Η ρήξη στο καφέ Deux Magots ανάμεσα στον Καμύ και το Σαρτρ

Ο Καμύ γελούσε βεβιασμένα με τις κριτικές που είχαν δημοσιευθεί για το βιβλίο του: ο Επαναστατημένος Άνθρωπος.

        Ο Σαρτρ ετοιμαζόταν να δώσει την άδεια σ' έναν μάλλον αδαή, αλλά πολύ πιστό σ' αυτόν, νεαρό να γράψει μια κριτική για το βιβλίο στο περιοδικό του Temps Modernes.

        Ο Σαρτρ φοβόταν πως ο Καμύ θα ήταν ο τελευταίος του φίλος, δεν ήθελε λοιπόν να τα χαλάσει μαζί του, ωστόσο δεν μπορούσε να παραβλέψει, μερικά τουλάχιστον,- αν όχι όλα - από αυτά που έγραφε κι αυτός ο ευλογημένος, σ' αυτό το καταραμένο βιβλίο. Θα έχανε το κύρος του αν το έκανε. Προτιμούσε άραγε να χάσει τον φίλο του αντί γι' αυτό;

[Εγώ καθόμουν στο Floral στα Εξάρχεια. Αυτοί  ήταν στο Παρίσι. Διάβαζα το βιβλίο κρατώντας σημειώσεις. Τα είχε βάλει με όλους. Αλλά με όλους! Στην πρώτη φράση του βιβλίου: Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος; απαντούσε: Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Μα το ότι αρνείται, δε σημαίνει ότι παραιτείται: Είναι, επίσης, ένας άνθρωπος που λέει ναι, από την πρώτη του κιόλας κίνηση. Ένας σκλάβος, που σ' όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές, κρίνει ξαφνικά απαράδεκτη μια νέα προσταγή.

Σε τι όμως λέει όχι και σε τι ναι αυτός ο «επαναστατημένος» άνθρωπος; Λέει ναι σε όλα όσα έλεγε όχι πριν. Και λέει όχι σε όσα πριν έλεγε ναι.] 

Ο Καμύ ήταν στον βάθος δυσαρεστημένος. Τον παρηγορούσε η Μαμέν. Αυτή του κρατούσε το χέρι. Καθόταν δίπλα του στο De Magot απέναντι στον Σαρτρ και την Μποβουάρ. Κανείς δεν συμβουλεύτηκε τον κατάλογο. Η φυματίωση του Καμύ είχε υποτροπιάσει. Δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη. Οι φυματικοί δεν έχουν όρεξη ούτε για φαΐ ούτε για σεξ, αν κι αυτός είχε κέφι για σεξ τουλάχιστον- όπως πάντα. Εκείνο όμως που τον απασχολούσε τώρα δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Όλα αυτά τα κουτσομπολιά - δεν ήταν ακριβώς τέτοια, αλλά δεν ήταν και σοβαρές  κριτικές - του ψαλίδιζαν το κέφι που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε χρόνων που το έγραφε. Τώρα δεν μπορούσε ν' αλλάξει τίποτα. Ο Σαρτρ απέφευγε να τον κοιτάξει:

-Λοιπόν;

-Τίποτ' ακόμα.

Ο θόρυβος σκέπασε την τελευταία λέξη. Η Μποβουάρ προσπάθησε ν’ αρχίσει συζήτηση με την Μαμέν. Της έκανε ένα κομπλιμέντο, εκείνη χαμογέλασε, έπειτα γέλασε ηχηρά μ' ένα γέλιο που, θαρρείς, σ’ έσπρωχνε προς τα πίσω, ένα γέλιο σαν βέλος από μια φαρέτρα γεμάτη με τέτοια βέλη. Ένας νεαρός που καθόταν στο πλαϊνό τραπέζι μαζί με την κοπέλα του ενοχλήθηκε. Την κοίταξε αυστηρά αλλά δεν είπε τίποτα. Εκείνη μαζεύτηκε λίγο. Η Μποβουάρ της είπε «μη δίνεις σημασία, πολύ μυγιάγγιχτος είναι ο καημένος. Ίσως να του αρέσεις κιόλας και επειδή δε μπορεί να σε φλερτάρει τσαντίζεται».

Ο Καμύ πλάι της κοιτούσε θλιμμένα το κενό ανάμεσα στα κεφάλια του Σαρτρ και της Μποβουάρ.

-Πως πάει το βιβλίο σου; ακούστηκε να λέει ο Σαρτρ.

-Καλά νομίζω, ίσως υπέροχα, δεν ξέρω, μπορεί και όχι. Πάντως εγώ είμαι ικανοποιημένος που το έγραψα. Συμφωνώ με τον εαυτό μου. Αλλά όλα αυτά που ακούω όλους αυτούς τους μήνες της κυκλοφορίας του με στεναχωρούν. Με αναγκάζουν να γίνομαι πικρόχολος. Δεν είμαι χθεσινός. Εσύ αυτό το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα.

-Φυσικά. Αλίμονο. Άσε τον κόσμο. Λέει πάντα κάτι που ίσως δεν το περιμένεις. Ωστόσο είναι καλύτερα να ασχολείται μαζί σου παρά να αδιαφορεί. Θυμήσου τον Ουάιλντ...

Η Μποβουάρ δίπλα του είχε πιάσει κουβέντα με τον νεαρό που είχε ενοχληθεί από το γέλιο της Μαμέν. Εκείνος είχε ζητήσει συγνώμη. Είχε συστηθεί και είχε πει πως είχε διαβάσει ένα βιβλίο της Μποβουάρ, αλλά δεν θυμόταν ποιο, ούτε τι πραγματευόταν.

Τελικά η Μποβουάρ παρήγγειλε για λογαριασμό όλων: Γαρίδες, σολομό, δυο σαλάτες, ένα μπουργκινιόν, ένα σατωμπριάν και ένα μπουκάλι Le Corton Grand Cru κόκκινο κρασί και ένα λευκό Pavillon Blanc. Όταν ο σερβιτόρος ήρθε με τα κρασιά έβαλε το κόκκινο σ' ένα ποτήρι και σ' ένα άλλο το άσπρο. Η Μποβουάρ πήρε το κόκκινο και η Μαμέν το λευκό. Κούνησαν και οι δυο ταυτόχρονα το περιεχόμενο, δοκίμασαν, κράτησαν το κρασί για λίγο στο στόμα, έπειτα πλατάγισαν τη γλώσσα στον ουρανίσκο, γύρισαν προς τον σερβιτόρο και του έγνεψαν ότι ήταν ικανοποιημένες. Ύστερα ένας άλλος σερβιτόρος ήρθε με το δίσκο γεμάτο με τα τέσσερα πιάτα. Η  Μποβουάρ του είπε να αφήσει το σατομπριάν μπροστά στον Σαρτρ και το μπουργκινιόν μπροστά στον Καμύ. Εκείνη πήρε το σολομό και άφησε τις γαρίδες για την Μαμέν.

Η όρεξή τους δεν ζωντάνεψε, αλλά ούτε και η συζήτηση ζωήρεψε, ακόμη κι όταν άδειασε το πλαϊνό τραπέζι με τον ενοχλημένο νεαρό που ήταν φανερό πως αν του άρεσε κάποια αυτή δεν ήταν η Μαμέν αλλά η Μποβουάρ, μέχρι τη στιγμή που ο Σαρτρ θυμήθηκε, αυτό που είχε γράψει πριν πολλά χρόνια στο Είναι και το Μηδέν και βρήκε πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να το πει, για να κάνει τον Καμύ να ενοχοποιηθεί

:

«Οι κινήσεις του σερβιτόρου (το προσέξατε;) είναι ζωηρές και σταθερές, λιγάκι υπερβολικά κοφτές, λιγάκι υπερβολικά γοργές, έρχεται προς τους πελάτες μ' ένα βήμα λιγάκι υπερβολικά ζωηρό, υποκλίνεται με φούρια λιγάκι υπερβολική, η φωνή του, τα μάτια του εκφράζουν μια φροντίδα για την παραγγελία του πελάτη (...). Δε χρειάζεται να τον προσέξουμε πολλή ώρα για να το καταλάβουμε: παίζοντας κάνει πως είναι σερβιτόρος (1) Είναι τόσος καλός που τελικά παγιδεύεται στο παιχνίδι του. Το ίδιο δε θα λέγαμε για κάθε άνθρωπο που πέφτει θύμα του εαυτού του στις σχέσεις του με τους άλλους;(2)»

Και κοίταξε με το αλλήθωρο βλέμμα του τον Καμύ. Είχε συνοφρυωθεί ακόμη περισσότερο, θαρρείς, και τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια αυτή η αναθεματισμένη φράση. Δηλαδή τι ήθελε να πει τώρα, ο Σαρτρ; ήθελε να πει μήπως κάτι γι' αυτόν; ότι διαττάρασσε και καλά τις σχέσεις τους, αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο, αλλά και για τον αντι-σοβιετισμό του; Αλλά και το γεγονός ότι είχε κρατήσει τη στάση που είχε κρατήσει στο πόλεμο της πατρίδας του, της Αλγερίας με τη θετή του πατρίδα τη Γαλλία; 

- Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό Ζαν-Πωλ; πετάχτηκε η Μποβουάρ.

-Θυμάμαι απ' έξω, και το θυμάμαι ακριβώς πως παρακάτω ή πιο πριν λες για: «το παράδειγμα της γυναίκας που κάνει πως δε βλέπει τις ερωτικές κινήσεις του άντρα, καθώς φαντάζεται ότι την ορέγεται για την εξυπνάδα της».

Ο Καμύ χαλάρωσε τη γραβάτα του. Ως πριν από λίγα λεπτά, πριν συμπληρώσει τον Σαρτρ η Μποβουάρ - τι πονηρή αυτή η γυναίκα! - κόντευε να σκάσει. Αυτουνού που δεν κοκκίνιζε ποτέ το πρόσωπό του εξαιτίας της αρρώστιας του, είχε πάρει τώρα ένα χρώμα μωβ. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί και πήρε το μπουκάλι για να ξαναβάλει. Ο Σαρτρ αντιλήφθηκε τη ταραχή του αλλά την αγνόησε και απάντησε, τάχα, στη Μποβουάρ:

-Μπράβο Κάστορα, πού το θυμάσαι βρε θηρίο!

Η Μαμέν είχε τρομάξει με το χρώμα που είχε πάρει το πρόσωπο του Καμύ, του έπιασε το χέρι, αλλά ένιωσε πως ήταν ακόμη σφιγμένος. Σε μια στάση άμυνας. Προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το υπερεγώ του. Αλλά ποιος μπορούσε να κρυφτεί απ' αυτό το διαβολικό ζευγάρι που καθόταν απέναντί τους;

[Διάβασα μια παράγραφο και σημείωσα κάτι στο περιθώριο. Υπογράμμισα το εξής:

Ο Μαρξισμός - Λενινισμός ανέλαβε πραγματικά για λογαριασμό του τη θέληση του Νίτσε, αγνοώντας κάποιες νιτσεϊκές αρετές. Ο μεγάλος στασιαστής δημιουργεί τότε, με τα ίδια του τα χέρια, το ανελέητο βασίλειο της αναγκαιότητας και κλείνεται εκεί. Δραπέτης από τη φυλακή του Θεού, θα έχει πρώτη του έγνοια να κτίσει τη φυλακή της Ιστορίας και της λογικής, συμπληρώνοντας το καμουφλάρισμα και την καθιέρωση αυτού του μηδενισμού που ο Νίτσε είχε ισχυριστεί ότι νίκησε.

Είναι αυτό που είχα καταλάβει από την αρχή. Τα 'βαζε με όλους και με όλα. Αποδομούσε τα πάντα πριν εφευρεθεί ο αποδομισμός. Θαρρώ πως το 'κανε επίτηδες, αν και νομίζω πως το 'κανε γιατί έπρεπε - ήταν η ώρα να συμβιβαστεί με οτιδήποτε - ακόμα και με κάτι που παλιότερα θα αρνιόταν να κάνει, να πάει κόντρα στους Αλγερινούς και στο FLN. Αντέγραφε Νίτσε:

Ο σοσιαλισμός τείνει να δημιουργήσει μια μορφή λαϊκού ιησουιτισμού, να κάνει όλους τους ανθρώπους όργανα.   

Είχα δίπλα μου και τις κριτικές. Διάβαζα λοιπόν μια παράγραφο που έλεγε τι του είχε απαντήσει ο Γκρενιέ, ο δάσκαλός του που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη πορεία του και πάντα τον τιμούσε και τον εμπιστευόταν απόλυτα. Αργότερα μάλιστα έγραψε γι αυτόν ολόκληρο βιβλίο, τον Πρώτο Άνθρωπο, και του αφιέρωσε το Νόμπελ, θεωρώντας τον μέντορά του, μια πατρική φιγούρα.]

Ο Καμύ δεν έλεγε ν' αλλάξει διάθεση. Ήταν άλλωστε εμφανώς ταλαιπωρημένος, κι έντονα προβληματισμένος. Κι αυτός ο προβληματισμός του δημιουργούσε διχασμό. Ενώ όταν έγραφε τον Επαναστατημένο Άνθρωπο ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα;

-Μου φαίνεται πως κάτι θέλεις να μας πεις, είπε ο Σαρτρ, με 'κείνο το διεισδυτικό ύφος που θύμιζε ήπιο ανακριτή ή τον λεγόμενο καλό μπάτσο. Κάτι που σε έπληξε, υποθέτω, κάτι που σου προξένησε την απογοήτευση που διακρίνω τώρα στο πρόσωπό σου. Ξέρω καλά πως όταν έχεις το ύφος που έχεις τώρα σε απασχολεί κάτι σοβαρό που όμως, το κρατάς για τον εαυτό σου. Πρέπει να το βγάλεις από πάνω σου, πρέπει να το μοιραστείς μαζί μας. Θα σου κάνει καλό. Όσο καλό μπορεί να σου κάνει κάτι τέτοιο. Σταμάτα να πνίγεσαι μόνος σου. Όταν κρατάς μυστικά στο τέλος σε κατατρώνε...

-Ε; λοιπόν φίλε, σωστά μάντεψες. Είναι αυτό που μου απάντησε ο Γκρενιέ, όταν διάβασε το βιβλίο μου, που το πάλευα τόσα χρόνια. Μου είπε πως του θυμίζει Σαρλ Μωράς. Μου είπε πως θα αποκτήσω πολλές έχθρες και εγώ του απάντησα πως έτσι και αλλιώς οι φιλίες μου δεν είναι καθόλου στέρεες.

-Η δική μας είναι. Παρόλα αυτά οι πολιτικές απόψεις μας δεν συμπίπτουν πια - τι λέω; - δεν πλησιάζουν καν. Δεν άλλαξα εγώ. Εσύ ακολουθείς άλλη ατραπό. Ίσως κιόλας ο Γκρενιέ να έχει δίκιο. Το βιβλίο σου κάνει για «δεξιά επανάσταση». Κοίταξε τι έχεις γράψει πριν να είναι πολύ αργά, γιατί μετά κανείς δεν θα μπορέσει να σε προστατέψει.

-Θυμάμαι τη σάτιρα που είχες εξαπολύσει εναντίον του Μωράς. Θυμάμαι αρκετά δημοσιεύματα και βιβλία του Μωράς καθώς και την Λατρεία του Εγώ του Μωρίς Μπαρές, που οι σουρεαλιστές δίκασαν, μετά το θάνατό του, θεωρώντας πως ήταν «αστυνόμος της σκέψης». Παρ' όλα αυτά δεν περίμενα από σένα να συμφωνήσεις τόσο εύκολα με τον Γκρενιέ. Ίσως είναι νωρίς, ίσως όλοι εσείς να νομίζετε πως έχετε δίκιο και εγώ άδικο. Αλλά πίστεψέ με - δε θα πω κάτι που δεν ξέρεις, κάτι που δεν έχεις σκεφτεί, είναι ωραίο, είναι νόμιμο, είναι ανθρώπινο να εξελίσσεσαι και να αλλάζεις την πορεία της ζωής σου, δηλαδή κάποιες ιδέες απ' αυτές που κάποτε πίστευες πως ήταν σωστές, αλλά τώρα δεν τις πιστεύεις πια. Αλλά πιστεύω στον εαυτό μου, πιστεύω ανεξάρτητα από το δίκιο ή το άδικο που μπορείτε να έχετε εσείς ή εγώ, πως είναι σωστό, πως είναι ηθικό να μην πιστεύω πια σ' αυτά που πίστευα χθες.

Είναι ώρα ωστόσο να απαντήσουμε στην ερώτηση ποιοι είμαστε, τι πιστεύουμε και ποια θέση θα υποστηρίξουμε σ' αυτήν την αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δύση και τη Σοβιετική Ρωσία. Εσύ από τη μεριά σου δείχνεις ξεκάθαρα πως συντάσσεσαι με μια κυβέρνηση που πολεμά για να αποκτήσει και να διατηρήσει αποικίες. Δεν είναι δυνατόν να σωπαίνεις για τον πόλεμο που διεξάγει η Γαλλία εναντίον της πατρίδας σου. Καμύ, ξέρεις ότι σε θαύμαζα πάντοτε. Σε θεωρούσα και θα σε θεωρώ τον μοναδικό μου φίλο. Αλλά θα απολέσεις τη στήριξή μου. Στο δηλώνω τώρα, όσο κάθομαι απέναντί σου. Δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεις τον Ροβεσπιέρο με τον Στάλιν. Προσπάθησε να δεις τα πράγματα όπως τα βλέπεις έστω με την νέα σου οπτική, προσπάθησε όμως να τα δεις καθαρά. Προσπάθησε να σκεφτείς την Ιστορία. Καθάρισε τα γυαλιά σου, πλύνε τα μάτια σου. Το ξέρεις καλά πως ούτε εγώ συμφωνώ με την ύπαρξη των γκουλάγκ, αλλά ο λεγόμενος «Ελεύθερος Κόσμος», ο κόσμος μας αδερφέ, μ' αυτό το άλλοθι διεξάγει έναν πολύ βρώμικο πόλεμο όχι εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης μόνον, αλλά εναντίον όλων όσων δε συμφωνούν με τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά. Διεξάγουν έναν πόλεμο με όλα τα μέσα προσπαθώντας να καταστείλουν τη λογική, την ανθρωπιά και την ηθική μας. Ο πόλεμος αυτός που διεξάγουν είναι πόλεμος εναντίον μας, εναντίον της ύπαρξής μας, των θέλω μας και των ιδεών μας. Δες όλους αυτούς που ήταν πρώην μέλη του κόμματος. Έγιναν πράκτορες των αντιπάλων του και το κυριότερο, προδότες των πρώην συντρόφων τους. Τους κατέδωσαν στις μυστικές υπηρεσίες Αγγλίας και Αμερικής. Δες τον Όργουελ, τον πολεμιστή της Ισπανίας, διάβασε το 1984 που γράφει πως όλη η καταπίεση ασκείται από τον Στάλιν και τον σταλινισμό, πως αυτός φταίει για όλα, ακόμα και γι' αυτά που προηγήθηκαν απ' αυτόν. Η ιστορία θα τους στιγματίσει για πάντα. Δες τους. Δες τον φίλο μας τον Καίστλερ που έδωσε χάπια υδροκυάνιου στον Μπένγιαμιν που του τα ζήτησε, όταν βρέθηκαν σε κείνη την εσχατιά της Ευρώπης την ώρα που κανείς τους δεν ήξερε αν θα τους παραδώσουν σε γερμανικό στρατόπεδο οι Γάλλοι. Ιδίως τους Εβραίους, όπως τον Μπένγιαμιν που τον άφησαν πίσω τους δυο φυγάδες σύντροφοι και φίλοι του, ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ. Κι αυτός βέβαια δεν ήθελε να φύγει γιατί έλπιζε πως τα πράγματα δεν θα φτάσουν στο μη περαιτέρω μη μπορώντας να φανταστεί τον εαυτό του αλλού-όταν αυτό το αλλού ήταν η Αμερική. Όπως και ο Φρόυντ που αν δεν τον έπαιρνε απ’ το χέρι η Μαρία Βοναπάρτη ποιος ξέρει σε ποιο στρατόπεδο θα κατέληγε. Ίσως σ' αυτό που κατέληξαν οι συγγενείς του. Δες τον Έρνστ Τόλλερ, τον ηγέτη της, τον ηγέτη της επανάστασης των Σπαρτακιστών που αυτοκτόνησε με το κορδόνι της κουρτίνας σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης πολύ αργότερα, αφού η επανάσταση είχε αποτύχει. Δες το φίλο του το Γιόζεφ Ροτ που μόλις το έμαθε έπεσε να πεθάνει και πέθανε από κύρωση του ήπατος. Δες τον Στέφαν Τσβάιχ που πήγε σε άλλο γεωγραφικό παράλληλο, στη Βραζιλία, για να αυτοκτονήσει μαζί με τη γυναίκα του. 

 [Kαθώς λοιπόν πίνω τον τρίτο καφέ, θαρρώ πως βλέπω στο απέναντι τραπέζι την Φρανσίν στο πρόσωπο μιας νεαρής φοιτήτριας μάλλον που έχει ανοιχτό ένα λάπ-τοπ και έχει χώσει το πρόσωπό της στην οθόνη του, ενώ τα δάχτυλά της που δεν φαίνονται χτυπούν τα πλήκτρα. Τι να έλεγε άραγε η Φρανσίν στον άντρα της όταν αυτός ποτισμένος με το δικό του φαρμάκι το έφτυνε στο πρόσωπο των άλλων. Όλοι οι πρώην φίλοι ήταν απέναντί του: ''Ο Σαρτρ πρώτος απ' όλους, ο Μωριάκ που κάποτε διαφώνησε μαζί του για την επιβολή της θανατικής ποινής στον Μπραζιγιάκ αμέσως μετά τον Πόλεμο, η Ντυράς, ο Εντγκάρ Μορέν, ακόμη και ο Μαλρό. Ασύλληπτο: ο Μισέλ (Γκαλιμάρ) του απαντάει ''υπέγραψα του λέει. Πρέπει να το κάνεις και εσύ'' Ωστόσο αυτός αγκαζέ με τον Ρενέ Σαρ «αρνείται να υποστηρίξει το FLN, που κατά τη γνώμη του είναι εθνικιστικό ρεύμα και όχι απελευθερωτικό κίνημα».

[Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια γι' αυτόν. Είναι προδότης; συμφεροντολόγος; θέλει απλώς να πάρει το Νόμπελ; Δε θέλω να το πιστέψω. Δεν το πιστεύω. Εκείνος τι πιστεύει;]

-Άκου Σαρτρ και συ Σιμόν φαίνεται πως όταν βγούμε από δω δεν θα είμαστε πια μαζί. Δεν θα είμαστε στην ίδια όχθη, αφού δε βλέπουμε πια τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα. Λένε πως συζήτηση μπορείς να κάνεις με κάποιον που διαφωνείς. Ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, αλλά βγαίνοντας από δω, σκέφτομαι πως με την εκ διαμέτρου αντίθετη θέση που έχουμε πάρει σε περισσότερα του ενός ζητήματα δεν θα έχουμε να πούμε τίποτα. Εσείς μένετε στην αριστερή όχθη και εγώ στην άλλη. Σε κείνη της εξέγερσης. Όχι όπως λέει ο φίλος της δεξιάς όχθης, για όνομα του θεού. Του Θεού του Νίτσε, του Θεού του Ντοστογιέφσκι, του Θεού του Σταντάλ, πόσοι Θεοί, Θέ μου! Άραγε έχει δίκιο ο πρώην μηδενιστής συγγραφέας των Δαιμονισμένων, που διασκεύασα για το θέατρο, όταν λέει: «Αν ο Θεός έχει πεθάνει τότε όλα επιτρέπονται»; Ή μήπως έχει δίκιο ο Νίτσε με το «ο Θεός πέθανε»; Κάποιοι είπαν πως τον ανακάλυψε νεκρό. Μπορεί όμως να έχει δίκιο ο Στίρνερ που ήθελε να σκοτώσει κάθε ιδέα του Θεού και πίστευε πως «οι άθεοι ήταν ευσεβείς». Πάντως η κουβέντα του Σταντάλ είναι αυτή που τριβελίζει το δικό μου μυαλό πως «η μόνη δικαιολογία του θεού είναι ότι δεν υπάρχει», και κείνο που ξέρουμε πια είναι πως δεν μπορούμε να πιαστούμε απ' τα γένια του, ούτε να προσευχηθούμε σ' αυτόν. Ο θεός της αγάπης πέθανε θα έλεγα εγώ. Εκείνος που επιζεί είναι ο Κάιν με τον Άβελ αιώνιο θύμα. Αυτή είναι η «δικαιοσύνη του Θεού».

Όσο για όλα αυτά τα επίγεια για τα οποία μίλαγες πριν ακατάπαυστα αγαπητέ φίλε, να η απάντηση. «Όπως ο Εμπεδοκλής που ορμούσε μέσα στην Αίτνα για να ψάξει να βρει την αλήθεια εκεί όπου βρίσκεται, στα έγκατα της γης, έτσι και ο Νίτσε πρότεινε στον άνθρωπο να καταποντιστεί στο σύμπαν για να ξαναβρεί τη αιώνια θεϊκή του ιδιότητα και να γίνει ο ίδιος Διόνυσος». Το τέλος της Θέλησης για Δύναμη όπως και οι Σκέψεις του Πασκάλ τελειώνουν μ' ένα στοίχημα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν' αποκτήσει τη βεβαιότητα παρά μόνο τη θέληση της βεβαιότητας. Έτσι που ο Νίτσε συνέχισε να αμφιβάλλει ώσπου τρελάθηκε με το όνομα του Διόνυσου στα χείλη.

Όσο μιλούσε, ο Καμύ η Μποβουάρ και ο Σαρτρ τον άκουγαν με προσοχή, αν και με κάποια δυσαρέσκεια. Η Μποβουάρ ήταν εκείνη που θέλησε να πάρει το λόγο προσπαθώντας να μη δείξει με ποια πλευρά συντάσσεται. Κάτι που φυσικά αποδείχτηκε περιττός κόπος, αφού η Σιμόν δεν μπορούσε παρά να είναι στην ίδια όχθη με τον Σαρτρ. Ο Καμύ ήταν εκείνος που 'χε αλλάξει. Ο Καμύ ήταν εκείνος που καθόταν τώρα απέναντί τους κι όπως εκείνο που πάντα έχει σημασία είναι: «τώρα τι λες;», η Μποβουάρ ανέλαβε να απαντήσει γι' αυτό.

-''Αγαπητέ Καμύ, είπε, δεν ξέρω που θα μας οδηγήσουν οι διαφωνίες, δεν είναι κάτι που μπορώ να προβλέψω με ασφάλεια. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έβαλες ανάμεσά μας ή τουλάχιστον ανάμεσα στις ιδεολογίες μας και τη λογική μας - μια κόκκινη γραμμή, ένα διαχωρισμό. Ίσως να μην βλέπαμε ποτέ τα πράγματα με το ίδιο μάτι, άλλωστε τα δικά σου μάτια είναι ομορφότερα από του Σαρτρ. Αλλά τώρα είναι σίγουρο ότι οι απόψεις μας έχουν αποκτήσει μια μορφή απόλυτης αντιπαράθεσης...

Και συνέχισε στο ίδιο ύφος έναν μάλλον ακατάσχετο μονόλογο καρφώνοντας στα μάτια όχι τον συνομιλητή της αλλά τη Μαμέν. Σκεφτόταν πως είχε έρθει η ώρα να την πάρει παράμερα και να την παρασύρει σ' ένα ερωτικό τετ - α -τετ...

Πριν η συνάντηση πάρει τέλος η διάθεση του Καμύ είχε φτάσει στο ναδίρ. Ο Σαρτρ απ' τη μεριά του ήθελε να δείχνει φιλικός. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αρκετά υποκριτής. Είχε ριζωμένη μέσα του αυτήν την αστική υποκρισία, παρά το γεγονός πως την πολεμούσε ολοκληρωτικά, όπως και όλα τα άλλα ελαττώματα της αστικής τάξης. Ήταν ένας αποστάτης της τάξης του. Αντίθετα, ο Καμύ γύρευε να γίνει αστός. Κάτι που δεν ήταν, και μάλλον δεν έγινε ποτέ. Δεν είχε γίνει τώρα ούτε εξεγερμένος ούτε επαναστατημένος και μάλλον αν προλάβαινε το Μάη του '68 θα τον κατηγορούσε για τη βία και τις φαντασιώσεις του, ίσως και για το μηδενιστικό του όραμα, κάτι που ο Σαρτρ καταλάβαινε πολύ καλά.

Ο Σαρτρ αποποιήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964. Δεν ήθελε να συναριθμηθεί με όλους αυτούς που βάσιζαν την αξία τους στα βραβεία, αντίθετα ο Καμύ έβαλε μπροστά όλους τους τακτικισμούς και τις στρατηγικές για να το πετύχει. Είναι φανερό πως το χρειαζόταν αυτό το βραβείο στη συγκεκριμένη συγκυρία του 1957 όσο τίποτα άλλο, όσο κανένας άλλος. Πάντα έφερε βαρέως την ταπεινή του καταγωγή και τώρα που θ' ανέβαινε στο βήμα για να εκφωνήσει τον καθιερωμένο λόγο θα 'πρεπε να νιώθει δικαιωμένος. Που θα μπορούσε να ήταν και χωρίς αυτό, αλλά αυτός δεν σκεφτόταν έτσι.

Η φιλία αυτών των δύο αντρών ήταν κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Δεν είναι σύνηθες να συμβαίνουν ειλικρινείς φιλίες ανάμεσα σε ανθρώπους που γράφουν, γατί όπως είναι γνωστό, αυτοί οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικοί και εξαιρετικά άδικοι απέναντι στους ομότεχνούς τους.

Εκείνο το απόγευμα πάντως στο καφέ Deux Magots αντί να χαρούν τη συνάντησή τους τρώγοντας και πίνοντας αποχωρίστηκαν μεταξύ τους πολύ λυπημένοι.

 

Παραπομπές:

 [1] σελ. 118 του: Ζαν-Πωλ Σαρτρ, το Είναι και το Μηδέν, σε μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Παπαζήση.

[2] σελ. 113, το Ζαν –Πωλ Σαρτρ, το Είναι και το Μηδέν ό.π.

Και τα δύο παραθέματα περιέχονται στο: Ζαν- Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, Φυσιογνωμίες και Έργα, μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2001.