Διαμέρισμα 77

Το κοινό διαμέρισμα 77, στο παλιό κιβωτιόσχημο σπίτι, κατέρρεε. Η πόρτα της τουαλέτας  -δίπλα στην κουζίνα και στο δωμάτιο των Μουραβιόφ- άνοιγε έτσι που εμπόδιζε το πέρασμα στην κουζίνα. Η μοναχική γριά, Σόνετσναγια, πάλευε για πολύ εκεί, επειδή  δεν μπορούσε με τις κατσαρόλες στα χέρια να τα καταφέρει αμέσως με την πόρτα. Επιπλέον, ένας τρίτος κάτοικος, ο εργένης Ντολγκοπιάτοφ, ανοίγοντας την πόρτα της τουαλέτας με το κεφάλι, έπεφτε συχνά και ήταν δύσκολο να περάσεις από πάνω του. Και πολλές φορές χαχάνιζε, κλειδώνοντας την τουαλέτα. Αυτό το χαχάνισμα δεν έμοιαζε με τον συνηθισμένο ήχο της φωνής του, έτσι που η γριά Σόνετσναγια πίστευε ότι κάποιος άλλος τον αντικαθιστούσε όσο έμενε στη τουαλέτα.

- Είναι αυτός ή δεν είναι; - κοιτούσε με αγωνία στα μάτια τον Ντολγκοπιάτοφ, όταν έβγαινε αφού είχε κάνει τη φυσική του ανάγκη.

Οι Μουραβιόφ, ωστόσο, δεν μπορούσαν να αντέξουν καθόλου την τουαλέτα. Προφανώς, οι τοίχοι ήταν υπερβολικά λεπτοί και, σαν γείτονες της τουαλέτας, άκουγαν τα πάντα, λες και γινόταν η αφόδευση στο δωμάτιό τους. Ξαφνιασμένοι από τη ζωώδη κατάσταση των ανθρώπων, αυτοί οι κοκκαλιάρηδες, ζωηροί νεόνυμφοι, συχνά κατά τη διάρκεια του γεύματος έτρεχαν έξω από  το μικρό τους δωμάτιο με τα πιάτα στο χέρι. Αλλά, πού να πας, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε να πας πουθενά: ο κοινός διάδρομος ήταν τόσο στενός που ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις ελεύθερα. Και καθώς πολλές φορές συγκρούονταν με τα κούτελα ή τους πισινούς και καθώς χύνονταν τα πιάτα, έφταναν μέχρι τα ουρλιαχτά. Εντούτοις, οι Μουραβιόφ  έτρεχαν πεισματικά και ήταν υπερβολικά λεπτεπίλεπτοι. Η γριά Σόνετσναγια, πέταγε μουρμουριστά ότι αυτό που τους συνέβαινε ήταν δοσμένο από τον Θεό.

Τα τελευταία χρόνια, η ζωή είχε γίνει εντελώς ξέφρενη. Προς τα πού κατρακυλούσε; Το ζευγάρι των Μουραβιόφ προσευχόταν με φόβο ο ένας για τον άλλον, επειδή η ζωή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, ήταν πολύ  δύσκολη. Όχι γιατί τους βασάνιζε η άγρια καθημερινότητα, η αϋπνία, οι ουρές, οι παιδικές στριγκλιές (στη γριά Σόνετσναγια έφερναν ένα νήπιο για να το φροντίζει στη διάρκεια της ημέρας) - όχι, αυτό θα μπορούσαν να το συνηθίσουν. Τους ενοχλούσε περισσότερο απ’ όλους ο Ντολγκοπιάτοφ επειδή είχε πάψει να μοιάζει με άνθρωπο. Για να μην πούμε, ότι είχε πάψει από καιρό να μιλάει, αν δεν υπολογίσουμε κάποιες  στιγμές έμπνευσης. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν μουγκρίσματα, χαχανητά, ικανοποίηση, κούνημα του κεφαλιού. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι άλλαζε συνεχώς. Το βράδυ έτσι, το πρωί αλλιώς, προχθές κάτι άλλο. Είναι αλήθεια ότι άλλαζε, κατά κάποιον τρόπο, απλά και χοντροκομμένα: πότε έμοιαζε με γάτα που έχει πάρει ανθρώπινη μορφή∙ άλλοτε, αντίθετα, γινόταν τόσο βλοσυρός και σκληρός στο βλέμμα, σαν να μετατρεπόταν σε ένα είδος μνημείου, ενώ άλλοτε κοίταζε τόσο άγρια που έμοιαζε έτοιμος να ξεσκίσει τα πάντα στον κόσμο (στην πραγματικότητα όμως κρυβόταν σε μια γωνία). Το μπάνιο συχνά χάλαγε, και τότε ο Ντολγκοπιάτοφ πλενόταν στον διάδρομο, όντας ψηλός, χωρίς να μοιάζει με κανέναν πλάσμα, καταβρεχόταν με νερό. Οι γείτονες (η Σόνετσναγια και οι Μουραβιόφ) αμπαρωνόντουσαν στη στιγμή με έναν γάντζο. Οι σπιτικές γάτες, που δεν τον αγαπούσαν, σκορπίζανε σε όλες τις πλευρές.

Ο Ντολγκοπιάτοφ δεν τραγουδούσε. Το παιδάκι όμως τραγουδούσε συχνά. Ήταν ένα κοριτσάκι τριάμισι χρονών, στρουμπουλό και στρογγυλό που το φρόντιζε η Σόνετσναγια από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Ο Ντολγκοπιάτοφ την έβλεπε μόνο το βράδυ, από τις επτά έως τις οκτώ, αλλά ηρεμούσε όταν τραγουδούσε το παιδί. Όχι επειδή δεν υπήρχε κάποιο νόημα στο τραγούδι, όχι γι’ αυτό, απλά επειδή επαναλαμβανόταν για πολύ μια και μόνη λέξη (όπως «ξέχασα»... «ξέχασα»...) επίμονα και με ευχάριστο τρόπο σαν ένα χαλασμένο τηλέφωνο που ταυτόχρονα μοιάζει και πολύ ζωντανό... Ο Ντολγκοπιάτοφ φερόταν στο κοριτσάκι με σεβασμό και προσοχή. Η γριά Σόνετσναγια, θυμόταν πλέον ελάχιστες λέξεις, (παρόλο που πολύ συχνά έκλαιγε γι’ αυτό τον λόγο – αλλά έτσι είναι η ζωή), ενώ το κοριτσάκι πάνω σε αυτό το θέμα την ξεπερνούσε κατά πολύ. Σύντομα συνήθισαν όλοι το κοριτσάκι, όπως συνηθίζουν, ας πούμε, έναν άσχημο εφιάλτη. Αλλά ο Ντολγκοπιάτοφ δεν άφηνε να ηρεμήσει το μυαλό του. Πότε μεταμορφωνόταν μπροστά στα μάτια τους, πότε κούναγε τις γροθιές του στον φεγγίτη. Εξαιτίας αυτού του ανθρώπου, οι Μουραβιόφ  έπαψαν να πιστεύουν σε κάτι καλύτερο.

Στο τέλος, το πρόσωπο του Ντολγκοπιάτοφ πήρε μια σταθερή έκφραση. Για δύο μήνες, για παράδειγμα, δεν είχε αλλάξει καθόλου, σαν να είχε απολιθωθεί, όπως δεν συνηθίζεται σε αυτόν τον κόσμο. Έπιανε μόνο με τα μακριά του χέρια τις κατσαρόλες των γειτόνων, και ίσως αυτή η επαφή του ξένου με την τροφή βασάνιζε υποσυνείδητα πιο πολύ τους νεόνυμφους.

- Δεν μπορώ να φάω! – τσίριζε μετά από αυτό η Μουραβιόβα, αφού είδα στο μισοΰπνι μου στη σκοτεινιά της νύχτας τον Ντολγκοπιάτοφ να τρέχει από την κουζίνα.

Αλλά τρώγονταν όλα για να μην σταθούν ξανά στις ουρές. Και παρόλο που το πρόσωπο του Ντολγκοπιάτοφ έμενε σε ακινησία, το κεφάλι του φαλάκραινε λίγο μετά τα διάφορα τρεχάματα.

Ήταν άνοιξη, αλλά ο ουρανός ήταν τόσο γκρίζος σαν να τον αηδίαζε η γη. Τα πουλιά πέθαιναν το ένα μετά το άλλο. Κανείς όμως δεν έδινε προσοχή στον θάνατο. Ίσως επειδή αυτή η ζωή, παρόλ’ αυτά, φαινόταν η καλύτερη επιλογή για όλους. Και όλοι βιάζονταν να ζήσουν, όπως όταν έχουν πυρετό, αν και κατά βάση κουνούσαν μόνο τα χέρια στο κενό. Η κραυγή παρέμενε νύχτα και μέρα.

- Κάτι έπρεπε να γίνει, τα δόντια της Μουραβιόβα έτρεμαν.

- Δεν μπορούμε να πετάξουμε στο φεγγάρι, δήλωνε ο Μουραβιόφ, γι’ αυτό κάτι πρέπει να αλλάξει.

Και πραγματικά έγινε η αλλαγή. Εκείνη την ημέρα ο Ντολγκοπιάτοφ πήρε άδεια και παραλίγο να πεθάνει στην τουαλέτα. Όπως και να ’χει, κλειδώθηκε και δεν έδινε σημάδια ζωής για αρκετές ώρες. Οι Μουραβιόφ  είχαν πάει κάπου. Στις ένδεκα το πρωί, η γριά Σόνετσναγια γλίστρησε  στην κουζίνα με το παιδί. Καθώς φοβόταν ότι ο Ντολγκοπιάτοφ θα ήταν στην τουαλέτα, άρχισε να βάζει αμέτρητα τηγάνια στη φωτιά.

Το παιδί μουρμούραγε. Και η μουρμούρα αυτή είχε κάτι ξένο και έπαιρνε έναν χαρακτήρα απόκοσμο. «Μπα, μα μου, μα» πεταγόταν από το στόμα του μωρού, με το δάχτυλό ακουμπισμένο στο πρόσωπό του που κοκκίνιζε και πάγωνε. Το κοριτσάκι δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια ούτε στον τοίχο, τον χτυπούσε μόνο: τουκ- τουκ- τουκ, τουκ- τουκ- τουκ. Και τότε η γριά Σόνετσναγια άρχισε να τραγουδάει. Γύρισε το ογκώδες, ρυτιδιασμένο πρόσωπο στον γκρίζο αηδιαστικό ουρανό στο παράθυρο και, χαμογελώντας με τα ανύπαρκτα δόντια της, τραγούδησε για τη ζωή.

Στη στιγμή το πρόσωπό της κοκκίνισε, πρήστηκε και μελάνιασε σαν τη φλόγα του γκαζιού στην κουζίνα. Το σώμα της, ασαφές σαν τσουβάλι, έσκασε κάτω στην καρέκλα μπροστά από τη κουζίνα. Αυτό το χτύπημα ονομαζόταν εγκεφαλικό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο θάνατος.

Η γριά πίστεψε ότι ήταν ζωντανή. Το κεφάλι της έσπασε ήσυχα πάνω στη σιδερένια κουζίνα. Έμοιαζε σαν να καθόταν. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα, σαν την κότα που βλέπει τον απάνω κόσμο, αν μπορούν μόνο οι κότες να τον απολαύσουν. Το δέρμα περιέργως κιτρίνισε αλλά το στόμα κουνιόταν. Αυτό το στόμα τραγουδούσε για τη ζωή. Τα λόγια όλο και ακούγονταν στον αέρα. Παντού έκαιγε γαλάζιο το γκάζι της κουζίνας, με μια κολασμένη αλλόκοτη φλόγα, δηλητηριάζοντας τους αρουραίους. Στο τέλος η γριά σώπασε, αλλά μερικές φορές από το στόμα της έβγαινε ένας σφυριχτός περίεργος ρόγχος, βαρύς και κάπως χαρούμενος.

Το παιδί κοίταξε περίεργα τη νταντά. Περπάτησε γύρω της σαν γύρω από χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το μόνο που έλειπε ήταν τα λαμπάκια στο γκρίζο, νεκρό κεφάλι. Και καθώς το στόμα της γριάς ήταν εντελώς σιωπηλό, το παιδί άρχισε να τραγουδάει.

Αλλά αυτή τη φορά υπήρχε ένα σπάσιμο, μια απίστευτη εξωπραγματική αναστάτωση. Το τραγούδι ξεχείλιζε από κάποια άλλη διάσταση, σαν να απομακρυνόταν από το βάθος του σκοτεινού ουρανού και από εκεί να δίνονταν ένα αόρατο σημάδι. Το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού μεταμορφώθηκε: τα μάτια της έκαιγαν, σαν να φαινόταν μέσα τους η σφραγίδα της αιώνιας ζωής. Τραγουδούσε ένα τραγούδι στη σλαβική γλώσσα, αλλά σε αυτό εμφανιζόταν το αρχαίο στρώμα της πρωτοσλαβικής γλώσσας.

Ξαφνικά, το σύγχρονο τρίχρονο κοριτσάκι μεταμορφώθηκε σε νηπιακό προφήτη Φωτός.

Τότε ο Ντολγκοπιάτοφ γλίστρησε έξω από την τουαλέτα με φρίκη. Η φιλήδονη γλώσσα του κρέμασε απέξω, έγινε περιττή. Αυτό το τραγούδι σκότωνε. Πετάχτηκε στο κλιμακοστάσιο. Οι Μουραβιόφ μόλις ανέβαιναν στο διαμέρισμα.

- Δηλητηρίασα τη γριά με κατρουλιό! Αλύχτησε χωρίς νόημα, κοιτάζοντας γύρω του. Για μισό χρόνο πασάλειβα την κατσαρόλα της με λίγο κατρουλιό, για να μη το μυρίζει!

- Δεν πεθαίνουν από το κατρουλιό, απάντησε στεγνά ο Μουραβιόφ. Κάνετε λάθος. Με το κατρουλιό γίνεσαι καλά.

Ο Ντολγκοπιάτοφ κοίταξε για άλλη μια φορά άγρια, σαν να ακολουθούσε μια άγνωστη δύναμη και έτρεξε γρήγορα κάτω. Οι Μουραβιόφ κοιτάχτηκαν.

- Τι να σήμαινε αυτό; Αναρωτήθηκαν. Μπήκανε στο διαμέρισμα, ακούσανε το τραγούδι και έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Στη στιγμή με το τραγούδι αυτό κάηκε η προηγούμενη ζωή τους και άρχισε μια νέα, ασυνήθιστη.

 

 

Ο Γιούρι Βιτάλιεβιτς Μαμλέγεφ / Юрий Витальевич Мамлеев (1931- 2015) είναι ο μοναδικός Ρώσος συγγραφέας που ζωντανεύει στο έργο του τον ευρωπαϊκό υπερρεαλισμό. Ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του «μεταφυσικό ρεαλιστή». Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1975 και από το 1983 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Στον υπερρεαλισμό του Μαμλέγεφ συνυπάρχουν μυστικιστικά και τελετουργικά στοιχεία με λαϊκές παραδόσεις.