Φτου ξελευτερία
17/03/2020
Πάτησα με το δάχτυλο γυμνό το κουμπί που έγραφε μηδέν. Έλπιζα να μην κατέβω πιο κάτω. Πόσο πιο κάτω απ' το μηδέν να πας; Η καμπίνα είχε καθίσει μαλακά σαν πάπια πάνω στα ήσυχα νερά της λίμνης. Θυμάσαι; Κι ύστερα έσπρωξα την πόρτα με το γόνατο. Έπειτα το γόνατο επανήλθε στη ευθεία αν και ποτέ ένα πόδι όταν περπατά δεν είναι ευθυγραμμισμένο. Ιδίως όταν είναι το δεξί. Γιατί πάντα το δεξί προπορεύεται. Ανήκει σε ανώτερη τάξη και δε ζούμε σε αταξική κοινωνία. Περπάτησα τρία ή τέσσερα βήματα, μπορεί και πέντε. Δεν έπιασα το πόμολο. Μας είπαν να μην πιάνουμε τα πόμολα με γυμνά χέρια, να μην πιάνουμε το πρόσωπο με γυμνά χέρια. Και τι θα τα κάνουμε τα χέρια μας; Τα χέρια είναι για να πιάνουν, για να χαϊδεύουν, για να αγγίζουν, για να παγιδεύουν, για να στρίβουν τα χέρια ένα μακρύ βόστρυχο. Το ξέρω πως δεν είμαι κάβουρας πως δεν έχω δαγκάνες για χέρια αλλά πάντα συμπεριφερόμουν βουστρουφηδόν. Βγήκα επιτέλους. Στον αέρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Κάτι περίεργες σκιές κουνιόντουσαν σαν κλαδιά ενός δέντρου που έτρεμε ολόκληρο απ' τις ρίζες του. Όταν με είδαν άρχισαν να τρέχουν. Αντί όμως να τρέξουν μακριά μου, έτρεξαν προς εμένα. Με άρπαξαν. Πριν το καταλάβω. Πριν καταλάβω ποιοι ήταν. Λες και οι σκιές έχουν πρόσωπο, όνομα, ιδιότητα, διεύθυνση, σκοπό. Κι όμως αυτοί τα είχαν όλα αυτά. Μου μίλησαν σε μια γλώσσα που δεν ήξερα αλλά κατά ένα μαγικό τρόπο κατάφερα να καταλάβω. Είπαν: Σύλληψη 333, είστε ο 333ος. Και τι μ' αυτό είπα στη δική μου γλώσσα και αυτοί απάντησαν στη δική τους. Πάμε! Πού; είπα. Θα δείτε, είπαν. Έχασα πια το λογαριασμό είπε ο ένας. Δεν ξέρεις να μετράς είπε ο άλλος. Είμαστε δύο βοηθοί. Ποιον βοηθάτε; είπα. Εγώ δεν χρειάζομαι βοήθεια. Κι όμως, είπαν αυτοί. Μιλούσαν μαζί ταυτόχρονα. Σαν να είχαν βγει απ' την ίδια κοιλιά την ίδια στιγμή. Δίδυμοι. Αφήστε τα δίδυμα φερσίματα κα αφήστε με ήσυχο κι ελεύθερο. Ποιος είπε ότι υπάρχει ελευθερία; είπε πρώτα ο ψηλός κι ύστερα επανέλαβε ο άλλος. Τότε φύσηξε ένας αέρας σφοδρός προς την κατεύθυνση του ενός. Τον κουτρουβάλιασε. Έγινε σαν μπάλα από άχυρο που την είχε πάρει ο άνεμος και την στροβίλιζε. Ο άλλος έμεινε ακίνητος σαν μαρμαρωμένος, χαλάρωσε το σφύξιμο. Εγώ με μια μικρή προσπάθεια ελευθερώθηκα. Βάδισα τον κατήφορο με τις γαζίες. Ο δρόμος μύριζε το άρωμά τους. Φτου ξελευτερία! είπα.