Ημερολόγια εγκλεισμού-5

29 Μάρτη 2020

Στην άκρη της γλώσσας μου η ακροτελεύτια φράση ενός ποιήματος του Ευγένιου Μοντάλε:

''Την κιβωτό μου ω χαμένοι!''.

Μια επιθυμία που νιώθει κανείς βλέποντας γύρω του τον κόσμο να τα 'χει χαμένα. Να είναι φοβισμένος και γι' αυτό υπάκουος σε οποιαδήποτε ανατροπή των συνταγματικών δικαιωμάτων και την αποκάλυψη των προσωπικών του δεδομένων. Το δικαίωμα, όπως λέει σε μια συνέντευξή του ο καθηγητής φιλοσοφίας Στέφανος Ροζάνης, που μόλις προ ολίγου διάβασα, είναι συνυφασμένο - ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι - με την ελευθερία, η οποία ως γνωστόν δεν χαρίστηκε ποτέ από κανέναν, αλλά είναι επίσης γνωστό πως οι εξουσίες την επιβουλεύονται μόλις αναλάβουν να προασπίσουν την ισχύ τους. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αγελαία συμπεριφορά των τρομοκρατημένων υπηκόων όταν βιώνουν περιόδους ισχνών αγελάδων. Έχει παρατηρηθεί ότι οι μάζες είναι απαίδευτες απέναντι στις μεγάλες απειλές, στις δύσκολες αποφάσεις ενώ αντίθετα είναι εκπαιδευμένες στο να γίνονται έρμαια των εξουσιαστών. Πνίγονται γιατί ακολουθούν τον παλιάτσο που παίζει το γλυκόλαλο αυλό του οδηγώντας τους στο ορμητικό ποτάμι ή την ταραγμένη θάλασσα όπου φυσικά οι περισσότεροι εξ' αυτών είναι μοιραίο να πνιγούν.

Σ' αυτή την κατάσταση η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η μέριμνα για τον άλλον έχουν υποχωρήσει μέχρι εξαφανίσεως. Μια σκέψη λειτουργεί. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Όμως αν ο Άλλος δεν υπάρχει για μας, αν δε μας συγκινεί, δεν μας κινητοποιεί, δεν τον χρειαζόμαστε και παλεύουμε να σωθούμε μοναχοί μας, τότε είμαστε καταδικασμένοι να χαθούμε και ν’ αφανιστούμε. Η συντέλεια σε χιλιάδες χρόνια ιστορίας και προϊστορίας δεν ήρθε, παρά τις αντίθετες φήμες, και δε θά ΄ρθει παρά μόνο όταν χάσουμε εαυτόν και αλλήλους, εμάς και τους άλλους. Έπειτα, όπως επαναλάμβανε ο πολύς Αλφρέ Ζαρρύ δεν έχει πλάκα να σωθείς μοναχός σου ή ο Κάφκα που στην πάλη ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο υποστήριζε τον κόσμο.  

30 Μάρτη 2020

Συνηθίζω να γράφω το άλφα με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος συμβολίζει το άπειρο. Το άλφα για τους Εβραίους είναι η αρχή του παντός και ονομάζεται Άλεφ με βάση την μυστικιστική Καμπαλά. (μια ολόκληρη συλλογή κειμένων έχει γράψει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τον τίτλο Άλεφ).

Το άλλο γράμμα που γράφω με δύο τρόπους είναι το πι. Στην πρώτη περίπτωση το γράφω σαν ωμέγα με σκέπαστρο οβάλ στη δεύτερη σαν σπιτάκι, έτσι που να συμβολίζει και στις δύο περιπτώσεις την προστασία, τον οίκο, την εστία, άρα έχουμε δύο συμπεράσματα από αυτές τις διπλές γραφές. Στην περίπτωση του άλφα έχουμε κάτι σχεδόν μεταφυσικό και σίγουρα δυσπρόσιτο και στην δεύτερη έχουμε το σύμβολο της προστατευμένης διαβίωσης. Αυτό ακριβώς που μας επιβάλουν αυτή τη στιγμή.

Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς

χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια

και τον γυμνώνουν.

Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος,

κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα

σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.

Έτσι ολοκληρώνει ο Σεφέρης τις Μέρες τ' Απρίλη '43.

Στις σημειώσεις για μια εβδομάδα σημειώνει:

Δευτέρα

Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται

ένας λαός τυφλών και τα ασφοδίλια σκύβουν

μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.

(...)

Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα

ραχιτικοί φωνογράφοι

τρύπιες φυσαρμόνικες

αρμόνια γονατισμένα

(...)

ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα.

(...)

Το ποτάμι περιμένει,

λυπήσου εκείνους που περιμένουν.

 

Κάθε γωνιά και ένα κατάστημα γραμμοφώνων

κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα

κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι

και σε κάθε δίσκο ένας ζωντανός παίζει μ' έναν πεθαμένο.

Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισε τους

αν μπορείς.

 

Μα ποιος ποιητής, θυμάσαι ποιος ποιητής

δοκίμασε την χαλύβδινη βελόνα

στις ραφές τ' ανθρώπινου κρανίου;

θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο;

 

Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη

(...)

                                               Μήπως όμως

ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν

η αμίλητη Αντιγόνη (...)

Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες

(...)

Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο.

όλα κλειστά  (...)

 

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία

κανείς δεν θα μετακινήσει το νοσοκομείο

(...)

Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα

βαραίνουν ερωτεύουνται και σμίγουν

(...)

 

Την Άνοιξη του '23 στο λουτρό της

πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι

την βρήκανε μες στ' αρώματα νεκρή

και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει.

Ωστόσο χθες στον κινηματογράφο

με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια.

Και απ' τις σημειώσεις για την Τρίτη που στην ουσία είναι η δεύτερη μέρα της βδομάδας, αφού όλα αρχίζουν απ' τη Δευτέρα ταιριάζει στην παρούσα περίπτωση του εγκλεισμού μια ''αποφυλάκιση'': Το τραγούδι σε στίχους του Διονύση Σαββόπουλου από τον κύκλο το Βρώμικο ψωμί που γράφτηκε για κάποιον που απολύεται από το στρατό μετά από μια κανονική θητεία ή παίρνοντας απολυτήριο τρέλας. 

 

 

 

 

Δημοσθένους λέξης 

                                             

Κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει

οι δρόμοι θα 'ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη

τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι

αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή

 

Κι ο ήλιος θ' αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου

θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί

μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες

ζητιάνοι εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν

 

Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη

κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό

χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ' αρχαίο δράμα

θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά στην πύλη θα σταθώ

 

Και οι θεραπευμένοι που ο ιός δεν κατάφερε να τους σκοτώσει παίρνουν εξιτήριο και πηγαίνουν πάλι σπίτι τους να κλειστούν γιατί πρέπει να προσέχουν για πολύ καιρό ακόμη, αφού ο ιός μπορεί να μη τους έχει φιλοδωρήσει με ανοσία. Λυπούνται που δεν θα κολυμπήσουν στη θάλασσα, δε θα δουν το φεγγάρι να ξεριζώνεται απ' τη νύχτα, ούτε το σκοτεινό ποτάμι θ' ακούσουν να τρέχει ορμητικό παρασύροντας τις πέτρες από κάτω. Παγωμένο ποτάμι κι εγώ σ' ένα πύργο ζωγραφιστό, ''Έναν πύργο αλλήθωρο'', την κρατούσα γυμνή στην αγκαλιά μου και περίμενα αφού εγώ δεν έγινα όπως ήθελα και κείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτ' άλλο παρά να ζήσει μαζί μου. Μάτια, μαλλιά, στήθος, μια γοργόνα και ένα πέλαγο και ένα ''γαλάζιο αίμα'', ένα αεράκι φρέσκο και εγώ που κατάφερα τη θάλασσα να εξαντλήσω, το αεράκι να ρουφήξω, τη μέρα να ιδώ.

Σάββατο

Δεν ξέχασα τίποτε

(...)

Μόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια

(...)

Μήτε τις πρώτες εντυπώσεις

(...)

Όλα τ άλλα, νάτα, κατά σειρά:

Οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα

(...)

Τα παραπετάσματα, τα φώτα

τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας

το φαρμάκι και το μαχαίρι.

 

''Οι τυφλοί κοιμούνται''...

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι

Κι όλα αυτά γραμμένα το 1933 - όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία - στο Λονδίνο.  Κι ύστερα να διαμαρτύρομαι πως είναι αδύνατο να γράψω, ώσπου να γυρίσω το φύλλο, έχω αλλάξει, έγινα άλλος.