Δεν μου αρέσει

Δεν μου αρέσει το μοιραίο τέλος,

απ’ τη ζωή ποτέ δεν είμαι κουρασμένος.

Δεν μου αρέσει καμία εποχή

που δεν θα τραγουδώ χαρούμενα τραγούδια.

 

Δεν μου αρέσει ο κρύος κυνισμός,

σε είδωλα δεν πιστεύω,

κι όταν ένας ξένος διαβάζει τα γράμματά μου

κοιτάζοντας κρυφά πίσω από την πλάτη.

 

Δεν μου αρέσει να μένουν τα πράγματα στη μέση,

να σε διακόπτουν όταν μιλάς.

Δεν μου αρέσει πισώπλατα να με πυροβολούν,

μα ούτε κι από εμπρός.

Μισώ να εκφράζονται σαν άποψη οι φήμες,

της αμφιβολίας το σαράκι, της πρέζας την παρηγοριά,

κι όταν σε χαϊδολογούν με υστεροβουλία,

ή σαν η πρόκα τρίβεται επάνω στο γυαλί.

 

Δεν μου αρέσει των χορτάτων η σιγουριά,

είναι πολύ καλύτερα τα χαλασμένα φρένα.

Και είναι κρίμα που η «τιμή» ξεχάστηκε κι αυτή

για της συκοφαντίας την τιμή.

 

Σαν βλέπω σπασμένα φτερά-

δεν λυπάμαι μέσα μου και δεν μου είναι εύκολο:

Δεν μου αρέσει η βία ούτε η αδυναμία-

τον Εσταυρωμένο μόνο λυπάμαι.

 

Δεν μου αρέσει ο εαυτός μου καθόλου όταν δειλιάζω,

ντρέπομαι σαν βλέπω αθώους να χτυπούν,

δεν μου αρέσει να μπαίνουν στην ψυχή μου,

κι ακόμα το χειρότερο, μέσα σ’ αυτή να φτύνουν.

 

Δεν μου αρέσουν θεάματα και τσίρκα:

εκεί τα σοβαρά γίνονται τιποτένια.

Κι ας πρόκειται να γίνουν μεγάλες αλλαγές,

εγώ ποτέ αυτά δεν θα τα αγαπήσω.

 

 

 

Ο Βλαντίμιρ Βισότσκι (Владимир Высоцкий), ένας χαρισματικός και πολύπλευρος καλλιτέχνης, συνθέτης και ερμηνευτής των ποιημάτων του, ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου έζησε τη σύντομη ζωή του στη Μόσχα, από το 1938 έως το 1980. Ο βάρδος, όπως τον έλεγαν οι Σοβιετικοί, βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ μετά θάνατον, το 1987.

Παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο τη Γαλλίδα ηθοποιό ρωσικής καταγωγής Μαρίνα Βλαντί. Πέθανε 42 χρονών με έναν θάνατο που θεωρήθηκε αναπόφευκτος, εξαιτίας των καταχρήσεων. Το ποίημα είναι γραμμένο το 1969.