Ημερολόγια εγκλεισμού- 7
05/04/2020
Πρωταπριλιά 2020
Και ενώ ο καιρός περνά αργά προτιμάς να πλαγιάσεις παρά να κάθεσαι αργός κοιτώντας το ταβάνι. Μια εναλλακτική. Καμιά άλλη. Να κοιτάς τη γαλάζια οθόνη. Έξι τ' απόγευμα. Κάθε απόγευμα. Στις έξι. Να βλέπεις δύο κυρίους ο ένας περιωπής, μειλίχιος, γυαλάκια στρογγυλά, χαλαρή γραβάτα, ριγέ σακάκι γκρίζο. Γκρίζα θύμηση. Σκυμμένος στο χαρτί του διαβάζει δελτίο θανάτου. Θάνατοι 3, συνοικία 95, κάτοικοι 1225, κρούσματα 35. Κι ύστερα άλλο δελτίο θανάτου. Δελτίο κρουσμάτων. Κάντε μια κρούση, σηκώστε το ακουστικό να ακούσετε τον ήχο ντιν ντιν ντιν ντιν, σχηματίστε τον αριθμό 1 1 1 0 0 0, δεν απαντά κανείς. Ο άλλος κύριος δίπλα του με το μυτερό μουσάκι, μελαχρινός θυμίζει λέει σύγχρονό μας νεοέλληνα ελληνόμαγκα, μαγκιά, κλανιά και ανοιχτό πουκάμισο με τον ήλιο να παίζει με τις τρίχες του στήθους. Σηκώνει το δεξί χέρι και κουνάει το δάχτυλο. Κλείνεις τη φωνή της τηλεόρασης μετά το πρώτο απαγορεύεται. Την ξανανοίγεις πέντε λεπτά μετά, πρώτη προτεραιότητα, ακούς, πρώτη προτεραιότητα ο Άνθρωπος... θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Και σκέφτεσαι στην γκρίζα ζώνη, εκεί που ζεις τώρα, δεν πέθαναν αρκετοί φαίνεται γι' αυτούς. Περιμένουν κι' άλλους. Ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα. Δεν έχετε δει ανθρώπους να πεθαίνουν αβοήθητοι πιάνοντας το στήθος τους με κομμένη την ανάσα τρέχοντας με το ξεσκέπαστο αυτοκίνητο.
''Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν''. Καληνύχτα.
Περνούν οι μέρες και ο ήλιος δε σε κοιτά. Το κεφάλι σου το καταπίνει το σκοτάδι. Εθελοντές, 10.000, ακούς; Σκέψου τόσο κόσμο χωρίς να τον πληρώνουν. Πόσα πράγματα μπορώ να κάνω, πόσους να αναστήσω σαν εκείνον που ανάστησε ο Κύριος κι ύστερα τον συνάντησε καθισμένο σ' ένα σκαλοπάτι να κλαίει και τον ρώτησε γιατί κλαις; και κείνος αποκρίθηκε:
''Δε με θυμάσαι Κύριε; Δεν είμαι κείνος που ανάστησες όταν μπήκες στην πόλη; Και τώρα κλαίω γιατί βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου, τόση που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου''.
Στις ράγες του τρένου ανάμεσα στους σταθμούς στο κρατίδιο της Έσσης πρωινοί εργάτες είδαν, σοκαρισμένοι, ένα πτώμα, διαμελισμένο. Μαύρο κοστούμι, στενή γραβάτα σαν θηλιά στο λαιμό, πουκάμισο λευκό, λεκιασμένο με αίμα, το κεφάλι σχεδόν πολτοποιημένο, τα μαλλιά ανάμεσα στα δόντια, τα δάχτυλα του δεξιού χεριού όλα κομμένα στη πρώτη φάλαγγα, σύριζα. Ειδοποίησαν την αστυνομία. Ήρθε ένα ασθενοφόρο, ένα φορείο, δυο νοσοκόμοι, ένας οδηγός...
-Παραμερίστε! παραμερίστε παρακαλώ!
-Κάπου τον ξέρω αυτόν, είπε ένας. Και ο άλλος είπε:
-Εμένα κάτι μου θυμίζει.
Άργησαν να αναγνωρίσουν το πτώμα. Τελικά έψαξαν στο σπίτι του Υπουργού Οικονομικών Τόμας Σέφερ. Ήταν αυτός που βρίσκονταν στις ράγες. 54 ετών, τα δέκα τελευταία χρόνια στην ίδια θέση, επρόκειτο μάλλον να διαδεχθεί τον πρωθυπουργό του κρατιδίου, εμφανιζόταν καθημερινά τις τελευταίες μέρες στην τηλεόραση προσπαθώντας να καθησυχάσει του Γερμανούς πολίτες. Προσπαθώντας, αλλά μην καταφέρνοντας να ικανοποιήσει τις προσδοκίες ανθρώπων που είχαν μείνει άνεργοι, επιχειρηματιών που είχαν κλείσει τις επιχειρήσεις τους, γιατί η νέα οικονομική κρίση είχε ξεκινήσει πριν πάρουν χαμπάρι την λαίλαπα του ιού. Δεν φοβούνται εκεί, έχουν καλό σύστημα υγείας, αρκετές κλίνες, υλικό προστασίας γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού. Ειδικούς υπέρ-ειδικούς γιατρούς επιδημιολόγους επεμβατολόγους, επικοινωνιολόγους και δεν φοβούνται αυτοί. Εξάλλου θα δαπανήσουν χρήματα πολλά για να συνεχίσει η Γερμανία να είναι πάνω από όλους, αφού το δόγμα Deutschland ueber alles, παραμένει ζωντανό. Η κεντρική κυβέρνηση δε φοβάται, η Μέρκελ έχει κλείσει τις πόρτες σ' όλους, αλλά ο Τόμας Σέφερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον έτυπτε η συνείδησή του. Αναγκαζόταν να πει ψέματα απ' την πρώτη μέχρι την τελευταία κουβέντα:
-Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν. Θα φροντίσουμε το λαό, είναι προτεραιότητά μας, την οικονομία μας...
Ο χριστιανοδημοκράτης Υπουργός Οικονομικών της Έσσης δεν άντεξε. Οι άλλοι αντέχουν, τα κρεβάτια φιλοξενούν πεθαμένους. Τι να τα κάνεις τα κρεβάτια; Να θεραπεύσεις τους αρρώστους πρέπει. Να φροντίσεις να μην εξαθλιωθεί οικονομικά ο κόσμος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια τους. Όχι μόνο στη Γερμανία. Παντού. Και στις τρεις από τις πέντε ηπείρους. Και στις πέντε σε λίγο. Τι να σου κάνει ένας με συνείδηση που αυτοκτονεί, δε φτάνει. Ένας που δεν αντέχει τα ψέματα, ένας που ξεχωρίζει απ' τον απίστευτο συρφετό της ακηδίας.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους
(...)
Τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο
Νοσοκομείο έγινε. Απέραντο. Ο χώρος ενός τεράστιου συνεδριακού κέντρου στη Μαδρίτη μεταβλήθηκε σε νοσοκομείο. Ένας άλλος σε κρεματόριο. Οι τάφοι ανοίχθηκαν και σκεπάστηκαν γρήγορα. Άνθρωποι με μάσκες και στολές αστροναύτη έθαψαν τον ιό μαζί με τον πατέρα τους. Τον παππού τους. Τους γείτονες. Τις γυναίκες των γειτόνων στην Λομβαρδία. Η απόλυτη καταστροφή. Άνθρωποι είναι ή μύγες; Πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον. Εκατό, διακόσιοι, εννιακόσιοι νεκροί κάθε μέρα. Επενδύσεις, επιδόματα και η Ε.Ε. να μη λέει τίποτα, να μη θέλει να βοηθήσει τα μέλη της. Δεν μπορεί να βγάλει το δάχτυλο απ' το μέλι. Δεν τη νοιάζει να διαλυθεί. ''Γαία πυρί μιχθήτω''. Το ανθρώπινο κτήνος στην επιφάνεια είναι αυτό που κανονίζει, μοιράζει θανάτους. Πρώτα πεθαίνουν οι γέροι, εδώ στην Ελλάδα οι πρώτοι νεκροί ήταν από 68 μέχρι 94. Τώρα ο μέσος όρος έχει κατέβει σχεδόν μια εικοσαετία. Πεθαίνει το 5%, τεράστιο ποσοστό των κρουσμάτων. Ο εχθρός ανίκητος, ύπουλος, αόρατος, άτακτος κι όταν εμφανίζεται όλα κιτρινίζουν και ύστερα γίνονται γκρίζα, όπως οι σκέψεις μας. Μια θάλασσα πτώματα. Οι άνθρωποι ''δεν βολεί να λησμονήσουν''. Όποιος λησμονάει χάνεται. Κάθομαι μουδιασμένος στον καναπέ μου, λίγο πριν ξημερώσει. Σκέφτομαι πώς είναι να πεθαίνεις πριν πεθάνεις. Πώς είναι να ξαπλώνεις στις ράγες και να περιμένεις το τρένο να σε ακρωτηριάσει. Πώς όμως είναι να πεθαίνεις πριν πεθάνεις; Δεν θέλω να το μάθω! Η πυρωμένη ανάσα του θανάτου, ο τρόμος πάνω από την πόλη και ο πολιτισμός πάει περίπατο αυτός. Τι να τον κάνουν τον πολιτισμό οι πεθαμένοι; Τι θα γίνει ο πολιτισμός χωρίς αυτούς; Η γνώση; Η εξουσία; Οι θεσμοί; Οι ηγέτες; Όλα; Δεν θέλω να το δω. Δε θέλω να δω πως χάνεται ο Άνθρωπος.