Στη λεωφόρο
16/02/2020
Καθόμουνα δίπλα της. Είχε όμως γυρισμένη την πλάτης της και κοιτούσε στο βάθος του διαδρόμου. Και εγώ έβλεπα τα κατάμαυρα μαλλιά της. Ένα πλεχτό σκουφάκι που κάλυπτε ελάχιστο μέρος του κεφαλιού, ένα κόκκινο πλεχτό ζακετάκι που κάλυπτε την ωμοπλάτη της και πιο κάτω μια μαύρη πλεχτή μπλούζα και ένα σκούρο μπλου τζην παντελόνι. Καθόταν διπλοπόδι σ' ένα κόκκινο σκαμπό με τρύπες σαν αυτό που καθόμουν κι εγώ. Μπροστά της σ’ένα άλλο κόκκινο σκαμπό με τρύπες είχε μία μαύρη τσάντα, τόσο μεγάλη που θαρρείς χωρούσε μέσα της όλο το βιός της. Κάθε που άνοιγε η πόρτα και άνοιγε συχνά, γύριζε να κοιτάξει ποιος έμπαινε. Τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω για κάποια δευτερόλεπτα, και ύστερα κοιτούσε πάλι μπροστά της. Εγώ ήμουνα πίσω απ' το οπτικό της πεδίο και δεν νομίζω ότι με πρόσεξε εκτός και αν με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μένα την ώρα που μπήκα και αφότου κάθισα δίπλα της με ξέχασε. Εξάλλου δεν νομίζω να την ενδιέφεραν αυτοί που έμπαιναν. Δε φάνηκε να περιμένει κανέναν οπότε μάλλον κοιτούσε από περιέργεια: έναν κοντό κύριο με γένια, ένα νεαρό φαλακρό με μαύρο καλσόν και μπεζ κοντοβράκι, έναν μπαμπά με την κόρη του που φορούσε έντονα κόκκινο κραγιόν, ένα νεαρό ζευγάρι μια μελαχρινή κοπέλα και ένα νεαρό με γένια. Η κοπέλα κάθισε μπροστά μου στο ελεύθερο κόκκινο σκαμπό με τις τρύπες και στο άλλο που είχε ακουμπισμένη τη τσάντα της η διπλανή την πήρε και του είπε να καθίσει με μια θεατρική κίνηση. Τότε πρόσεξα ότι ήταν μία ηθοποιός που είχα δει πολλές φορές στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αλλά δεν θυμόμουν τ’ όνομά της. Ήξερα μόνο ότι έμενε στην περιοχή και ακόμα θυμόμουν ότι την συναντούσα κάποτε στην παιδική χαρά του Άλσους με ένα αγοράκι με σχιστά μάτια. Θυμόμουν ακόμα πως την είχα ακούσει σε μια παρουσίαση βιβλίου να διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο μιας φίλης μου συγγραφέα. Της είχε προτείνει μάλιστα, της φίλης μου, να γράψει αυτή, ένα μονόλογο για μια σπουδαία γυναίκα από το χώρο της λογοτεχνίας, ή της επιστήμης, αλλά η φίλη μου αδυνατούσε να γράψει κάτι τέτοιο και μου πρότεινε μήπως ήθελα εγώ να γράψω. Κάτι που φυσικά ούτε εγώ έκανα, έτσι η ηθοποιός που δεν θυμόμουν το όνομά της και ας θυμόμουν όλα τα άλλα έμεινε χωρίς μονόλογο! Στο βάθος του διαδρόμου ήταν ένα τραπέζι, λίγο πιο μικρό από ένα μοναστηριακό τραπέζι, και καθόντουσαν δύο άντρες, ο συγγραφέας ενός βιβλίου και ο παρουσιαστής του βιβλίου του και είχαν φλυαρήσει αρκετή ώρα πάνω σ’ αυτό, οπότε και εγώ όπως και άλλοι επειδή βρισκόμαστε σ' ένα βιβλιοπωλείο που τα ράφια του ήταν γεμάτα ασφυκτικά με βιβλία είχαμε ξεφυλλίσει ό,τι βρισκόταν στην άκρη του χεριού μας. Η κοπέλα που καθόταν μπροστά μου, αυτή που τη συνόδευε ο νεαρός με τα γένια, που καθόταν εκεί που καθόταν πριν η τσάντα της ηθοποιού, έβγαινε συνεχώς έξω και του έγνεφε απ' έξω απ' το τζάμι ότι βαριόταν και δεν ήθελε να μπει μέσα αλλά αυτός ήθελε να ακούσει. Αυτή φορούσε κάτι σκουλαρίκια με κοχύλια ροζ. Τα αυτιά της πρέπει να είχαν βουλώσει απ' τα ψαράκια που κολυμπούσαν μέσα στα ροζ κοχύλια γι' αυτό δεν άκουγε τίποτα απ' αυτά που λέγανε οι δύο άντρες, ο συγγραφέας και ο παρουσιαστής που καθόντουσαν πίσω από το τραπέζι που είχε περίπου τις διαστάσεις μοναστηριακού τραπεζιού. Εγώ είχα ξεφυλλίσει καμιά δεκαριά βιβλία ενώ προσπαθούσα να θυμηθώ, χωρίς όμως να καταβάλω προσπάθεια, το αναθεματισμένο όνομα αυτής της ηθοποιού, γιατί είχα διαβάσει κάπου πως αν προσπαθήσεις επίμονα να θυμηθείς κάτι που έχεις ξεχάσει, δε θα το θυμηθείς ποτέ. Έτσι περίμενα και εγώ να μούρθει μοναχό του. Στο μεταξύ ταξιδεύαμε όλοι σε μια λεωφόρο αρχαία, μεγάλη και πλατιά, κάποτε ιερή που οδηγούσε έξω απ' την πόλη που μέναμε ή μάλλον το αντίθετο, η πόλη αυτή στην οποία κατέληγε η λεωφόρος, η μεγάλη και πλατιά οδηγούσε στην πόλη που μέναμε, δηλαδή στην Αθήνα. Και αυτή και η Αθήνα ήταν αρχαίες πόλεις ,αλλά είχαν καινούργια κτίρια και καινούργιους ανθρώπους και αυτοκίνητα που δεν υπήρχαν τότε που ήταν στην ακμή τους και άλλα πολλά που τώρα υπάρχουν αλλά δεν τα βλέπει κανείς όταν τρέχει με το αυτοκίνητό του έχοντας πατήσει τα 150 και κοντεύει να πατήσει και το φλανέρ που μόλις άφησε το περίπτερο και προσπαθεί να περάσει απέναντι και με την ψυχή στο στόμα να φτάσει επιτέλους στον προορισμό του, αλλά κυρίως να δει προηγουμένως τα ερείπια που έχουν σωριαστεί στις παρυφές του δρόμου, όπου βρίσκονται: τοξικά απόβλητα, συκωταριές, πλυντήρια μισοχαλασμένα, σκοτωμένες γάτες, ένα σκυλί μ' ένα κουτσό πόδι, πολλά ποντίκια, τυφλοπόντικες, ο Μιχαήλ Μητσάκης αυτοπροσώπως που φλανάρει-όπως έλεγε ο ίδιος το σουλάτσο, την περιπλάνηση και λίγο παρά πέρα και εγώ. Και τότε ήταν που θυμήθηκα την πρώτη συλλαβή από το όνομα της ηθοποιού και ύστερα τη δεύτερη και αμέσως μετά την τρίτη και τελευταία. Και ύστερα θυμήθηκα και το όνομά της. Και τότε είδα όλη την αίθουσα του βιβλιοπωλείου που βρισκόμαστε να έχει σηκωθεί και να συνωστίζεται στην έξοδο. Η ηθοποιός παρέμενε καθιστή ώσπου σηκώθηκε κι' αυτή και ακολούθησε το πλήθος που κατευθύνθηκε στη λεωφόρο όπου είχε πριν ταξιδέψει αλλά είχε νυχτώσει και το πλήθος σκόρπισε. Ένας μόνο έμεινε πίσω. Ένας που ήταν πάντα εκεί, ο Μιχαήλ Μητσάκης.