Μακάβριος χορός

Κάποια κακοτυχιά επίκειται, είπα. Προχώρησα στο έρημο τοπίο. Ούτε καμήλες ούτε νερό και ο ήλιος «κυκλοδίωκτος ως αράχνη». Άσχημα ειδωμένο, άσχημα ειπωμένο, ακατάλληλο.

Από το στρώμα της όταν ο ουρανός είναι καθαρός βλέπει την Αφροδίτη να ανατέλλει και τον ήλιο να την ακολουθεί. Τότε καταφέρεται ενάντια στην αρχή όλης της ζωής. Πάλι. Το απόβραδο όταν οι ουρανοί είναι καθαροί απολαμβάνει την εκδίκησή της. Στην Αφροδίτη. Μπροστά στο άλλο παράθυρο. Καθισμένη άκαμπτη στην παλιά της καρέκλα παραμονεύει αυτό που ακτινοβολεί. [1]

 

Ύστερα είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό ένας άλλος άγγελος με εξουσία μεγάλη που η δόξα του κατάλαμψε τη γης.

Και έβγαλε δυνατή φωνή λέγοντας: ''Πάει, πάει έπεσε η Βαβυλών η μεγάλη, τόπος δαιμόνων έγινε και μονιά σκοτεινών πνευμάτων και φωλεά βρωμερών ορνέων. [2]

Και δεν έπεσε μόνο η Βαβυλών, έπεσε και η Κωνσταντινούπολη και η Τεχεράνη και τα Εκβάτανα και η Αλεξάνδρεια και η Σμύρνη και η Ιερουσαλήμ και όλες οι Ακυβέρνητες Πολιτείες... Και εγώ βάδιζα γυμνός στο ακρωτήρι της ελπίδας που έπρεπε να είναι εκεί και να με περιμένει. Κρατούσα μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να της δώσω αλλά καθυστέρησε και την περιμένω και την ποθώ και τη χρειάζομαι.

Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο και αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ' αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά. Γιατί αν δεν δείξει ως αναγνώστης αυστηρή λογική και πνευματική εγρήγορση που να ισοδυναμεί τουλάχιστον με την δυσπιστία του, οι θανατηφόρες αναθυμιάσεις αυτού του βιβλίου θα λιώσουνε τη ψυχή του όπως το νερό τη ζάχαρη. Δεν είναι καλό να διαβάσει όλος ο κόσμος τις σελίδες που θ' ακολουθήσουν (...) γι' αυτό λοιπόν, άτολμη εσύ ψυχή, πριν ξανοιχτείς μακρύτερα μέσα σε τέτοιους χερσότοπους ανεξερεύνητους, γύρνα πίσω και μην προχωρείς. [3]

Συνέχιζα να περπατώ περιμένοντας και ας είναι απαραίτητο να στέκεσαι όταν περιμένεις κάποιον, όταν ιδίως περιμένεις μια ελπίδα που δεν έρχεται και δεν έχεις τη σοφία να ερμηνεύσεις και δεν διαθέτεις την πίστη πως θα ΄ρθει έστω και καθυστερημένη. Η αγάπη δε σου χρειάζεται. Δεν χρειάζεται η αγάπη μέσα στο χαμό. Η αγάπη έχει καταργηθεί. Δεν υπήρξε. Δεν υπάρχει. Μ' αφήνεις άφωνο. Έκλεισα τα μάτια και είδα τη μορφή της λίγο πριν πέσει η αυλαία από κατακόκκινο βελούδο. Τα ξανάνοιξα και στον αντικατοπτρισμό της ερήμου είδα μια καμήλα, μια όαση, ένα φοίνικα και την στάχτη του να αναγεννιέται και να ξαναπεθαίνει. Πού ήταν ο κόσμος; Πού ήταν οι άνθρωποι; Γνώρισα τόσους ανθρώπους, γνώρισα τις τύχες τους. Τώρα έβλεπα μόνο κρεβάτια και χειρουργεία και πράσινους σκούφους και ανθρώπους που ανέμεναν στους διαδρόμους και ανθρώπους που έσκυβαν από πάνω τους και γυναίκες που τους κρατούσαν το χέρι. Είδα την Μαγδαληνή με τις αρχαίες πλεξούδες της βρεγμένες από τα πόδια Του. Σώσον με Κύριε. Ένιωθα όπως εκείνο το «στρουθίον μονάζον επί δώματος», σ' ένα δωμάτιο χωρίς στέγη, αλλά με την ευαίσθητη ψυχή σου άλιωτη πλάι μου. Πάλι, τα δάκρυα, ο ιδρώς, η ερημία των ουρανών, το ασημένιο φεγγάρι, ένα μηχανάκι που αγκομαχάει στον ανήφορο, ο Σίσυφος και η πέτρα του, ο Δον Ζουάν και οι γυναίκες του, ο Κίρκεγκωρ με την Ρεγγίνα. Είδα τους ανθρώπους με μάσκες - όχι απ' αυτές που νομίζετε. Από τις άλλες, εκείνες που προστατεύουν... Είδα τα πρόβατα χωρίς βοσκό, είδα την τέχνη γερμένη μόνη της στο μαξιλάρι, να μη μπορεί να κοιμηθεί.

Ευθεία και άκαμπτη παραμένει στη σκιά που διαρκώς μεγαλώνει. Κατάμαυρα ντυμένη. Να σταθεί είναι κάτι που την υπερβαίνει καθώς κατευθύνεται όρθια προς ένα συγκεκριμένο σημείο συχνά στην πορεία κοκκαλώνει. Δεν μπορεί να κινηθεί ξανά παρά μόνο αρκετό χρόνο μετά [1α]

Ποιος όμως υπολογίζει το χρόνο όταν ο χτύπος του ρολογιού χτυπάει σαν την καρδιά ενός φοβισμένου λιονταριού; Όταν τρέχει πάνω στο τραπέζι μου μια σκιά ολόμαυρη που παραμονεύει και η στέρνα της καρδιάς μου είναι γεμάτη από προσδοκία για να μου δίνει θάρρος να συνεχίσω. θα συνεχίσω. Αγναντεύοντας, επιθυμώντας, αναμένοντας, περιμένοντας, αποφεύγοντας την άβυσσο.

Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας

σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι,

τι 'ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος.

Αχ τι βαρύ που ήταν να στορήσω

το άγριο, δασό, σφιχτομπλεμένο δάσο

που ως θυμηθώ ανανιώνεται η τρομάρα,

τόσο πικρό, που λίγο πιο 'ναι ο χάρος.

Μα για να πω και το καλό που βρήκα

θα δηγηθώ και όσα άλλα εκεί μου ελάχαν [4]

 

Τελείωσε κι αυτό πριν αρχίσει. Όλα τελειώνουν αρχίζοντας, αλλά θα συνεχίσουμε προσπαθώντας να φτάσουμε εκεί στην αίθουσα χορού που διαγωνίζονται και διαγκωνίζονται οι ομορφιές και οι χάρες κι εμείς γι' αυτό θα πάμε εκεί, για να τις νιώσουμε και να τις χαρούμε ζωντανοί.

Αναγνώστη αντιστάσου, επιθύμησε, σήκω. Είσαι πιασμένος στο πόδι του κρεβατιού.

Λες και έχει σημασία αν τριποδίζει, αφού έχει μόνο δυο πόδια. Πώς τα καταφέρνει. Λες και έχει την παραμικρή σημασία. Αν πετάει αφού δεν έχει φτερά. Ποτέ δεν είχε. Λες και έχει την παραμικρή σημασία. Έχει πάντα ένα σκοπό. Λες και έχει την παραμικρή σημασία. Επιτέλους τι έχει σημασία; Υπομονή αναγνώστη. Δεν ακούγεται τίποτα. Σχεδόν τίποτα λέω. Κι όμως τα αυτιά μου είναι στη θέση τους. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως τα αυτιά μου ακούνε. Εγώ εδώ ακούω τη σιωπή. Λέω, εγώ εδώ ίσα που βλέπω. Μόλις πριν ένα τέταρτο κάποιος σκότωσε το φως. Ύστερα τίποτα. Δε βλέπω. Ή τουλάχιστον νομίζω πως βλέπω ένα αερόστατο να υπερυψούται. Τα καταφέρνω να ξεχνώ. Α, μεγάλη δουλειά. Τι όμως; Ας πούμε ξέχασα πως ήταν όταν άκουγα τα πάντα δυνατά. Σχεδόν εκκωφαντικά. Ύστερα; Ύστερα συνέχισα να περπατώ. Ναι. Συνέχισα. Αυτό το μπορούσα. Τότε. Τι λέω; Ακόμη τώρα. Ναι. Δύσπιστος ωστόσο. Δύσπιστος πάντα αν και είδα για πρώτη φορά το φως. Όμως τώρα είμαι ανάσκελα στο σκοτάδι. Φαντάσου. Λες και είναι επαλήθευση κάποιου νοήματος και ας μην υπάρχει νόημα. Κάποτε υπήρχε νόημα. Όλα είχαν ένα νόημα. Τώρα το μόνο νόημα είναι να σωθούμε. Να σηκωθούμε πάλι στα πόδια μας. Αναπνοές. Βαθιές ανάσες. Αναπνεύστε! Τον αέρα. Το σκοτάδι. Το φως. Το ιώδιο. Πρέπει να μπορείς να αναπνέεις αλλιώς δε ζεις. Δεν επιβιώνεις. Δεν κολυμπάς. Δεν έρχεσαι. Φεύγεις. «Κι είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτό αγάπη μου. Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα». Δεν ξημέρωσε. Ξημερώνει. Ωστόσο:

 

Στις μάταιες μέρες μου

όλα εγώ τα είδα.

Χάθηκε ο δίκαιος με τη δικαιοσύνη του

και έμεινε ο ασεβής με την ασέβειά του.

 

Μην είσαι πολύ δίκαιος

ούτε πολύ σοφός,

αν θες να μην πονέσεις

μην είσαι πολύ ασεβής,

ούτε πολύ σκληρός,

άγουρος θα πεθάνεις. [5]

 

Τι να είσαι λοιπόν; Τι να θυμάσαι; Τι να βρίζεις; Τι να μισείς;

Αναγνώστη, πρόσεξε τι σου λέω! Τέλειωσε το αυτό. Τόλμησέ το.

Κατάρα! Μπορεί η πέτρα να ξεφύγει από τους νόμους της βαρύτητας; Αδύνατο. Αδύνατο, να θέλει το κακό να συμμαχήσει με το καλό. [3α]

 

Πήρα ένα σουγιά, μια κοφτερή λάμα. Όχι, έκανα λάθος, τον πέταξα το σουγιά, καρφώθηκε δίπλα μου. Προχωρώ κάτω απ' το σεληνόφως.

Σεληνόφως κοντά στη θάλασσα, σε τόπους της εξοχής απόμερους, βλέπει κανείς, βυθισμένος σε πικρούς διαλογισμούς, όλα τα πράγματα να αποκτούν μια όψη κίτρινη, αόριστη, ονειρώδη. Ο ίσκιος των δέντρων, πότε γρήγορα, πότε αργά, τρέχει, πηγαινοέρχεται, αλλάζει σχήματα, πλαταίνει, γίνεται ένα με το χώμα. (...) Τότε, οι σκύλοι, εξαγριωμένοι, σπάνε τις αλυσίδες τους, δραπετεύουν από τα μακρινά υποστατικά και τρέχουν στην ύπαιθρο εδώ και εκεί, μέσα σε τρέλα. Ξαφνικά, σταματούν, κοιτάζουν ολόγυρά τους μ' αγριωπή ανησυχία, με πύρινο βλέμμα. Κι όπως οι ελέφαντες που, προτού πεθάνουν, μέσα στην έρημο ρίχνουν μια τελευταία ματιά στον ουρανό, σηκώνοντας απεγνωσμένα την προβοσκίδα τους, αφήνοντας τα αυτιά τους να πέσουν νεκρά, σηκώνοντας το κεφάλι, φουσκώνουν τον φοβερό τους τράχηλο, κείται σαν ένα παιδί που ουρλιάζει γιατί πεινά, είτε σαν ένα γάτο με πληγωμένη κοιλιά πάνω σε μια σκεπή, είτε σαν μια γυναίκα ετοιμόγεννη, είτε σαν χτυπημένη απ' την πανούκλα που χαροπαλεύει στο νοσοκομείο, είτε σαν μια κοπέλα που τραγουδά έναν υπέροχο σκοπό, αρχίζουν ένας ένας, να γαυγίζουν - τ' άστρα του βοριά, γαυγίζουν τ' άστρα της ανατολής, τ' άστρα του νότου, τ' άστρα της δύσης - τη σελήνη - τα βουνά, ολόιδια από μακριά με γιγάντιους βράχους, που κείτονται στη μαυρίλα - τον ψυχρό αέρα που τον ανασαίνουν μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, και που κάνει το ρουθούνι τους από μέσα να κοκκινίζει, να καίει - τη σιγή της νύχτας - τις γλαύκες που το λοξό τους πέταγμα περνάει ξυστά από το μουσούδι τους, καθώς κρατάνε με το ράμφος τους ένα ποντίκι ή ένα βάτραχο, τη ζωντανή γλυκιά τροφή για τους νεοσσούς - τους λαγούς που χάνονται εν ριπή οφθαλμού - τον κλέφτη που εξαφανίζεται καλπάζοντας με το άλογό του αφού διέπραξε ένα έγκλημα. [3β]

Το έγκλημα του Σταυρόγκιν εξομολογημένο, του Συλβέστρου Μπονάρ. Πήρε το σουγιά ξανά. Κάτι που χάραξε στο αλουμινένιο στήθος της, έχει μείνει εκεί σαν γκράφιτι σε λευκό τούβλινο τοίχο ασβεστωμένο. Η μεταλλική λάμψη του φεγγαριού της είπε: Κυνηγάνε τον κόσμο της είπε, κυνηγάνε εμένα της είπε, δεν μπορώ να χτίσω το παλάτι μου. Έχω μουσικούς σπονδύλους στην πλάτη, μια ντάμα καρό στο χέρι, μια ντάμα κούπα, έναν άσσο κι ένα βαλέ, αλλά δε μπορώ να κάνω παιχνίδι. Δεν κάνει να τη συναντήσω. Το ελάφι πεθαίνει διψασμένο.

 

Σχίσε, μπήγοντας φωνή, το νου μου

Χελιδόνι που αίρεις του κόσμου την οδύνη

 Σήμερα είναι η αρχαιότερη άνοιξη

Μες στον τεφρό ουρανό

Τεφρός είναι του Μοναστηριού

Ο σταυρός

Και η θύελλα μεταμόρφωσε τις πρασινάδες.[6]

 

Η Άνοιξη, η πρώτη μέρα της, και κείνος ο περίεργος πίνακας σφηνωμένος ανάμεσα στα βράχια του ένδοξου Καδακές. Η πρώτη μέρα της Άνοιξης, η θάλασσα παγωμένη, η έρημος παγωμένη, η ψυχή που δε νιώθει τις εποχές ν’ αλλάζουν, ανεβαίνει τη σκάλα μαζί μου. Τρεις ανεμόσκαλες. Ανεβαίνουμε και οι τρεις. Τα μάτια μας γεμάτα δάκρυα. Φεύγουμε για πάντα, οι ψυχές μας ιδρώτα γεμάτες, υγρές επιθυμούν, αλλά δεν προσέχουν τα βατράχια και τα φίδια πάνω απ' το κεφάλι της Μέδουσας. Μια χίμαιρα που ακολουθούμε. Νοστιμιές. Όστρακα. Η βροχή μουσκεύει τα σώματα μας. Τα δάκρυα μουσκεύουν τα μάτια μας. Θολώνουν το βλέμμα μας. Βλέπουμε θολά. Ένα τοίχο, που κατεβαίνει όσο εμείς ανεβαίνουμε στις γλαυκές θύμησες που πήραν τα καράβια. Τα καράβια μας. Πνίγηκαν όλα μαζί με την Diamond Princess. Δεκατέσσερις μέρες καραντίνα. Τίποτα δεν ταξιδεύει. Ούτε καν. Κι αυτό που πάει να γεννηθεί κατά τα βραχνά, θα γεννηθεί και θα περπατήσει στους κήπους και τις αγορές. Στα φεγγάρια θα δει την Αφροδίτη. Θα νιώσει το κορμί της.

Η σάρκα είναι φωτιά. Φωτιά και παγωνιά.

Στρίψαμε στην ώρα, θα ιδούμε

Του Φοίνικα να φλέγεται κάτω απ' το πλούσιο δέντρο.

Η σάρκα είναι φωτιά

(...)

Τώρα πηγαίνουμε, κι άλλοι θ' ακολουθήσουν

Τα ποτάμια στεγνώνουν, τα δέντρα πέφτουν,

Του κόκκινου βράχου η ερημιά μας προσκαλεί

(...)

Πως ο δρόμος του χρόνου δεν είναι ποταμός, αλλά Λωποδυτάκος που δε ζητάει συγνώμη

Η σάρκα είναι φωτιά στης φωτιάς την ερημιά

Που είναι η κατοικία μας [7]

 

Αναπότρεπτα, αναπόφευκτα

 

Καιρός αδυσώπητος. Ο ήλιος δεν έρχεται παρά στην ώρα του

(...)

 εδώ η αυγή είναι γκρίζα

(...)

 σας γράφω από την άκρη του κόσμου

(...)

 είναι καιρός, πολύς καιρός [8]

 

Σαν να θέλω να σας ξεγελάσω. Μη φαντάζεστε

Σε τούτο το στενό παραλληλόγραμμο, στ' ακρωτή -

ριασμένο κομμάτι

(...)

σε τούτο το πλατύ οροπέδιο

(...)

σαρκώθηκαν οι στοχασμοί μας

(...)

 αύριο, ποιος ξέρει το μέλλον

(...)

 σήμερα οι ψευτοπαρηγοριές: το μοιρασμένο τσι -

γάρο,

τα τραπουλόχαρτα στο μισοφώτιστο αχερώνα

(...)

 πέθαναν τ' άστρα. Τα ζώα δεν κοιτάζουν

(...)

κι η Ιστορία στους νικημένους

μπορεί να λέει Ουαί, αλλά μήτε βοηθά

μήτε σχωρνάει.[9]

4 Σεπτεμβρίου, 7 Απριλίου, 9 Απριλίου, και ο Κριός ακονίζει τα κέρατά του, στρογγυλεμένα και δε φοβάται όταν εφορμά, όπως ο γύπας πάνω από την  πεδιάδα, όπως ο αετός που κάθεται στην ψηλότερη κορφή. Ξεφύγαμε αδερφέ. Νοτίστηκε η θύμηση. Πρέπει να μπαλώσουμε τη θάλασσα, να ράψουμε το πανί της με άσπρη κλωστή. Η θάλασσα με τα κύματά της τραγουδισμένη, αφρισμένη ξελογιάστρα. Κλείνεις τα μάτια και δε βλέπεις. Ακούς απ' το κοχύλι του νου το λυρισμό του πελάγους, «τη θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού. Τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία των ουρανών, η ερημία των τόπων» και ύστερα λες τι υπάρχει.

Έρχεται η θλίψη (...) Πόσο γυρέψαμε - θαύματα είμαστε θαύματα

Τίποτε

Ο κόσμος τούτος είταν ίσιος άπειρος να που έγινε

καμπύλος γλιστρώντας ο ένας μες στον άλλον

(...)

Η σκέψη είναι λιγνή αδύναμη ανώφελη μια κορδέλα

ομίχλης όπως ο Γαλαξίας

(...)

Μη φοβάστε ιδού η ειρήνη η ζωή η ζωή είναι αξιο -

θαύμαστη

Η ζωή είναι ματαιότης

Η ζωή είναι αξιοθαύμαστη η ζωή είναι αξιοθαύμαστη

Είναι ματαιότης [10]

 

 Τα καταφέραμε να καταστρέψουμε το σχεδόν το όλον. Τα καταφέραμε να καταστρέψουμε σχεδόν ό,τι μας περιβάλλει. Τώρα το περιβάλλον μας εκδικείται. Σπέρνει λοιμούς, σπέρνει ενοχές, σπέρνει οράματα, σπέρνει εφιάλτες, σπέρνει. Ο θάνατος θερίζει με την αιχμή της μαύρης του σκιάς και η βάρκα δεν προλαβαίνει να πηγαινοέρχεται στον Αχέροντα. Πλήρωσε το βαρκάρη με το τελευταίο σου νόμισμα. Θυμήσου, κανείς δεν είναι αθώος από τη στιγμή που γεννήθηκε. Έτσι κι αλλιώς ό,τι γεννήθηκε θα χαθεί. Ο άνθρωπος και η ουρά του. Αυτή, που κόπηκε και έτσι δε μπορεί να ζήσει χωρίς να καταστρέψει, να δηώσει, να δαγκώσει. Ανάβει τη Γέενα του πυρός.

 

Τα λόγια θα τελειώσουν

κι εκείνο που θελες να πεις,

δεν θα μπορέσεις να το πεις.

Δε θα χορτάσει να βλέπει το μάτι,

Δε θα χορτάσει ν' ακούει το αυτί.

 

Αυτό που κάποτε έγινε,

Αυτό ξανασυμβαίνει

Αυτό που ήδη κάνανε

Αυτό θα ξαναγίνει.

 

Σε τούτο εδώ τον κόσμο

Δεν έχει τίποτα καινούργιο.

(...)

 

Τα πρώτα κανείς δε θυμάται,

Ξανά θα ξεχαστεί και το αυριανό. [5α]

Κι ύστερα λέει πως πίστευε ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές άλλες ζωές: ''Αυτός ο κύριος δεν ξέρει τι του γίνεται: είναι άγγελος. Αυτή η οικογένεια είναι ένα σκυλολόι. [11]

 Κι όλος ο κόσμος ένας τόπος απ' όπου δε μπορείς να δραπετεύσεις. Σ’ έχει σφραγίσει με τη σφραγίδα του. Θα μείνεις εκεί. Και

τότε έρχεται η πραγματική απόγνωση.

Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι αναρωτιέσαι πώς θα βρεις την επόμενη μέρα αρκετή δύναμη για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που ‘κανες την προηγουμένη εδώ και τόσον μα τόσον καιρό, πού θα βρεις τη δύναμη για εκείνα τα ηλίθια διαβήματα, τα μύρια σχέδια που δεν καταλήγουν πουθενά, τις απόπειρες να γλιτώσεις απ' τη συνθλιπτική ανάγκη, απόπειρες που πάντα φαλιρίζουν, κι όλες τους για να πειστείς ακόμα μια φορά πως η μοίρα είναι αναπόδραστη, πως πρέπει να ξαναπέσεις στα ριζά του τοίχου, κάθε βράδυ, μες στην αγωνία εκείνου του αύριο, ολοένα πιο αβέβαιο, ολοένα πιο άθλιο. [12]

Σκέφτομαι πως για μένα πλησίασε ο καιρός. Ήρθε η ώρα που επιτέλους θα βρω ένα βιβλίο που θα με σαγηνεύσει που θα με μαγέψει τόσο που δεν θα θέλω να διαβάσω άλλο.

 

Γαλήνεψε μια στάλα τότε ο τρόμος

Που ‘χε μαζέψει η στέρνα της καρδιάς μου

Στ' ολόπικρο που διάβηκα ολονύχτι (...)

Κι όντας το αχνό κορμί μου ακραναπαύθη,

Την έρμη ανάπηρα πλαγιά,

Με πάντα

Πιο χαμηλά το στεριωμένο πόδι.[ 4α]

 

Συνεχόμενοι πνιγμοί, ως να αναπαυθεί ο άνθρωπος, ο πολεμιστής, ο συμπολίτης. Κι ο αίγαγρος να σκαρφαλώνει στα απόκρημνα ρουμάνια και ο ήλιος να ζεσταίνει, να κατακαίει, ώσπου η γαλάζια ωδή ν' απαρνηθεί την ομοιοκαταληξία, ώσπου ο άνθρωπος ν' αλλάξει σελίδα, να πάψει να φοβάται το καινούργιο, να πάψει, να πάψει, να πάψει να πάψει…

 

 

Παραπομπές:

 

(1) και (1α)Σάμιουελ Μπέκετ, Άσχημα ειδωμένο, Άσχημα ειπωμένο, μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης.

(2) Αποκάλυψη Ιωάννη, μτφρ. Οδυσσέα Ελύτης.

(3) (3α) και (3β)Λωτρεαμόν, Τα Άσματα του Μαλντορόρ, μτφρ. Στρατής Πασχάλης. 

(4) και (4α)Δάντης, Θεία Κωμωδία: Κόλαση, μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης.

(5) και (5α)Ο Εκκλησιαστής, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής.

(6)Πιέρ Ζαν Ζουβ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης.

(7)Σίδνεϋ Κηζ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης.

(8)Πιέρ Ζαν Ζουβ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης.

(9)Χιου Ώντεν, μτφρ. Γιώργιος Σεφέρης.

(10)Πιέρ Ζαν Ζουβ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης.

(11)Ρεμπώ, Μια εποχή στην Κόλαση, μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης.

(12)Λουδοβίκος Φερδινάνδος Σελίν, Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.