Θάνατος στη Βενετία των Τόμας Μαν-Λουκίνο Βισκόντι
27/03/2020
Η τέχνη συνεχίζει να ζει τη δική της ύπαρξη,αδιάφορη για τα μάτια
που την κοίταξαν απ' την κλειδαρότρυπα.
Μάριος Μαρκίδης
Ο θάνατος στη Βενετία έχει τα δύο θέματα, αυτά που αναφέρονται στο τίτλο της το θάνατο και την πόλη. Η Βενετία μιας άλλης εποχής, αλλά όχι ακριβώς της πόλης, αλλά ορισμένων σημείων της όπως το ξενοδοχείο Λίντο, την πλατεία του Αγίου Μάρκου και όλο τον ανθρώπινο διάκοσμο που κινείται και ζει σ’ αυτό το χώρο και γύρω από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Ένας γελωτοποιός κακότεχνος, κακοβαμμένος, μασκαρεμένος, χυδαίος έτσι που να θυμίζει Σάτυρο. Ο κόσμος περιφέρεται, συζητά, ζει και χορεύει στο ρυθμό μιας ζωντανής παράστασης που η αυλαία της μένει να πέσει λίγο πριν την καταστροφή.
Ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ που το όνομα του σημαίνει ποταμός στάχτης, πριν να φτάσει με πλοίο στη Βενετία ήταν στο απόγειο της συγγραφικής του δόξας. Είχε ζήσει τη ζωή του και τη τέχνη του. Ήταν ένας ιδεαλιστής με κλασικιστικές αναφορές. Ακολουθούσε το δόγμα της ‘τέχνης για τη τέχνη’. Έδειχνε μεγαλύτερη αφοσίωση στην τέχνη παρά στη ζωή. (Γιατί όπως λέει πάλι ο Μαρκίδης: «η τέχνη είναι το τελευταίο ψέμα που μας απόμεινε»). Όταν πατάει το πόδι του στην αποβάθρα το σκηνικό φωτίζεται, αλλά ο δικός του κόσμος βουλιάζει στα βρώμικα κανάλια της πόλης. Όχι αμέσως, όχι τόσο απότομα, όχι μ’ ένα κινηματογραφικό κατ, αλλά με μια πορεία, μια κάθοδο στην άβυσσο του πάθους. Η ηθική του, η αισθητική του, οι ισορροπίες του, το υπερεγώ του, η ύπαρξή του τραντάζονται συθέμελα, όταν στο οπτικό του πεδίο μπαίνει ένας νεαρός, ένας έφηβος, ο Τάτζιο. Όλα γίνονται στάχτη, όπως στο όνομά του. Μερικά στοιχεία από τη ζωή και την τέχνη του Γκούσταβ Μάλερ που ο Φρόυντ τον είχε ψυχαναλύσει και ο Τόμας Μαν τον θαύμαζε είναι διάσπαρτα στην προσωπικότητα του Άσενμπαχ. Αλλά έχει και κάποια χαρακτηριστικά του ίδιου του Τόμας Μαν (1875-1955).
Το επόμενο θέμα, αυτό που πάντα υπάρχει πριν το θάνατο, είναι ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η ορμή που προηγείται της ενόρμησης του θανάτου, αλλά κι οι ενοχές.
Μια επιδημία χολέρας είναι αυτό που κινεί την ιστορία. Αυτό που την πυροδοτεί. Η ''μεταδοτική αρρώστια'' κυριαρχούσε την εποχή που ο Τόμας Μαν επισκέφτηκε τη Βενετία πριν αρχίσει να γράφει τη νουβέλα του. Η γυναίκα του εκδήλωσε φυματίωση το 1911 και κλείστηκε σε σανατόριο. Τότε ο συγγραφέας την ολοκλήρωσε μένοντας μόνος με τα παιδιά του.
Ο Άσενμπαχ δεν μπορεί να το βάλει στα πόδια, δε μπορεί να φύγει, δε μπορεί να γυρίσει σ' αυτό που άφησε πίσω του. Όσο πικρή και να βρήκε την ομορφιά ο Ρεμπώ, και να την καταράστηκε στο μυαλό του Άσενμπαχ παίρνει τη μορφή του νεαρού έφηβου Τάτζιο και στον καθρέφτη του όμορφου προσώπου του βλέπει το μάταιο της ζωής του. Μ’ ένα σχεδόν καβαφικό τρόπο προσπαθεί ν’ αφήσει πίσω του αυτό που βίωσε μαζί και το έργο του, τη γυναίκα του, την προηγούμενη ζωή του, όλον του τον εαυτό και να μπει από τη “στενή πύλη” σε μια ορθάνοιχτη, αισθησιακή, οργιαστική, σαρκική κατάσταση.
Στην πλατεία η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή και ανήλιαγη. Ανυποψίαστοι ξένοι κάθονταν στα καφενεία ή στέκονταν μπροστά στην εκκλησία χαζεύοντας τα περιστέρια, που φτερουγίζανε και στριμώχνονταν γύρω στους κόκκους το καλαμπόκι που τους πρόσφεραν γεμάτες φούχτες. Αναστατωμένος, με τη θριαμβική γνώση της αλήθειας, μα με τη γεύση της αηδίας στο στόμα και με ανείπωτη φρίκη στην καρδιά, ο Άσενμπαχ πηγαινοερχόταν στις πλάκες του μεγαλόπρεπου αυλόγυρου. Αναλογιζόταν κάποια λυτρωτική και αξιόπρεπη πράξη. Το βράδυ, ύστερα από το φαγητό, θα μπορούσε να πλησιάσει τη στολισμένη με μαργαριτάρια κυρία και να της μιλήσει κάπως έτσι: ''Επιτρέψτε σ' έναν ξένο, κυρία, να σας δώσει μια συμβουλή, μια πληροφορία, που οι άλλοι σας αρνούνται από υστεροβουλία. Φύγετε αμέσως, με τον Τάτζιο και τις κόρες σας! Η Βενετία έχει προσβληθεί από χολέρα!'' Έπειτα θα μπορούσε, για αποχαιρετισμό, να απιθώσει το χέρι του στο κεφάλι του ωραίου αγοριού, όργανο κάποιας χλευαστικής θεότητας, να γυρίσει και να φύγει, κι έτσι να λυτρωθεί από τον βούρκο. Την ίδια όμως στιγμή ένιωθε πως απείχε απέραντα από το να θέλει στα σοβαρά να κάνει ένα τέτοιο διάβημα. Αυτή η πράξη θα τον γύριζε πίσω, θα τον ξανάφερνε στον εαυτό του, όποιος όμως έχει χάσει τον εαυτό του τίποτα δεν σιχαίνεται περισσότερο από το να ξαναγυρίσει σ' αυτόν. Θυμήθηκε ένα λευκό οικοδόμημα διακοσμημένο με επιγραφές που αντιφέγγισαν στο δειλινό, και το βλέμμα του νου του βυθισμένο στην διάφανη μυστικοπάθειά τους. Θυμήθηκε ύστερα κι εκείνη την παράξενη μορφή του οδοιπόρου, που του είχε ξυπνήσει στα ώριμα χρόνια του, ένα βαθύ νεανικό πόθο για τους μακρινούς και ξένους τόπους. Και η σκέψη να γυρίσει στο τόπο του, στην ηρεμία, στη φρόνηση, στο μόχθο και στην συγγραφική του απασχόληση του ήταν σε τέτοιο βαθμό αποκρουστική, ώστε το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα αηδίας: ''Πρέπει να σωπάσω!'', ψιθύρισε αποφασιστικά.
''Δεν θα μιλήσω!'' Οι τύψεις που ένιωθε για τη συνενοχή του, του έφερναν ζάλη, όπως το λιγοστό κρασί ζαλίζει ένα αδύναμο μυαλό.
Η εικόνα της χολεριασμένης πόλης πλανιόταν στο μυαλό του, ξυπνώντας μέσα του ανείπωτες, έξω από κάθε λογική και ανέκφραστα γλυκιές ελπίδες. Τι ήταν η λεπτή ευτυχία που ονειρεύτηκε τούτη τη στιγμή σε σύγκριση μ' αυτές τις προσδοκίες. Τι σήμαινε πια γι' αυτόν η τέχνη και η αρετή μπροστά στην υπόσχεση που χάριζε το χάος; Δε μίλησε, λοιπόν, και ήταν αποφασισμένος να μη μιλήσει''.
Η νουβέλα δεν περιγράφει μόνο την κάθοδο του Άσενμπαχ στην κόλαση του πάθους, δηλαδή ένα τέλος, αλλά και το τέλος ενός τρόπου ζωής και τον θάνατο ενός κόσμου καθώς και το τέλος της αστικής τάξης. Ο Λούκατς, θαυμαστής και μελετητής του Τόμας Μαν μιλάει για την ''άγρια και στείρα οδύνη'' μιας ζωής κατεστραμμένης, εκμηδενισμένης. Ο Βισκόντι (1906-1976) από την άλλη μεριά, εκείνη του καλλιτέχνη που αναλαμβάνει να αναπλάσει ένα δοσμένο έργο αναφέρεται στην αυστηρότητα του καλλιτέχνη και της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποκαλύπτοντας την ηθική της αστικής τάξης που κυριαρχείται από κακογουστιά, αδιαφορία και έναν άμετρο καταναλωτισμό που όμως θα οδηγήσει τον Άσενμπαχ, πριν γίνει ποταμός στάχτης, στο μυστικιστικό έρωτα για τον Τάτζιο, διανθισμένο από σαρκασμό και βουτηγμένο σε μια γκροτέσκα ατμόσφαιρα.
Η ιστορία του ψυχορραγήματος της αστικής τάξης συνοδευμένη από το θάνατο της αγνότητας και της αθωότητας της τέχνης, καθώς και της καλλιτεχνικής αξιοπρέπειας περιγράφεται εμπνευσμένα από τον σκηνοθέτη - πολύ περισσότερο μάλιστα με τον τρόπο του Προυστ παρά με αυτόν του Τόμας Μαν. Παράλληλα ο Βισκόντι διεξέρχεται με εργαλείο το μαρξισμό την ιστορία της Ιταλίας, καταδικάζοντας την αστική τάξη που πεθαίνει, αλλά εξιδανικεύοντας την προοδευτική αριστοκρατία - αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Η ιστορία της πτώσης της αστικής τάξης της Ιταλίας που ακολούθησε την πτώση της αριστοκρατίας και του φεουδαλισμού είναι η τραγωδία της, γιατί οδήγησε αναπότρεπτα στο φασισμό.
Ο Βισκόντι με καταγωγή από τον νεορεαλισμό - θεωρείται ο θεμελιωτής του – είναι βουτηγμένος στη λογοτεχνία και προχωρά σταθερά προς μια αισθητική που συγκεράζει τον αισθητισμό και τη Παρακμή με τον μαρξιστικό σοσιαλισμό, όπως είχε κάνει, χωρίς το μαρξιστικό πρόσημο φυσικά, ο Όσκαρ Ουάιλντ. Δεν είναι τυχαίο ότι το κύκνειο άσμα του Βισκόντι είναι βασισμένο πάλι σε μυθιστόρημα στον Αθώο του Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, του κατεξοχήν εστέτ που είχε και μια σοβαρή εμπλοκή με το φασισμό.
Ο Άσενμπαχ, χαλαρωμένος στην πολυθρόνα του, ανίκανος να αμυνθεί και, αντίθετα, γεμάτος ταραχή και ελπίδα γι' αυτό που γινόταν, κοίταζε στον καθρέφτη τα φρύδια του να γίνονται πιο τοξωτά και πιο συμμετρικά, τα μάτια του να μεγαλώνουν και να φαντάζουν πιο λαμπερά, χάρη σε μια απλή σκίαση των βλεφάρων. Έβλεπε το δέρμα του, εκεί που παλιά ήταν καφετί και χωματένιο, να λειαίνει και να παίρνει χρώμα αχνορρόδινο, τα αναιμικά πριν χείλια του να φουσκώνουν και να γίνονται ροδαλά, τις ρυτίδες στα μάγουλα και στο στόμα, καθώς και τις αυλακιές στις άκρες των ματιών να χάνονται στην κρέμα και σε διάφορα υγρά επιθέματα... με καρδιοχτύπι αντίκριζε τώρα μπροστά του έναν νεαρό σε όλη του την άνθιση. Ο κουρέας έμεινε τέλος ικανοποιημένος (...) ''Τώρα ο κύριος μπορεί άφοβα να ερωτευτεί''.
Ο Άσενμπαχ έφυγε σαν μέσα σε όνειρο, γοητευμένος συγχυσμένος, ντροπαλός. Φορούσε κόκκινη γραβάτα και στο ψάθινο πλατύγυρο καπέλο του είχε δεμένη μια πολύχρωμη κορδέλα. (...) ο πνιγερός αέρας έδιωχνε την όρεξη, και η φαντασία είχε την εντύπωση πως τα φαγητά ήταν δηλητηριασμένα από τα μικρόβια της αρρώστιας. (...) Ο Άσενμπαχ ακολουθώντας το ωραίο αγόρι, προχώρησε βαθιά στο εσωτερικό της χολεριασμένης πολιτείας. Σχεδόν χαμένος, αφού τα δρομάκια, τα κανάλια, οι γέφυρες και οι πλατειούλες του λαβύρινθου έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους και δεν θυμόταν πια τον προσανατολισμό του, πρόσεχε μόνο μήπως χάσει από τα μάτια του την ποθητή μορφή που ακολουθούσε. (...) Ο Τάτζιο βάδιζε πίσω από τους δικούς του στα στενά δρομάκια και συνήθως δεν άφηνε την γκουβερνάντα και τις αδελφές του να στρίβουν πρώτες στις γωνίες. Καθώς λοιπόν περπατούσε μόνος, γύριζε πότε πότε το κεφάλι και κοίταζε με τα παράξενα γκριζογάλανα μάτια του αν τον ακολουθούσε ο θαυμαστής του. Τον έβλεπε, και δεν τον πρόδινε. Μεθυσμένος απ' αυτήν τη διαπίστωση, μαγνητισμένος από αυτά τα μάτια, έρμαιο του πάθους του, ο ερωτευμένος κυνηγούσε την ανάρμοστη ελπίδα του. Όμως, τελικά, την έχασε.
To Γενάρη του 1905, ο Τόμας Μαν παντρεύεται, και δημοσιεύει μια νουβέλα στο περιοδικό Σιμπλιτσίσιμους. Το Μάιο έχει ένα καινούργιο σχέδιο για μυθιστόρημα, τη Βασιλική Υψηλότητα. Το καλοκαίρι γράφει το Συγκρατημένο Αίμα, αλλά το αποσύρει από την κυκλοφορία το Γενάρη του 1906. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς αποκτά τον πρώτο του γιο τον Κλάους. Το 1909 αποκτά τον δεύτερο γιο του τον Γκόλο, ενώ ετοιμάζεται να ξεκινήσει τον Φέλιξ Κρουλ. Το 1912 αποκτά την κόρη του Μόνικα, ενώ αυτοκτονεί η αδερφή του Κάρλα, που ήταν ηθοποιός. Περνά μια βραδιά με τον Γκούσταβ Μάλερ που πεθαίνει το Μάιο του 1911. Αυτό τον σπρώχνει να γράψει το Θάνατο στην Βενετία που τον ολοκληρώνει στις 15 Ιουνίου του 1912 και τον κυκλοφορεί αμέσως.
Δεν έχει γράψει ακόμη το μεγάλο του έργο, το Μαγικό Βουνό, δεν έχει πάρει το βραβείο Νόμπελ, δεν έχει αποδεσμευτεί από τις εθνικιστικές του απόψεις που αναπτύσσει στο: Απόψεις ενός Απολιτικού. Δε μιλάει με τον αδερφό του, το αντίπαλο δέος του, με τον οποίο συμφιλιώνεται όταν εγκαταλείπει τις εθνικιστικές θέσεις του, αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και λογοτεχνικά συναντιέται μαζί του στο Γαλάζιο Άγγελο [ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι Ένας αργοπορημένος έρωτας] που επίσης γυρίστηκε ταινία (1930) από τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ. Πρόκειται για το ερωτικό πάθος που αναπτύσσει ένας καθηγητής γυμνασίου (Έμιλ Γιάννιγκς) για μια σαντέζα του καφωδείου (Μάρλεν Ντήτριχ) που την παντρεύεται και οδηγείται στην καταστροφή. Λίγο ως πολύ τον απασχολεί πάντα ο θάνατος, αλλά και η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του που κατά τον Γκόλο Μαν, το γιο του δεν έφτασε ποτέ κάτω από τη ζώνη, ωστόσο δεν σταμάτησε να κοιτάει από την κλειδαρότρυπα νεαρούς που έμοιαζαν στον Τάτζιο. Όπως λέει ο Φρόυντ η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα οδηγεί κατευθείαν στην αγκαλιά της τέχνης. Αυτό συνέβηκε και με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι που αναλύει την περίπτωσή του στο Μια παιδική ανάμνηση του Λεονάρρντο. Και ο Λουκίνο Βισκόντι καταπίεζε την ομοφυλοφιλία του. Και είχε ένα σωρό αντιφάσεις, ήταν αριστοκράτης, κρατούσε από οικογένεια Δουκών, δεν αρνήθηκε ποτέ την πολυτέλεια ούτε την αριστοκρατική του καταγωγή, αλλά έγινε μαρξιστής και επονομάστηκε Κόκκινος Δούκας ήταν εστέτ, αγαπούσε πολύ την όπερα, το θέατρο και είχε σκηνοθετήσει πολλές σημαντικές παραστάσεις και στα δύο είδη. Ένα όνειρό του ήταν να γυρίσει ταινία το πρώτο μέρος του Αναζητώντας το χαμένο Χρόνο, το Από τη μεριά του Σουάν του Προυστ, γι' αυτό τα τελευταία του έργα έχουν έντονα προυστικές επιρροές. Έζησε και δημιούργησε σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο φθηνός λαϊκός κινηματογράφος και θεμελίωσε το δικό του ύφος αφήνοντάς μας κληρονομιά ταινίες πολύ υψηλής αισθητικής. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971)γυρίστηκε σε φυσικούς χώρους. Δεν αποτελεί εικονογράφηση της νουβέλας, αλλά ανάπλαση της σε βάθος. Τον Άσενμπαχ ενσαρκώνει με οπερατικό τρόπο ο Ντερκ Μπόγκαρτ που κάνει άλλο επάγγελμα, δεν είναι συγγραφέας, αλλά συνθέτης, που δεν συνθέτει πια όπως και ο ήρωας του Τόμας Μαν δε γράφει. Τη μητέρα του Τάτζιο ενσαρκώνει η Συλβάνα Μάνγκανο. Η μουσική που ακούγεται είναι από τις συμφωνίες αρ. 3 και 5 του Γκούσταβ Μάλερ.
Με την ταινία μου αυτή, εξομολογείται ο Βισκόντι, πραγματοποίησα μια από τις πιο παλιές μου επιθυμίες. Ανέκαθεν με γοήτευε το θέμα της διαφοράς ανάμεσα στις αισθητικές αναζητήσεις και τη ζωή ενός καλλιτέχνη, ανάμεσα στην ύπαρξή του που υπερβαίνει την Ιστορία, και την συμμετοχή του σε αστικές καταστάσεις. Ποτέ πριν δεν είχα τολμήσει να προσεγγίσω αυτό το θέμα. Περίμενα μέχρι να αποκτήσω την αναγκαία ωριμότητα και εμπειρία που απαιτεί ένα τέτοιο θέμα: το θέμα του απολογισμού μιας ζωής.
Το κεφάλι του έκαιγε, το κορμί του κολλούσε από τον ιδρώτα, τα γόνατά του έτρεμαν και τον βασάνιζε ανυπόφορη δίψα. Έψαχνε να βρει κάπου να ξεκουραστεί για μια στιγμή. Αγόρασε λίγες παραγινωμένες φράουλες από ένα μικρό μανάβικο και τις έφαγε περπατώντας. Μια μικρή απόμερη πλατειούλα πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του. Τη γνώρισε. Σ' αυτήν είχε σκεφτεί εκείνο το απελπισμένο σχέδιο φυγής, βδομάδες τώρα. Κάθισε στα σκαλιά της δεξαμενής, στη μέση της πλατείας, και ακούμπησε το κεφάλι του στο πέτρινο περίζωμα. Ησυχία βασίλευε ολόγυρα. Γρασίδι φύτρωνε ανάμεσα στις πλάκες του λιθόστρωτου, σκουπίδια σέρνονταν εδώ και εκεί. Ανάμεσα στα ερειπωμένα κι ακανόνιστα στο ύψος σπίτια υπήρχε και ένα που έμοιαζε με παλάτι, με τοξωτά παράθυρα που έχασκαν κενά από πίσω και με μικρά μπαλκόνια στολισμένα με λιοντάρια. Ένα φαρμακείο βρισκόταν στο ισόγειο ενός άλλου σπιτιού. Η θερμή πνοή του ανέμου έφερνε βαριά τη μυρουδιά της φαινόλης (...) Καθόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά, κάπου κάπου του ξέφευγε ένα πλάγιο γρήγορο βλέμμα, ειρωνικό και ταραγμένο. Και τα πλαδαρά του χείλη φτιασιδωμένα, ψιθύριζαν κομματιαστά λόγια από τον διάλογο που το μισοκοιμισμένο του μυαλό σκεφτόταν με την παράξενη λογική του ονείρου
''Γιατί θυμήσου το καλά, Φαίδρε, μόνο η ομορφιά είναι θεϊκή και ορατή ταυτόχρονα. Έτσι με την ομορφιά πορεύεται κανείς προς το αισθητό και αυτή, μικρέ μου Φαίδρε, οδηγεί τον καλλιτέχνη στο δρόμο προς το πνεύμα. Πιστεύεις όμως, φίλε, πως εκείνος που πορεύεται από το δρόμο των αισθήσεων μπορεί ποτέ να φτάσει στη σοφία και στην αληθινή ηθική ρωμαλεότητα; ή μήπως πιστεύεις πως αυτός ο δρόμος είναι επικίνδυνος όσο κι αγαπητός, είναι στ' αλήθεια δρόμος λοξός κι αμαρτωλός που οδηγεί αναγκαστικά στην πλάνη; Γιατί πρέπει να ξέρεις πως εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να πάρουμε το δρόμο της ομορφιάς δίχως σύντροφο και οδηγό τον Έρωτα''. (...)
Το κεφάλι του, ακουμπισμένο στη ράχη της σεζ- λόνγκ, ακολουθούσε αργά τη κίνηση του αγοριού. Ανασηκώθηκε σαν για να απαντήσει μα σωριάστηκε αμέσως ξανά με το κεφάλι χωμένο στο στήθος, και τα μάτια του προσπαθούσαν ακόμα να κοιτάξουν από κάτω, ενώ το πρόσωπό του έδειχνε τη χαύνωση, ενός βαθύτατου ύπνου. Ο Άσενμπαχ ένιωθε σαν ο χλωμός κι αγαπημένος Ψυχαγωγός να του έγνεφε να του χαμογελούσε από μακριά, σαν να σήκωνε το χέρι από τη μέση του και κάτι του έδειχνε πέρα, στο θεόρατο κενό όλο υποσχέσεις. (...) Πέρασαν κάμποσα λεπτά ώσπου να τρέξουν να βοηθήσουν τον συγγραφέα, που είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα του.
Μόνο που αυτός νωρίτερα είχε ψιθυρίσει την χιλιοειπωμένη φράση του έρωτα και του πόθου... ενός έρωτα ανέφικτου σ' αυτές τις περιστάσεις, ηλίθιου γελοίου μα όχι ολότελα ανάξιου τιμής: ''Σ' αγαπώ!''.
Αλλά στο μεταξύ η πόλη πεθαίνει ο Τάτζιο έχει φύγει μαζί με την οικογένειά του, κανείς δεν έχει μείνει εκτός από τον Άσενμπαχ να περιμένει το θάνατο. «Τρεις από τις τέσσερις μορφές του έργου ο άνθρωπος στο νεκροταφείο, ο γερασμένος ανώμαλος στο καράβι και ο γονδολιέρης περιγράφονται να αποκαλύπτουν τα δόντια τους με έναν τέτοιο παράξενο τρόπο που φέρνει στο μυαλό την ιδέα ενός γυμνού κρανίου. Ο γονδολιέρης σε μια γόνδολα μαύρη σαν ένα φέρετρο μοιάζει να είναι υπαινικτική αναφορά σε μια μορφή της αρχαίας μυθολογίας, τον Χάροντα που μεταφέρει το νεκρό διασχίζοντας τα νερά της Στυγός, στον Άδη. Ο πρώτος άνδρας βγαίνει μπροστά στον Άσενμπαχ μέσα στο νεκροταφείο με την αιφνίδια εμφάνιση ενός φαντάσματος - η πιο αναμφίβολη απεικόνιση κάποιου πεθαμένου που επιστρέφει απειλητικά. Ο τελευταίος, ένας τραγουδιστής του δρόμου, κουβαλάει μαζί του τη μυρουδιά του θανάτου. Όλοι, εκτός απ' τον γερο-δανδή στο καράβι, περιγράφονται σαν δυνατοί κι επικίνδυνοι και σ' όλες αυτές τις μορφές μπορεί να εξαχθεί ένα σαφές συμπέρασμα, σχετικά με την διάχυτη ύπαρξη μιας ελεύθερης, ανεμπόδιστης επιθετικότητας και σεξουαλικής διάθεσης», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χάιντς Κόχουτ στη μελέτη του Θάνατος στη Βενετία η αποσύνθεση της καλλιτεχνικής μετουσίωσης, ψυχαναλυτική ερμηνείας της τέχνης και ψυχαναλυτική υπεράσπισή της. [1]
Αυτή η σπουδαία νουβέλα γράφτηκε από έναν άνθρωπο που είχε κληρονομήσει όλο τον πλούτο της παράδοσης, όχι μόνο της γερμανικής αλλά και της αρχαιοελληνικής και της λατινικής και φιλοδοξούσε να γίνει ο νέος Γκαίτε και ως ένα βαθμό τα κατάφερε. Σήμερα είναι ένας κλασικός.
Η αναζήτηση της ομορφιάς και της απώλειάς της είναι το βασικό θέμα της νουβέλας. Αλλά η ομορφιά είναι ανέλπιδη, απλησίαστη, άπιαστη, φευγαλέα, υπερβατική, σκάει από τελειότητα και δε συναντιέται παρά μόνο με το Μοιραίο.
[1]. Μτφρ. Μάριος Μαρκίδης, εκδόσεις Έρασμος 1976.
Βιβλιογραφία:
- Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία, μτφρ. Δ. Διβάρη, εκδόσεις Πάπυρος, 1974
- περ. Διαβάζω, Τόμας Μαν, τχ, 90, 21/3/ 84, σελ.8-48
3.Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2001, Luchino Visconti, Επιλογή κειμένων & σύνταξη, Μισέλ Δημόπουλος