Ημερολόγια εγκλεισμού-6

31 Μάρτη 2020

Αδύνατο να περιγράψω, αδύνατο να γράψω, να αναμετρηθώ με το λευκό χαρτί. Βουβαίνομαι. Σκέφτηκα να προσευχηθώ. Αλλά έχω απογυμνωθεί απ' την πίστη, μα τη πίστη μου! Τίποτα δε θα με βοηθήσει περισσότερο από το να σκίσω τις πίσω μου σελίδες. Η καρδιά μου είναι τόσο βαριά, κατά βάθος είμαι δυστυχισμένος. Σφάζω. Αποθνήσκω, παραλογίζομαι, προσπαθώ να ξεχάσω. Μάταιος κόπος. ''Όλα τα άνθη έχουν ξυπνήσει με τόση μανία εφέτο''. Γίνομαι μελαγχολικός, πιο μελαγχολικός και από τον χοντρό διπλωμάτη' με το τριχωτό χέρι - ο Σεφέρης κατά Νάσο Βαγενά - που γράφει αυτά που γράφει στις Μέρες:

«Δευτέρα 11 Οκτώβρη 1943

Η θάλασσα αδειανή, χωρίς έπιπλα, σα σπίτι με τέσσερις γυμνούς τοίχους. Άλλοτε μ' ένα μόνο καραβάκι, γεμάτη ως πέρα σγουρά κοπάδια. Η θάλασσα που δεν ανήκει σε κανέναν, που είναι αρμυρή όσο πρέπει (όχι όπως η Νεκρή Θάλασσα) τη νύχτα, κάποτε, φωσφορίζει, σα μαύρο μετάξι σχισμένο ξαφνικά που αφήνει να φανεί λίγη άσπρη σάρκα. Έπειτα το δυτικό λιμάνι, μικρά πλεούμενα που μερμηγκιάζουν, ανάμεσα στα μεγάλα καράβια, παντιέρες και σινιάλα που αλλάζουν στον ήλιο που γυαλίζει το αλουμίνιο των αερόστατων, καθώς ανεβοκατεβαίνουν και μετατοπίζουνται με φάτσες φιμωμένου καρχαρία.

Δέκα μέρες χωρίς να κάνω τίποτε».

Τι να κάνω; Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο σπίτι, άπραγος, σκεφτικός γεμάτος άγχος. Να βγω δε μπορώ. Δεν πρέπει. Αυτό που συμβαίνει συμβαίνει στ' αλήθεια. Το πιστεύεις ή όχι. Κι εκείνη εκεί μακριά. Στην άλλη πόλη. Κι εκείνη μόνη της. Μ' ένα ακουστικό στ' αυτί. Μια κάμερα στα μάτια απέναντι στον εαυτό της και σε μένα. Απέναντι στα πράγματα. Απέναντι στην αρρώστια που περνάει πλάι μας. Η μόλυνση που μας κατατρέχει. Δεν θα την αφήσουμε να μολύνει το μυαλό και την καρδιά μας. Θα σταθούμε όρθιοι, θα την κρατήσω γυμνή σε μια φανταστική αγκαλιά, θα της μιλήσω γλυκά τρυφερά συμπονετικά πονώντας, υποφέροντας απ' την απουσία, τη μακρινή παρουσία. Παρόντες προσπαθώντας- τρώγοντας το παραμύθι που λέμε σε διαλογική μορφή μεταξύ μας.

Ρωτάς τι συμβαίνει; Τι θα μας συμβεί; Απαντώ Ένας έρωτας στα χρόνια της χολέρας έτσι για να παρηγοριόμαστε.

Υπάρχεις παρηγοριέμαι. Σε βλέπω. Εκεί μακριά 3500 χλμ. Μου γελάς. Στ' αυτί μου το γέλιο σου ρυάκι γάργαρο. Στ' αυτί σου η φωνή μου βάλσαμο. Πρέπει να καταργήσω τον υπερσυντέλικο και αυτή την νερόκοτα που βαδίζει σαν κουρντισμένη στο βάθος του ορίζοντα. Και η ώρα άλλαξε και ο πόθος τρελάθηκε. Χάσαμε ακόμα μιαν ώρα και το όριο χάσαμε. Ελπίζοντας να κερδίσουμε. Ελπίζοντας ν' αντέξουμε.

Τοπική εντύπωση του χάους. Μονόλογοι. Ενώ βλέπω τα πορτοκάλια με τα κοτσάνια τους πράσινα, πορτοκάλια πορτοκαλί. Αρκεί να χλευάζεις. Αρκεί να μην εννοείς. Πως να ξεφύγεις διάβολε;

Ιστορίες από τα βαθιά. Τίποτα δεν κατάφερα και αν ήταν να τελειώσω εδώ, θα ΄θελα άλλα τόσα χρόνια. Εκατόν εβδομήντα ετών, μου έλεγε μια φίλη. Τόσο θέλω να πεθάνω. Και εγώ δεν το θεωρούσα απίθανο. Απλώς λογικευόμουν λιγάκι και απαντούσα εκατό. Θα φτάσω μέχρι τα εκατό; Το ερώτημα είναι - δε βρίσκω θέση για ερωτήματα. Κάθονται στα έπιπλα όλα τα ερωτήματα εκεί μπροστά μου, ένα στο πάτωμα, ένα κρεμασμένο στην κουρτίνα, ένα στην άκρη της βιβλιοθήκης, ένα στο παράθυρο να κοιτάει έξω. Ένα, έχει ανοίξει την μπαλκονόπορτα, σκύβει τόσο πολύ που φοβάμαι πως θα πέσει κάτω. Ένα ερώτημα που αυτοκτόνησε. Κι ένας γύπας που έρχεται από μακριά. Γυπαετός. Φλανάρει. Να κάτι που εγώ δεν μπορώ πια να κάνω τώρα μ’ αυτή την κατάσταση. Απαγορεύεται. Σήμερα απολυμάνθηκα. Απολύμανα. Απολυμαίνω. Απολύθηκα. Απάνθρωπες απολυμάνσεις! Μυρίζουν τα απολυμαντικά, ύστερα πλένω τα πιάτα, τα βάζω να στεγνώσουν, τα βγάζω και τα ξαναπλένω. Κοιτάζω ένα ζωύφιο πίσω από το ερωτηματικό. Ξαπλώνω στο πάτωμα ρωτώντας το άλλο ερωτηματικό που είναι κι αυτό ξαπλωμένο και έχει βάλει το χέρι για μαξιλάρι. Θες να ρωτήσεις;

Εσύ τι θες; λέει αυτό.

Εγώ;

Εσύ!

Τα ερωτηματικά δε ρωτάνε, σκέφτομαι. Και σίγουρα δεν παίρνουν απαντήσεις. Ψάχνουν να βρουν μιαν απάντηση αλλά δεν βρίσκουν καμιά, ούτε στο πάτωμα ούτε στο γραφείο ούτε στην κουζίνα ούτε στο μπάνιο. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς απαντήσεις. Ποτέ δεν υπήρχαν όμως. Γιατί να υπάρξουν τώρα; Κοιτάζω την πόρτα. Βάζω το μάτι μου στο ματάκι κι άλλο ερωτηματικό έξω από την πόρτα του ασανσέρ. Κάποιος άνοιξε. Η πόρτα τον χτύπησε στο κεφάλι. Έπεσε κάτω. Ένας αγροίκος που βγήκε από το ασανσέρ το πάτησε. Μια τσιρίδα σαν από κούκλα που κλαίει υστερικά σαν κουρδισμένο μωράκι. Ξεκουρδίζομαι, ξαπλώνω στον καναπέ. Η καρδιά μου είναι βαριά. Θέλω να τη ζυγίσω. Πόσο ζυγίζει μια καρδιά; Μαζί ή χώρια απ’ τη δική της; Δυο καρδιές κρεμασμένες στο σχοινί της μπουγάδας ξεθώριασαν απλωμένες κάτω από έναν ήλιο ανελέητο. Στεγνώνει τα ερωτηματικά. Καίει τις απαντήσεις. Υπάρχουν αναμνήσεις. Ψάξε να τις βρεις ανάμεσα στα συρτάρια ξέχειλα μέχρι επάνω. Στα ντουλάπια τίγκα στη μούχλα. Στο ραδιόφωνο. Πόρος 1986, Σπέτσες 1978. Νάξος 1935, 1977 ταράτσα. Παίζω σκάκι στα νταμάκια της ταράτσας.

Έλα να φας. Ακούς παιδί μου; Πεινάς πολύ;

Είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα. Μου αρέσει να κοιμάμαι σε σκληρό στρώμα. Κατρακυλάω από το χαμηλό μου κρεβάτι στο πάτωμα. Ένα στρωσίδι κι όλα θα ήταν υπέροχα. Αν έπρεπε να είναι. Δε βλέπω, δεν ακούω, δε σκέφτομαι. Λείπει σ' όλα ένα νι. Δε μπορώ ν' ασπρίσω την ολοκόκκινη ντομάτα με όσο αλάτι θα την έκανε να μην ξανακοκκινήσει απ' την ντροπή της. Κάνει πείσματα η ντομάτα. Θα σωθούμε ή θα χρειαστούμε διασώστες; Μας φτάνει μόνο ένα ακρογιάλι. Μια πατρίδα, μια Άνοιξη. Η γυμνή κοπέλα στην αγκαλιά μου και εγώ να περπατώ με το εισιτήριο της διαδρομής στη τσέπη  και μια κίτρινη ταυτότητα μισοτσαλακωμένη χωρίς τα 150 ευρώ του προστίμου. Λέω, έχω πάρει άδεια και ας μην έχω. Όλα είναι γραμμένα στων σολών μας το πάτι. Κι ο Σκαρίμπας με καπέλο, γραβάτα, τριχωτό στήθος χωρίς πουκάμισο, άσπρο πουκάμισο, μισόγυμνος σε μια βάρκα στ' ανοιχτά, μουρμουρίζει να φέγγει η Χαλκίδα πέρα με κιμωλία σε μαυροπίνακα.

Γιαλό - γιαλό να φεύγουμε και - άντε -

να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια

κι εκεί - λες κομφετί μες στον λεβάντε -

όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.

 

Και σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία,

βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα

όλα μου - ανοιγμένα - τα βιβλία

καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα.

 

Το πρόσωπό του κάτασπρο σαν πρόσωπο πεθαμένου μ' ένα σωρό λουλούδια, κυκλάμινα, βιολέτες κι ότι άλλο ήθελε να μου πουλήσει ο ανθοπώλης. Πορτοκαλί πορτοκάλια στη φρουτιέρα, κατακίτρινες μπανάνες με καφετί στίγματα. Τελεία.