε σκάκι όπως στην Έβδομη Σφραγίδα. Ωστόσο έβλεπα το άλογο, πρώτα το λευκό, ύστερα το πυρρό, έπειτα το μαύρο, και τον ίππο το χλωρό να πλησιάζει και καθώς δεν είχα πολύ ζωή μουρμούρισα:

τρέχα μικρό αλογάκι,   

να με πας στην έρημο

όλες οι πόλεις βουλιάζουν,

τα χωριά και τα ωραία ποτάμια

Άδοξο τέλος ενός οδυνηρού ταξιδιού.

Μια βάρκα στο νερό. Ήλιος που δύει μέσα στα σύννεφα.

Αντιλαμβάνομαι τη σύγχυση που επικρατεί. Ακούω τους ψιθύρους, τα γαυγίσματα των σκύλων, την κουκουβάγια,το δυσοίωνο πουλί με τα βαθουλωτά μάτια. Πριν από τώρα δεν θα ήταν δυνατό ν’ ακούσω την αράχνη να στήνει τον ιστό της μέσα στο δωμάτιο. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του ένα δωμάτιο.(...) Σαν περπατάει γρήγορα και αφουγκράζεται, νύχτα, όταν όλα γύρω του είναι ήσυχα, ακούει παραδείγματος χάριν το γρατσούνισμα ενός όχι καλά στερεωμένου καθρέφτη στον τοίχο''. [3]

Κάτω από μια κοντοπίθαρη ελιά που ο κορμός της είχε υποστεί πολλές αλλοιώσεις καθόταν εκείνος ο γέρος που ταξίδεψε με τη βάρκα στον Αχέροντα αλλά γύρισε πίσω. Από μια απίστευτη τύχη οι γιατροί είχαν διαγνώσει λάθος. Δεν έπασχε απ' τον κορονϊό, αλλά από τον ιό της λογοτεχνίτιδας. Και έτσι, επειδή όπως είναι γνωστό, στη λογοτεχνία, όλα μπορούν να συμβούν και να μη συμβούν, ή να αναιρεθούν, αυτός ο γηραιός κύριος τη γλίτωσε. Αυτά συμβαίνουν στη λογοτεχνία μόνο. Γιατί στη ζωή ο κορονοϊός σκοτώνει τους γέρους.

 

Παραπομπές:

[1] Γκαίτε, Φάουστ, μτφρ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, εκδόσεις Πάπυρος Πρες, Κλασικά Παπύρου χ.χ.ε.

[2] Φραντς Κάφκα, Τα μπλε τετράδια & Κομμάτια από τετράδια και σκόρπια φύλλα, μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής, εκδόσεις Επίκουρος, 1982

[3] Σαίξπηρ, Η Τρικυμία, μτφρ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, εκδόσεις Στιγμή, 1998