Εκτός

Έμοιαζε πράγματι με τη γλώσσα των γεγονότων. Αλλά μήπως ήξερα ποια ήταν η γλώσσα των γεγονότων; Αυτή τέλος πάντων που μου ζήταγε εκείνος. Αλλά μήπως εγώ καταλάβαινα τι έλεγε; Εγώ δεν καταλάβαινα τι ακριβώς μου ζητούσε και κείνος μάλλον αδυνατούσε να μου εξηγήσει τι ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Αλλά ήταν απλό να πει πως εκείνο το πρωινό το μόνο που ανέτειλε ήταν η λέξη εκτός. Το ομιλείν δεν ήταν μάλλον στα πράγματα που τον έθελγαν. Αν και θα ΄λεγα πως το ομιλείν του ήταν μάλλον αδιάφορο. Πάντως - αν είχα καταλάβει καλά - κάτι ήθελε από μένα. Αλλά ποιος βρίσκει αυτό που ζητάει. Όταν μάλιστα αυτό δεν είναι η αλήθεια-ολέθρια ή όχι- αλλά η λέξη εκτός. Πρόσθεσα λοιπόν σ' όλο αυτό που σκεφτόμουν, που σκόπευα να κάνω, μια πρόκληση και ένα εμπόδιο, ένα πριν και ένα μετά και όλα αυτά συνδυασμένα μεταξύ τους να καταλήγουν στην Preciosa. Περίεργο, και εγώ να βιάζομαι και να βρίσκομαι στο δρόμο με πολλά χρωματιστά μικρά λαμπιόνια σαν γυναίκες στολισμένες και βαμμένες πρόστυχα και να είμαι εκεί. Μέσα στο όνειρό του:

Στο Λονδίνο, στο μεγάλο σπίτι όπου κάποτε είχα φιλοξενηθεί. Ανεβαίνω περασμένα μεσάνυχτα, τη μαρμάρινη σκάλα με τα χαλιά και τις χρυσές βέργες προσέχοντας να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Η ελπίδα μου είναι να πετύχω, περνώντας από το πρώτο πάτωμα όπου κατοικούν οι ιδιοκτήτες, την πόρτα του δωματίου των κοριτσιών, ανοιχτή, ή ακόμα καλύτερα, την πόρτα του μπάνιου που βρίσκεται στο βάθος του διαδρόμου. Τρία είναι τα κορίτσια του σπιτιού, όμως το μεσαίο είναι εκείνο που με ενδιαφέρει: πρόσωπο χλωμό και το δέρμα του πολύ διάφανο, κυκλοφορεί πάντοτε με λυτό μαλλί και φορεί μεγάλες άσπρες μπλούζες με μπλε πουλόβερ από πάνω. Την έχουμε, γι' αυτό, επονομάσει Shelley. (1)

Την είδα, αλλά δεν ήταν πια η ίδια, ήταν μια γυναίκα σβησμένη, μηχανική και γενναία. Σίγουρα δε θα ήξερε πια να χαμογελάει. Ήταν ανακατεμένη με το πλήθος και αποτελούσε μέρος του. Ποτέ δεν θα την είχα ξεχωρίσει. (2)

Κοίταξα το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού, αυτό που μαζί με το δείκτη και τον αντίχειρα δημιουργούσαν την τριάδα των δαχτύλων με τα οποία έκανα το σταυρό μου όταν ήμουνα μικρός. Αυτό ήταν η πρόκληση. Και τώρα το εμπόδιο: Το εμπόδιο ήταν η δίψα, η ανάγκη να εξαντλήσω το χώρο (...) κοιτάζοντας προς τις μεγάλες τζαμόπορτες  (...) είδα ότι πέρα απ' αυτές στεκόταν κάποιος, μόλις τον πρόσεξα στράφηκε κατευθείαν προς το τζάμι και, (...) κάρφωσε το βλέμμα του έντονα σε όλη την έκταση και όλο το βάθος της αίθουσας. (...) θέλησα να στραφώ γρήγορα για να κοιτάξω κατά πρόσωπο αυτήν την φιγούρα, εξεπλάγην όμως από το ότι ήμουν τώρα κοντά στα τζάμια και ότι αισθανόμουν ωστόσο σαν να βρίσκομαι πάντα στο κέντρο της αίθουσας. Αυτό με ανάγκαζε να κοιτάξω (...) ενώ την έψαχνα σχεδόν στην τύχη παρατήρησα αστραπιαία ότι είχα αυτήν την φιγούρα μπροστά στα μάτια μου (...) και η εντύπωση ήταν τόσο ζωηρή ώστε ήταν όπως ένας σπασμός λάμψης, ένα ρίγος ψυχρού φωτός. (...) (3)

Για να την φέρω κοντά μου, της λέω ένα ποίημα του Μπωντλαίρ, αλλά τα τσακίσματα της φωνής μου της δημιουργούν ένα καινούργιο φόβο που επιδεινώνεται με την ανάμνηση του φιλιού που δώσαμε πριν από λίγο: 'Ένα φιλί που υπάρχει μέσα του μια απειλή (...) πώς το ερμηνεύεις εσύ; Άσε με να δω λοιπόν αυτό το χέρι. Γιατί θέλεις να φύγουμε; Τι φοβάσαι; Με περνάς πολύ άρρωστη, δεν είναι έτσι; Δεν είμαι άρρωστη. Μα τι πάει να πει αυτό για σένα: Η φωτιά πάνω στο νερό, ένα πύρινο χέρι πάνω στο νερό; (...) Η φωτιά και το νερό, είναι το ίδιο πράγμα, η φωτιά και το χρυσάφι είναι τελείως διαφορετικά. (...) Μπροστά μας αναπηδά ένα σιντριβάνι νερό που φαίνεται πως παρακολουθεί την καμπύλη του. Είναι οι σκέψεις σου και οι δικές μου. Δες από πού ξεκινάνε όλες, μέχρι πού υψώνονται και πώς είναι ακόμα πιο όμορφο όταν ξαναπέφτουν. Και κατόπιν αμέσως σβήνουν, ξαναπαίρνουν μπρος με την ίδια δύναμη, και πάλι αυτή η εκτίναξη που διακόπτεται, αυτή η πτώση ... και έτσι επ' αόριστον''. Φωνάζω: ''Μα, Νάντια, πόσο είναι παράξενο! Από πού παίρνεις αλήθεια αυτή την εικόνα που έχει διατυπωθεί σχεδόν με την ίδια μορφή σ' ένα έργο που δεν μπορεί να γνωρίζεις και που μόλις διάβασα;''. (4) 

Δε θα το πίστευα αν και την είχα μπροστά μου την ήξερα και εγώ και πάντα μου έλεγε πράγματα που με εξέπλητταν. Μερικές φορές με φόβιζαν αυτά που έλεγε. Μου δημιουργούσαν την εντύπωση πως κάποιος είχε χαϊδέψει εκείνα τα νεύρα του μυαλού της που δεν έπρεπε καν ν' αγγίζεις. Εγώ έκανα προσπάθειες να ρίξω ένα βλέμμα στον κόσμο κρατώντας μια πένα πάνω από ένα κομμάτι υπόλευκο χαρτί, αλλά λίγα πράγματα φαίνεται πως καταλάβαινα. Ίσως κάθε φορά λίγο περισσότερα από την προηγούμενη γι' αυτό έγραφα ξανά και ξανασκαλίζοντας ένα υπέδαφος που αλλιώτικα θα ήταν ξερό σαν μια πέτρα στο μέγεθος ενός ανθρώπινου κεφαλιού. Εκείνη όμως χωρίς καμιά προσπάθεια έμπαινε σε μια δίνη που την οδηγούσε πιο πέρα από κει που έβλεπε πιο πέρα από κει που φανταζόταν.

 

Τώρα βλέπω μια βάρκα που τραμπαλίζεται στο βάθος. Βλέπω δυο παιδιά που κάνουν τραμπάλα, ένα ζευγάρι που φιλιέται, ένα κομμάτι ουρανού που είναι φωτεινό και ένα άλλο που δεν είναι, βλέπω το χρώμα της θάλασσας γαλάζιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω αυτό που κάνει εκείνη. Δεν μπορώ να επηρεάσω με το βλέμμα μου το χρώμα που θα πάρει η θάλασσα. Μόνο εκείνη μπορεί να της δώσει φως και χρώμα, την ίδια στιγμή που εγώ παλεύω με τη μορφή και το περιεχόμενο. Εγώ θα είμαι πάντα πολύ πιο πίσω από εκείνη. Και όταν της το λέω εκείνη δεν θα την νοιάζει. Αυτός που πρωτοπορεί δεν νοιάζεται για την γνώμη αυτών που τον ακολουθούν. Για μένα δεν υπάρχει χρόνος, για κείνη υπάρχει. Υπάρχει ο ουρανός που λούζεται στη θάλασσα και σηκώνει κύματα που μπορούν να μ' ανατρέψουν. Τρέφεται μόνο με ό,τι υπάρχει μέσα. Εμένα με κυνηγάει εκείνο το εκτός, αυτή ξέρει από διαίσθηση. Εγώ ότι ξέρω το χω διαβάσει. Το πολύ πολύ και ό,τι έχω ζήσει αλλά όχι ολόκληρο. Όταν προσπαθείς ασχημαίνεις. Τα σχήματα, οι μορφές και τα πράγματα χάνουν τη μορφή τους. Γίνονται άμορφα. Σε επισκέπτονται ακατάπαυστα νάνοι. Όχι σαν εκείνους τους χαριτωμένους της Χιονάτης. Αυτοί ζουν μόνο στα παραμύθια. Αν και τα παραμύθια δεν είναι ψέματα. Τα παραμύθια είναι αλήθεια. Τώρα που γράφω στο υπόλευκο χαρτί που σκιάζεται από την πέτρα που έχω για κεφάλι πέφτουν σταγόνες ολόλευκες, υγρές και τρεμοπαίζουν πολλές μαζί στο γράμμα δ. Στο π χτίζουν μια παγόδα, στο ω κάθονται ένα αγόρι και ένα κορίτσι στη κάθε μεριά του. Ένας γέρος κάνει ποδήλατο. Πάνω σε δύο όμικρον ένα Τ τον σκεπάζει με την οριζόντια γραμμή του. Είπε το τελευταίο του τραγούδι και ύστερα σώπασε. Το αγόρι και το κορίτσι του ω καβάλησαν το ποδήλατο. Το κορίτσι είχε κοντά μαλλιά, ωραίο κεφάλι, αρμονικά χαρακτηριστικά και κάθισε στο τιμόνι. Ο φίλος της βολεύτηκε στη σχάρα. Πάντα τα κορίτσια κάθονται στο τιμόνι, τα κακά κορίτσια σαν εκείνη που ξέρει να βλέπει, ξέρει να χαίρεται ξέρει να πιστεύει, ξέρει να νιώθει, ξέρει να γελά, ξέρει να ονειρεύεται, ξέρει να με παίρνει από κείνο το εκτός. 

Σημείωση:

|Μέσα στο κείμενο μπερδεύονται τρεις συγγραφείς, ο Ελύτης (Ανοιχτά χαρτιά), ο Φιλίπ Σουπώ (Οι τελευταίες νύχτες του Παρισιού) και ο Μπρετόν της Νατζά.|