Η επιδρομή

Αφηρημένη γενικότερα, δεν είχα πάρει είδηση το λεπτό –σχεδόν αόρατο– στρώμα υπόλευκης σκόνης, απλωμένο στις άκρες και σε όλες τις γωνίες του δωματίου μου. Πήρε καιρό η εγκατάστασή της, άραγε; Μάλλον, αλλιώς δεν εξηγείται. Έγινε αργά-αργά και ύπουλα εν αγνοία μου.

Οι προσπάθειες να αποσοβηθεί το κακό, άκαρπες. Όσο πάλευα να το αναχαιτίσω –το κακό– τόσο πιο δόλια προχωρούσε, απλωνόταν. Έκανε την προβολή του ακόμα και κάτω από τη ντουλάπα και τη βιβλιοθήκη. Σα να θέλει να με νικήσει, να επιβληθεί.

Τώρα, πλέον, από το ένα μέχρι το επόμενο βράδυ μετράω σε εκατοστά τη διαφορά στην εξάπλωσή του. Την ημέρα χάνεται, ανύπαρκτος ο εχθρός μου. Κανείς δεν με πιστεύει, ό,τι και να πω. Σταμάτησα, λοιπόν, να το συζητώ πριν με πάρουν για τρελή.

Χθες βράδυ στα πόδια του κρεβατιού σχεδόν έφτασε. Έσκυψα να βεβαιωθώ. Ναι, ήταν εκεί. Κοίταξα κι απ’ την άλλη πλευρά. Πλησίαζε επίσης. Θα μείνω πάνω στο κρεβάτι μου. Δεν θα της κάνω τη χάρη. Αν κατεβώ, αυτή από τα πόδια μου θα ανεβεί πάνω μου. Θα με σκεπάσει αργά, μεθοδικά – ιστός αράχνης που θα με καλύψει, με βουλιμία θα με καταβροχθίσει. Α, δεν θα της κάνω τη χάρη, θα μείνω πάνω στο κρεβάτι μου.