(Α)βεβαιότητες

Ανύποπτες έρχονταν οι στιγμές∙ ανέξοδα, αυθόρμητα. Δίχως προσμονή

προσέφερε τα δώρα η απείθαρχη φύση. Αυτά που δε ποθήσαμε αρκετά

όλο και ξεμακραίνουν κι αυτά που λατρέψαμε είναι πάντα εκεί, αλλάζουν

πρόσωπα και μεταμορφώνονται. Τσακισμένο το Εγώ, ψηλαφίζει λόγους δικαίωσης.

Άκαρπη προσπάθεια, πνίγεται με τα πρωτοβρόχια του νου. Και σαν τελέψει η βροχή

θα βλαστήσει ένα αγριολούλουδο ή ένα κρίνο, ένας νέος καημός ή μία ανύψωση:

Οι πιστοί ακόλουθοι στην πορεία της νύχτας.

Στο προσκεφάλι στέκουν, ψιθυρίζοντας λέξεις αλλόκοτες, κατάρες ευλογημένες.

Κι εμείς πάντα ακολουθούμε αυτό που ήδη είμαστε, προσπαθώντας να

συγχρωτιστούμε στις διστακτικές ανάσες μας ως το τέλος.

Οι αβεβαιότητες ποτέ δεν ήταν τόσο σίγουρες όταν αποκριθήκαμε

για απάντηση στο φως. Οι αρνήσεις στέρεες έγιναν, τείχος υψώθηκαν πάνω

στα κεφάλια μας. Σαστίσαμε σαν μετρούσαμε ανηδονίες και αναμονές.

Τον χρόνο μας εδώ τον ξεπερνούσαν. Και σα βάλαμε κρασί, ο νους θόλωσε

και η καρδιά μαλάκωσε, είδαμε πιο καθαρά. Ας βρέξει ξανά,

ας ξεμακρύνει η αγάπη, εγώ στέκομαι εδώ άχρονος και προσμένω

με τη σιγουριά της αμφιβολίας, δείγματα φωτός. Έχω ασκηθεί άλλωστε

στη γυμναστική των αποχωρισμών. Ψηλαφίζω με διάφανα χέρια το φως.

Η τραχύτητα του με ματώνει, το δέρμα μου, υποθέτω, ακολουθεί

την καρδιά μου. Είμαι καιρό τώρα κρυμμένος και η μετάβαση πρέπει

να γίνει ομαλά. Τα μάτια μου δακρύζουν, τα νύχια μου μεγάλωσαν

καθώς παίζω κρυφτό με την αινιγματική λάμψη.

 

Όλα ακολουθούν το θάνατο σ’ αυτό το εκκωφαντικό καρναβάλι

που δε θρέφει τη μεταφυσική ροπή μου.