Επικείμενος θάνατος

«Δεν θα μας θάψετε ποτέ κουφάλες νεκροθάφτες

1998 : Νομική Αθήνας. Ένας ήρωας του Pazienza μπαίνει στο φωτογραφικό όμιλο, στο ροζ κτίριο. Μόνος, σκυφτός, μ’ένα στριφτό τσιγάρο μονίμως στο χέρι. 2012 : Κυψέλη-Αλσούπολη-Εξάρχεια, τρίγωνο ασφαλείας. Είχαν αλλάξει πολλά από τότε, είχαν μεσολαβήσει γεγονότα και όχι πολλά λόγια. Είχε κόψει τα μαλλιά του, κατάφερε να πάρει το πτυχίο του, είχε κερδίσει δικαστικούς αγώνες που χρόνια τον ταλαιπωρούσαν, είχε κόψει και ξαναρχίσει το κάπνισμα λόγω της γκόμενας, συναυλίες, βόλτες, πορείες, συζητήσεις, συναντήσεις και πολλοί καφέδες (φραπέδες, ανακατεμένοι με τσίπουρο ενίοτε)

-Έλα.

-Έλα, τι λέει;

-Τι να λέει;

-Θα’ρθείς;

-Ναι, αλλά μετά τις 5.00. ‘Eχω οδοντίατρο.

Πόσες φορές δεν είχα φανταστεί να σκάει το κεφάλι του με δύναμη στον τοίχο και να εκτοξεύονται αίματα και μυαλά παντού τριγύρω?

Τώρα όμως, ο επικείμενος θάνατός του δεν ήταν στο χέρι μου, δεν αποτελούσε μια γλυκιά φαντασίωση. Παραμόνευε ύπουλα να μου πάρει τον τελευταίο φίλο. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα. Όχι, οι γιατροί δεν ήταν ενταγμένοι στα σχέδιά μου. Είχα αποφασίσει να μην τον αφήσω να υποφέρει με σωληνάκια, ορούς, νοσοκομεία και τέτοιου είδους εξευτελισμούς. Έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου πάσει θυσία.

Πρώτο βήμα: ένας καλός, έμπιστος συμβολαιογράφος. Ναι, δεν είμαι υπεράνω, θεωρώ το χρήμα ένα μέσο ελευθερίας. Δεύτερο βήμα: ένας πληρωμένος δολοφόνος. Θα έμπαινε στο διαμέρισμα της οδού Σκοπέλου, αργά τη νύχτα και θα τον έπνιγε με σύρμα κατά τη διάρκεια μιας δήθεν ληστείας. Και τρίτο: ένας ειδικός ταριχευτής και η τοποθέτηση του νεκρού σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μου.

-Έλα.

-Έλα, τι λέει;

-Τι να λέει; Τώρα μπήκα σπίτι, απ’το πρωί. Εντάξει δεν πεθαίνω. «Αιμορροιδοπάθεια» είπε, «συνηθισμένη πάθηση του ορθοπρωκτικού σωλήνα». Μου έδωσε κάτι αλοιφές και αντιφλεγμονώδη. Πρέπει να κάνω και ειδική διατροφή.

-Δε με χέζεις ρε κάθαρμα;

-Αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο.

-Το κατάλαβα. Θα’ρθείς;

-Σε καμιά ώρα.