Ο Πελοπίδας και η Σοφία σώζονται στην Καταστροφή της Σμύρνης

Ετοίμασε τη λίστα για τα ψώνια με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα. Για να είναι μάλιστα σίγουρος ότι δεν θα βρεθεί σε καμιά από τις σκοτεινές γωνιές του παντοπωλείου, ώστε να μη δει τη λέξη γάλα ή καφές ή ζάχαρη ή μήλα ή πορτοκάλια ή ψωμί ή τυρί πριν από κάθε λέξη της λίστας σχεδίασε κάθε ένα από τα πράγματα που ήθελε να αγοράσει από το παντοπωλείο της οδού Νεοπτολέμου 147. Ο Νεοπτόλεμος ήταν γιος του Αχιλλέα, και τ’ όνομά του σημαίνει νέος πόλεμος. Την κυρία του παντοπωλείου η Ωραία Έφεσος, την έλεγαν Δηιδάμεια, όπως λέγανε τη μητέρα του Νεοπτόλεμου, αλλά αυτή δεν ήταν κόρη του Λυκομήδη. Η Δηιδάμεια ήταν κόρη του Πελοπίδα από την Νικομήδεια και όχι από τη Σπάρτη. Ο Πελοπίδας δούλευε μπακαλόγατος στο μπακάλικο του πατέρα του στο Καραμπουρνάκι της Σμύρνης.

Ο πατέρας του που ήταν λάτρης κάθε τι ελληνικού  είχε ονομάσει το μπακάλικο: η Ωραία Ελλάς. Εξάλλου τη μητέρα του Πελοπίδα την έλεγαν Πανωραία. Ο Πελοπίδας, αφού πρώτα έψαξε τους γονείς του, την Πανωραία και το Δημόκριτο και δεν τους βρήκε πουθενά, έφυγε την ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης- όταν δημιουργήθηκε όπως είπε κάποια πανεπιστημιακός- συνωστισμός στο λιμάνι μ’ ένα καράβι, το Μιαούλης, μόνος του, αφού δεν είχε κανέναν άλλον κοντινό συγγενή εκτός απ' τους γονείς του και ενώ ήταν μόλις 19 χρονών.

 Ο Πελοπίδας ήταν ένα μελαχρινό ψηλό αγόρι με σγουρά μαύρα μαλλιά, μεγάλα μαύρα μάτια και σταράτο δέρμα. Στο καράβι συνάντησε τη Σοφία, που του φάνηκε πολύ οικεία και νόμιζε πως την είχε ξανασυναντήσει σε κάποια απ' τις βόλτες που έκανε στη παραλία σ' αυτήν που τη μέρα της καταστροφής έγινε ο συνωστισμός, όταν οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι και καταδιωκόμενοι από τα σπαθιά των Τούρκων, από τους Τσέτες δηλαδή, το σώμα των Νεότουρκων που είχε δημιουργήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ, πατούσε ο ένας πάνω στον άλλον, έπεφταν στη θάλασσα και ο Πελοπίδας και η Σοφία βρέθηκαν υπεράριθμοι επάνω στο καράβι, αλλά ευτυχώς ο μπαμπάς της Σοφίας που είχε μία διαγώνια πληγή που διέσχιζε τον αριστερό λοβό του μετώπου του, περνούσε πάνω από το μάτι του και έφτανε ως το λακκάκι του σαγονιού του, την έκρυψε μέσα σ' ένα πανωφόρι που φορούσε, αν και ήταν πολύ η ζέστη και η έξαψη εκείνη την ημέρα και έτσι η Σοφία τη γλίτωσε και δεν την πέταξαν στη θάλασσα, όπως έκαναν με πολλούς απ' αυτούς που ήταν υπεράριθμοι.  Μόλις ο πατέρας της Σοφίας ο κύριος Ποσειδώνας πήρε το μάτι του ότι μιλούσε με εκείνον τον νεαρό που ήταν μπακαλόγατος στο παντοπωλείο η Ωραία Ελλάς, το οποίο επισκεπτόταν η γυναίκα του που είχε πεθάνει πριν 7 χρόνια, τη φώναξε κοντά του και με αυστηρό ύφος και κουνώντας το δάχτυλό του μπροστά στο όμορφο πρόσωπο της Σοφίας, της απαγόρευσε να έχει πολλά- πολλά με τον μπακαλόγατο - όπως λέει και η λαϊκή παροιμία καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Εκείνου όμως, του Ποσειδώνα, δεν του βγήκε μόνο το μάτι ή το όνομα, αλλά πνίγηκε ολάκερος ο καημένος, όταν το πλοίο Μιαούλης ναυάγησε λίγο έξω απ' τη Χίο. Φυσικά - πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς-ο Πελοπίδας Πυράγγελος και η Σοφία Αραπάκη σώθηκαν. Η Σοφία βέβαια έχασε και τον πατέρα της, αλλά, ευτυχώς για αυτήν, είχε τώρα τον Πελοπίδα που αποδείχτηκε πολύ υπομονετικός μαζί της, γιατί εκείνη, όπως φάνηκε στη συνέχεια, όταν έφτασαν στην Ανάβυσσο ( όπου η Πηνελόπη Δέλτα είχε ετοιμάσει ένα καταυλισμό για τους πρόσφυγες), έπασχε από μία σπάνια πάθηση του νευρικού συστήματος που είχε ένα και μόνο σύμπτωμα: πεταγόταν όρθια στον ύπνο της και απήγγειλε ένα ποίημα, διαφορετικό κάθε φορά σε μια γλώσσα που δε γνώριζε, διαφορετική κάθε φορά. Άλλοτε απήγγειλε Όμηρο στο πρωτότυπο, από την Ιλιάδα, όχι από την Οδύσσεια, άλλοτε Λόρδο Μπάυρον, τον Τσάιλντ Χάρολντ και τον Κάιν, άλλοτε Σέλλεϋ, καμιά φορά Πίνδαρο, δυο τρία από τα 29 σονέτα Για μια Σκοτεινή κυρία του Σαίξπηρ, ένα μονόλογο από το Κρίμα που είναι Πόρνη του Τζον Φορντ, όπου δυο αδέλφια είναι ερωτευμένα μέχρι θανάτου, αλλά απήγγειλε και νεώτερους ποιητές ή ποιήτριες, όταν εμφανίστηκαν πια κι αυτές- όπως παραδείγματος χάριν: Κική Δημουλά, Αν Σεξτον, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Βισλάβα Συμπόρσκα, Αχμάτοβα και Τσβετάγιεβα, τις Σαχλοκουβέντες του Σάμιουελ Μπέκετ, Τσέζαρε Παβέζε…

Ο Πελοπίδας τα κατέγραφε σε μαγνητόφωνο που είχε έτοιμο την ώρα ακριβώς που ήξερε πως θα πεταχτεί όρθια η Σοφία και με πάρα πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού του κάθε ποιήματος, θ’ άρχιζε ν’ απαγγέλει. Κατόπιν ο Πελοπίδας έψαχνε στο Λεξικό του Ηλίου, αλλά και σε βιογραφικά λεξικά όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών γλωσσών που είχε στη βιβλιοθήκη του κι έτσι εντόπιζε ποιητή και ποίημα. Ήξερε άκρες μέσες, κάμποσες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και ρωσικά, σανσκριτικά, λατινικά, αρχαία ελληνικά και ελάχιστα κινέζικα. Κι αυτό γιατί οι πελάτες του μπακάλικου στη Σμύρνη ήταν σχεδόν στο σύνολό τους καθηγητές ξένων γλωσσών, οι οποίοι τον συμπαθούσαν πάρα πολύ και επειδή έβλεπαν την έφεσή του και τη φιλοδοξία του να μην μείνει μπακαλόγατος, του μάθαιναν τις γλώσσες που δίδασκαν, με αντάλλαγμα μία ρέγγα ή μισό κιλό φέτα ή φασόλια ή λάδι ή αλεύρι ή βούτυρο ή μέλι ή σιμιγδάλι.... Η Σοφία Αραπάκη το πρωί, όπως ήταν φυσικό, δεν θυμόταν τίποτα. Όσο για το όνομα που είχαν δώσει στο σόι του πατέρα της και το κληρονόμησε και αυτή, ήταν, γιατί ήταν όλοι τους μελαμψοί, τόσο που αναρωτιόσουν από πού είχαν έρθει, σε ποια φυλή να ανήκαν άραγε;