Ημερολόγια εγκλεισμού-3

Στα ημερολόγια λάμπει αρκετές φορές και η Ομορφιά της Λίστας, όπως την ονομάζει στο ομότιτλο βιβλίο του ο Ουμπέρτο Έκο. Στους ίδιους καταλόγους, του Δημητριάδη, διαβάζουμε για τα χρώματα της φράουλας και του ροδάκινου με χνώτα / αύρας ανοιχτού πελάγους / (...) με παιγνιώδη ανθοφορία που περιγράφει το κρεβάτι από όλες τις μεριές Και τα παιχνίδια τους Ξεκουρντισμένα κα / ρουσέλ κουτιά μικρά μεγάλα με πιόνια / στρατιωτάκια γκαζιές σε όλα τα χρώματα κούκλες / πάνινες σχισμένες τρενάκια δίχως ράγιες / (...) πλαστελίνες κουτιά μικρά μεγάλα με μπογιές μολύβια φθαρμένα τοπία μπαλάκια τε/τράδια ιχνογραφίας κοχύλια βότσαλα γκαζιές κι άλλες γκαζιές και ραδιοφωνάκια ... / Ολόκληρο το σώμα.

Ένας οργανισμός μπροστά στον παιδικό καθρέφτη, μια Αλίκη, ένας Τιλ και ποιος ξέρει ποια άλλα εννιάχρονα ή δεκάχρονα ή και μεγάλοι μισοξαπλωμένοι στο πάτωμα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο που ο αέρας μπαίνει απ' έξω και κάνει την κουρτίνα να παφλάζει σαν σημαία  στον αέρα. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και ο Τιλ Οϊλενσπίγκελ, η Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη της που δεν έχει σπάσει ακόμα και μάλλον δε θα σπάσει ποτέ, γιατί η Αλίκη δε θα μεγαλώσει αντίθετα απ' τον Τιλ που θα βλέπει τον εαυτό του να μεγαλώνει μπροστά στον καθρέφτη του ονόματός του [σπίγκελ στα γερμανικά πάει να πει καθρέφτης].

Και αφού ο λόγος για καθρέφτες, είναι καιρός για τηλεόραση ή μάλλον για τον ταξιδιώτη που μια νύχτα του χειμώνα, όπως διηγήθηκε ο γέρος Κφβφκ - ακριβώς επειδή μπορούσαμε να σκουπίζουμε και να ξεσκονίζουμε καθημερινά.Βεβαίως μάζευε μπόλικη βρωμιά θα έλεγε κανείς ότι γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό της, η γη, δεν είχε άλλο στόχο από το να μαζεύει όλη τη σκόνη και το σκουπιδαριό που αιωρούνταν στο διάστημα. (Ίταλο Καλβίνο, 1968)

 

Κι ύστερα,

Πώς να ξεχωρίσεις το καθετί από το κενό.

Στο βιαστικό μου ταξίδι ένα για τις βιολέτες

θα πω

τι θλίψη, τι κόπος, τι καημός

για να γίνουν τέλεια τα πέταλα, το άρωμα,

ο καυλός

για την μόνη μέρα ζωής που τους επιτρέπεται

πριν την εύθραυστη αγέρωχη στιγμή που έπεται

(Βισλάβα Συμπόρσκα, Γενέθλια 1972)

 

Και ο Τζίνο Σεβερίνι, ο φουτουριστής ζωγράφος, να ξεκινάει να χορέψει με τα χρώματά του, τις φόρμες και τα σχήματα ένα αθάνατο βαλς. Και ο Φρεντ Ασταίρ να κατεβαίνει τις σκάλες που κατέβηκε η μαυροντυμένη μάνα κρατώντας το μωρό της στην ταινία Θωρηκτό Ποτέμκιν, του παμμέγιστου Σεργκέι Μιχαήλοβιτς Άιζενστάιν κρατώντας το καπέλο του στο δεξί χέρι και με το πανωκόρμι του σε ελαφριά υπόκλιση φροντίζοντας να μην μπερδέψει τα πόδια του και μετρήσει τα σκαλοπάτια όπως το έκανε ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Σαρλώ σε μια αντίστοιχη σκηνή από ταινία του Μακ Σένετ. Κι ύστερα ο έγκλειστος θυμήθηκε και άλλους του βωβού τους αδερφούς Μαρξ και από τον βωβό πήδηξε στη δεκαετία του '70 και τους Μόντι Πάιθονς, αλλά αυτές οι αλματώδεις διαδρομές τον έκαναν να πάθει μία διάλειψη και τα ξέχασε όλα προς στιγμήν.

Και άνοιξε το ημερολόγιο του 2020 για να βρει τι ώρα ήταν και ποια μέρα και έπεσε ακριβώς πάνω στην επέτειο της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.

25 Μάρτη λοιπόν, 20 νεκροί, 743 κρούσματα και ο κύριος με τα γυαλιά και το συμπαθητικό πρόσωπο πάντα θλιμμένο πλάι στον άλλον κύριο με το μυτερό μαύρο μουσάκι ανακοινώνει ένα ακόμη θάνατο, μια ακόμη απώλεια. Μια γυναίκα, λέει, πέθανε μόνη της στο σπίτι της. Και δεν ήταν μεγάλη, δεν είχε καν συμπληρώσει τα σαράντα. Είχε τρία παιδιά. 

Επειδή είχε αναπνευστικό πρόβλημα έπρεπε να νοσηλευτεί, αλλά εκείνος που της μίλησε από τον ΕΟΔΥ τηλεφωνικά της είπε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να κάτσει σπίτι. Να μείνει κλεισμένη στο σπίτι. Μόνο που εκείνη υπάκουσε και πέθανε. Και ο κύριος με το θλιμμένο πρόσωπο και το τσαλακωμένο ύφος που πότε πότε βάζει τα κλάματα και ένας κόμπος στέκεται στο λαιμό του, όταν μιλάει για ηλικιωμένους γονείς, είπε: πως αυτή η ανώνυμη νεκρή έπρεπε να πάρει και να ξαναπάρει τηλέφωνο και να πάει στο νοσοκομείο. Ο κύριος με το μυτερό μουσάκι δίπλα κάτι έλεγε που δεν ακουγόταν, κάτι για κατάσταση έκτακτης ανάγκης σ' ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό από αυτούς που συναντάς πριν ή μετά τη Θεσσαλονίκη και ήταν τόσο αδύνατος που έμοιαζε σαν το δεξί πλαίσιο του κάδρου που περιείχε τον κεντρικό ομιλητή, το θλιμμένο κύριο που τώρα είχε ύφος δυσαρεστημένο - δυσαρεστήθηκε που τον ρώτησαν γι' αυτήν που πέθανε - λες και αυτός ήταν υπεύθυνος για το θάνατό της.