Κρύφτηκα πάλι

Κρύφτηκα  πάλι. Εκεί πίσω από τη βρύση ανάμεσα στις πέτρες χωμένη λούμωξα από φόβο μη με δουν. Μη με δουν κι αρχίσουν πάλι όπως την προηγούμενη φορά που τσίριζε το παιδί επειδή έσκουζε η μάνα του " όχι, όχι, όχι" βλέποντάς με. Λες και τι είδαν, το θεριό; μια σταλιά είμαι μπροστά τους. Και τότε τη γλίτωσα γιατί δεν ήτανε ο πατέρας εκεί, αλλιώς...και τι θα τους έκανα, να πιω νερό βγήκα. Ε... και να ρίξω μια ματιά γύρω στο φως της μέρας- όλο στην τρύπα μου μέσα σκοτάδι είναι. Βγήκα, σήκωσα λίγο το κορμί μου, γούρλωσα τα μάτια από τη λαμπράδα της μέρας κι από το πράσινο χορτάρι που άστραφτε με τις σταγόνες της δροσιάς. Χάζεψα λίγο παραπάνω με τα ποδαράκια του παιδιού που έτρεχαν και πώς να μη χαζεύεις τα πόδια αυτά...τότε με είδε αυτή κι έγινε η φασαρία. Ξαναχώθηκα λοιπόν κι έπινα νερό μοναχά τη νύχτα. Έβγαινα άφοβα, κυλιόμουνα στο χορτάρι, ξεδίψαγα, έκανα ζικ ζακ,  και μου αρκούσε το φως του φεγγαριού.

 Τώρα κρύφτηκα πάλι γιατί είναι πολλά τα παιδιά που τρέχουν κι οι φωνές πολλές όλο χαρά. Ακούω, όμως δεν αντέχω να μη βλέπω, ζηλεύω. Πάω όλο προφυλάξεις και κοκαλώνω δίπλα στις πέτρες. Τι όμορφα που είναι τόσα ποδαράκια να τρέχουν πέρα δώθε, δάκρυα μου ΄ρχονται στα μάτια και δεν έχω ούτε χέρια να τα σκουπίσω. Τόσα πόδια και χέρια γύρω και τόσο χαρούμενα κι εγώ... Είναι και δυο γυμνούλικα, ρόδινα, αφράτα ποδαράκια που στέκονται εδώ δίπλα στη βρύση, να πάω κοντά να τα δω, να τα ακουμπήσω, να δω πώς είναι το δέρμα τους; ΄Οχι;